Η γειτονιά ως σχέση
Η γειτονιά ως σχέση
Τα καλύτερά μας χρόνια
Αυτή η ιστορία μιλάει για άγονα βιώματα ή ακόμα και βλαβερά περιστατικά που συμβαίνουν εντός των τοιχών ενός διαμερίσματος. Αυτή η ιστορία μιλάει για εκείνες τις περιπτώσεις όπου αποδέκτης βίας είναι ένα ανήλικο άτομο, δηλαδή ένα παιδί.
Αυτή η ιστορία μιλάει για ένα διαμέρισμα κοντά στον περιφερειακό. Εκεί δύο παιδιά ζουν με τη μητέρα τους. Το μεγαλύτερο είναι αγόρι και παρακολουθεί μία από τις μεσαίες τάξεις του δημοτικού. Το μικρότερο είναι κορίτσι και παρακολουθεί μία από τις μικρές τάξεις του δημοτικού. Η μητέρα τα μεγαλώνει μόνη της. Έχουν μία συνηθισμένη ζωή για παιδιά της εποχής μας. Σχολείο, φαΐ, διάβασμα, κάποια ή κάποιες δραστηριότητες το απόγευμα και ξανά από την αρχή.
Τους πιο ζεστούς μήνες του χρόνου, τα παράθυρα των σπιτιών ανοίγουν και αναπόφευκτα η γειτονιά γίνεται και κοινωνός καταστάσεων που για κάποιους θεωρού-νται «ιδιωτικές». Κάπου εδώ μπερδευόμαστε και εμείς με τη ζωή των γειτόνων μας. Συναντούμε τη μητέρα να αντιμετωπίζει, το μεγαλύτερο κυρίως παιδί της, επιθετικά μαλώνοντάς το. Λέγοντας επιθετικά εννοούμε ότι ο τρόπος της μάνας για να εξηγήσει κάτι που θα ήθελε το παιδί της να κάνει διαφορετικά, 9 στις 10 φορές εκδηλώνεται φωνάζοντας –αν όχι βρίζοντας–σίγουρα πάντως με εχθρικούς χαρακτηρι- σμούς προς το παιδί. Το φωνάζοντας πολύ συχνά μετατρέπεται σε ουρλιάζοντας και το μαλώνει πολλές φορές συμπεριλαμβάνει και το χτύπημα. Τα κλάματα και τα ουρλιαχτά –και της μικρής κόρης– είναι τα απόνερα κάθε μαλώματος της μητέρας προς το γιο.
Ας αφήσουμε παράμερα τις απολυτότητες. Μπορεί να γνωρίζουμε ότι τόσα παιδιά δεν μεγαλώνουν έτσι, αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι άλλα τόσα γίνονται αποδέκτες παρόμοιων συμπεριφορών από τους γονείς στο σπίτι.
Αρχικά σκεφτόμαστε το τσάκισμα της παιδικότητας των μικρών μας (σε ηλικία) γειτόνων. Στη ζωή τους εντός των τοιχών του σπιτιού τους, υποβόσκει μία μόνιμη ένταση που ξεσπάει έμπρακτα αρκετά συχνά. Με απλές και βιωματικές σκέψεις καταλαβαίνουμε πόσο βάλλεται και ασχημαίνει η υπέροχη αυτή ηλικία, που λέγεται παιδική και είναι η βάση για τα περισσότερα συναισθηματικά οικοδομήματα στον ψυχολογικό κόσμο του κάθε ατόμου.
Συλλογιζόμαστε όμως συγχρόνως και τις έρευνες που λένε ότι ένα νέο άτομο που έρχεται στη ζωή δομεί τα βασικότερα εξωτερικά και εσωτερικά του χαρακτηριστικά από την περίοδο της κύησης μέχρι, το πολύ, την παιδική του ηλικία. Με ανάλογο τρόπο και με μία λογική αλληλουχία σκέψεων, πιστεύουμε ότι το παιδί αυτό, (και κάθε τέτοιο σε ανάλογη θέση) θα εξωτερικεύσει κάποια στιγμή στη ζωή του τη βία που έχει δεχτεί.
