Η γειτονιά ως σχέση
Η γειτονιά ως σχέση
Τα εν οίκω
(μη) εν δήμω
Σημειώσεις
1. «Ευρωβαρόμετρο σοκ. Άφεση αμαρτιών στον βιαστή δίνει το 32%», www.tovima.gr/society/article/?aid=848284.
2. Και εάν η δικαιοσύνη αθώωσε τους βιαστές, ο άλλος βραχίονας του κράτους, η αστυνομία, ξεκίνησε διώξεις για συγκοφαντική δυσφήμιση ενάντια σε μέλη της αντιεξουσιαστικής συλλογικότητας της πόλης «Πέλοτο» για μία αφίσα που είχανε βγάλει και κατήγγειλαν τον βιασμό. Βλέπε και την ανακοίνωσή τους peloto.espivblogs.net/2017/03/15/anakoinwsi-gia-ti-stoxopoiisi-mas.
3. «Η σιωπή όταν σπάει κάνει φόβο», Μάιος 2010, κείμενο του «Μωβ Καφενείου», στο mwvkafeneio.squat.gr.
4. «Τί μου έμαθε η δίκη του βιασμού μου», Απρίλιος 2017, κείμενο στο site «Φύλο Συκής», fylosykis.gr.
5. Για περισσότερα βλ.: Federici, S., 2011, «Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα», Ι. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Λ. Χασιώτης (μτφρ.), Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις των Ξένων.
6. Ο ιδιωτικός χώρος του νοικοκυριού, ωστόσο, αποτέλεσε και ένα πεδίο παραγωγής αρνήσεων για τις γυναίκες. Επικοινώνησαν μεταξύ τους πάνω στα κοινά βιώματα, βρήκαν ουσιαστικούς τρόπους κοινωνικής αναπαραγωγής που λειτουργούσαν αποσυμφορητικά στην πολύ οριοθετημένη καθημερινότητά τους, προϊδέασαν τους πρώιμους φεμινισμούς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα σήμερα των οικιακών βοηθών και οι συγκεκριμένοι χρόνοι και τόποι συνάντησής τους. Κυριακές, στις στάσεις των λεωφορείων, στα μινι μάρκετ, στις παιδικές χαρές όπου συνοδεύουν τα παιδιά των αφεντικών τους.
7. Rosaldo, Michelle (1974), «Woman, Culture and Society: a theoretical overview», στο Michelle Zimbalist Rosaldo και Louise Lamphere (επιμ.), Στάνφορντ: Stanford University Press.
8. Μαρνελάκης, Γιώργος (2014), «Στενές σχέσης φύλου σεξουαλικότητας και χώρου», επιμ. Βαΐου Ντ.,
Θεοφανίδου Ρ., Καρασιώτου Σ.,
Μαρκαντα Ρ., Ντρούκα Ε., Σαλίχου Λ.,
Χατζηαθανασίου Α., Ψαλλιδάκη Τ., Αθήνα: Futura.
9. Ο νόμος 35000/2006 είναι
ο πρώτος νόμος που ψηφίστηκε
στη χώρα, μας και ποινικοποιεί την
ενδοοικογενειακή βία.
Πολλά είναι τα θέματα που ανοίγουν σε μια γειτονιά για το δημόσιο χώρο και ενεργοποιούν τον λόγο. Έναν λόγο ο οποίος πηγάζει από την ανάγκη των ανθρώπων για καλυτέρευση των συνθηκών ζωής τους, όπου φυσικά τα προτάγματα για ασφάλεια κυριαρχούν. Συμβαίνει όμως το ίδιο και με την ιδιωτική σφαίρα; Πόσο συχνά ζητήματα που αφορούν τη ζωή των ανθρώπων πίσω από τις κλειστές πόρτες έρχονται στην επιφάνεια; Και κατά πόσο μια κοινότητα, που αποτελείται από τους κατοίκους μιας γειτονιάς, επιθυμεί να εμπλακεί στις μικρές ιστορίες και δράματα που συντελούνται καθημερινά μέσα στα στενά όρια του λεγόμενου ιδιωτικού-προσωπικού χώρου;
Για του λόγου το αληθές τον Οκτώβρη του 2016, στην περιοχή των Κ. Πετραλώνων, μια γυναίκα βιάστηκε και κακοποιήθηκε βάναυσα, μέσα στο σπίτι της, από τον ίδιο της τον σύντροφο επειδή πήρε την απόφαση να τον χωρίσει. Ένας βιασμός που δεν έγινε ποτέ σημείο συζήτησης και κατακραυγής, που δε σόκαρε και δε χώρεσε σε κανένα πρωτοσέλιδο εφημερίδας. Για την ακρίβεια δεν μαθεύτηκε καν στην ευρύτερη γειτονιά, ενώ είναι πολύ πιθανόν να καταγράφηκε στη μνήμη των περισσότερων γειτόνων ως μια «κακή» ιδιωτική στιγμή μεταξύ του ζευγαριού και στη συνείδησή τους ως «ηθική έκπτωση» και όχι ως ωμή έμφυλη βία. Αυτή η υπόθεση αν και φαντάζει κάπως αυθαίρετη προκύπτει και από πρόσφατη ευρωπαϊκή έρευνα στην όποια το 32% των ελλήνων δικαιολογεί υπό προϋποθέσεις τον βιασμό. [1] Και δεν είναι μόνο οι έρευνες αλλά και η ίδια η πραγματικότητα.