Και δεν είναι μόνο η βία των γονιών. Είναι η βία μίας, ταξικά δομημένης, κοινωνίας, είναι η βία που παράγεται μέσα σε κοινωνικές σχέσεις που χρησιμοποιούν -αναπόφευκτα- ως πρώτη ύλη την ανασφάλεια και το άγχος του βιοπορισμού. Από εκεί πηγάζει η βία των γονιών, συναντάει τα καλύτερά-μας-παιδικά-χρόνια, γίνεται καθημερινότητά τους και εν καιρώ θα εξωτερικευθεί με νέους όρους και νέες μορφές. Σε συνομηλίκους, σε γείτονες, σε συναδέλφους, στους κοινωνικά στιγματισμένους και περιθωριοποιημένους, ίσως και στον ίδιο τον εαυτό. Ένας φαύλος κύκλος.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν μας εκπλήσει που η καθημερινότητα γύρω μας γεμίζει με ανθρώπους φοβισμένους, βίαιους και ατομικιστές. Ανθρώπους που όποτε βρίσκουν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν και να εξουσιάσουν το διαπράττουν αναπαράγοντας όλη τη βία που έχουν δεχτεί.
Σε ότι αφορά στις κοινωνικές σχέσεις, τον βιοπορισμό και τον τρόπο που το κράτος έχει οργανώσει τις απαιτήσεις και τις παροχές που (δεν) προσφέρει στα μέλη του, απαιτείται συλλογική δράση. Το χτίσιμο συντροφικών υγιών σχέσεων και από κοινού απαντήσεις σε όσα στενεύουν και δυσχεραίνουν τις ημέρες μας.
Συγχρόνως μην περιμένουμε να συμβεί καμία αλλαγή της κοινωνίας προς το καλύτερο, εάν δεν ασχοληθούμε τόσο ατομικά όσο και συλλογικά ώς κοινότητα με τα παιδιά και το μεγάλωμά τους υπεύθυνα και χάνοντας ενίοτε τη βόλεψή μας. Είναι αυτό που μας αναλογεί ως γονείς και ως ενήλικες-μέλη της κοινότητάς μας.
Το ζητούμενο δεν είναι το παιδί να θεωρήσει ολοκληρωμένη προσωπικότητα ή πρότυπο αντιγραφής τον γονέα. Μεγαλώνοντας διαμορφώνει τον χαρακτήρα του, μέσα από συμφωνίες και συγκρούσεις, από προνοήσεις και παραλείψεις. Σε αυτό το χτίσιμο της αυτονομίας του όμως, χρειάζεται η ύπαρξη χώρου και χρόνου για το παιδί, ώστε να δρα και να εκφράζεται.
Τα παιδιά μαθαίνουν τα πάντα στην αρχή της ζωής τους. Εμείς, έχοντας πια μεγαλώσει, σκεφτόμαστε ότι όταν ήρθαμε σε αυτόν τον πλανήτη θα θέλαμε να βρούμε ένα περιβάλλον, έναν περίγυρο όπου θα υπήρχε ίση αντιμετώπιση όλων των ανθρώπων γύρω μας. Θα θέλαμε επίσης να μας μιλάνε και να μας φέρονται ανάλογα οι πρώτοι άνθρωποι που συναναστραφήκαμε και γνωρίσαμε. Θα θέλαμε να βλέπουμε στην πράξη, στη ζωή μέσα, ότι μας αγαπάνε και χαίρονται που ήρθαμε στον κόσμο. Και με αυτούς τους τρόπους θέλουμε και εμείς να ζούμε με τα παιδιά, αφού τα αντιλαμβανόμαστε ώς ίσα όντα δίπλα μας.