Η πρόσφατη αθώωση από το μικτό ορκωτό κακουργιοδικείο Καβάλας των δύο ανδρών, έρχεται να επιβεβαιώσει τον τρόπο που η δικαιοσύνη, αντιμετωπίζει τις γυναίκες που τολμούν και καταγγέλλουν την σεξουαλική τους κακοποίηση. [2] Αλλά και η στάση της πλειονότητας της κοινωνίας της Ξάνθης η οποία τάχθηκε ανοιχτά με το μέρος αυτών των ανδρών, επιφανών μελών της τοπικής κοινωνίας, αναδεικνύει την πολύ περιορισμένη και σεξιστική αντίληψη για το τί γίνεται αποδεκτό ως βιασμός. Σε αυτήν την περίπτωση, η οποία δεν είναι μοναδική, [3] το θύμα είναι αυτό που στιγματίστηκε περισσότερο από το θύτη μαθαίνο-ντας δια του στόματος της δικαιοσύνης ότι τελικά δεν βιάστηκε. [4]
Η ενδοοικογενειακή βία εις βάρος των γυναικών, αποτελεί ένα διαχρονικό φαινόμενο, μια εφιαλτική πραγματικότητα στην οποία είναι καταδικασμένες να ζουν οι γυναίκες εδώ και κάμποσα χρόνια. Η σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική κακοποίηση των γυναικών εκδηλώνεται φυσικά και εντός της «αγίας» ελληνικής οικογένειας, ενώ αντιμετωπίζεται, με εξαίρεση ορισμένα ακραία περιστατικά, ως σχεδόν φυσικό επακόλουθο του συζυγικού βίου. Ο ιδιωτικός χώρος, ως χώρος οικειότητας, αποτελεί το προνομιακό περιβάλλον για την εκδήλωση της ανδρικής εξουσίας και επιβολής της στα υποτιμημένα σώματα των γυναικών. Τι είναι αυτό όμως που διαχωρίζει τον δημόσιο από τον ιδιωτικό χώρο, όπου η ανισότητα και η βία παίρνουν ίσως την πιο βαθιά και εσωτερικευμένη τους μορφή;
Η σφαίρα του λεγόμενου δημοσίου χώρου, περιλαμβάνει χοντρικά όλους εκείνους τους τόπους που έχουν τεθεί σε κοινή χρήση και διατηρούν μια πλεγματική σχέση με το κράτος. Δρόμοι, μαγαζιά, ανοιχτοί και κλειστοί χώροι, ελεύθερα προσβάσιμοι, αντιστοιχούν σε αυτόν τον πόλο ενώ, όσον αφορά τον ιδιωτικό χώρο, οι προσωπικές κατοικίες είναι οι χώροι που θα αποκαλούσαμε ιδιωτικοί. Η διάκριση είναι ξεκάθαρη, οριοθετημένη. Υπάρχει ο δημόσιος χώρος και ο ιδιωτικός, ένα δίπολο που δύσκολα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει.
Ο χώρος λοιπόν δεν είναι ενιαίος εφόσον δεν γίνεται αντιληπτός από όλους με τον ίδιο τρόπο. Η κατανόησή του βασίζεται στην εμπειρία του ατόμου ανάλογα με το φύλο, τη φυλή, την τάξη και το εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζει. Στην τελική, το ίδιο το βίωμα του ανθρώπου, είναι αυτό που διαμορφώνει την ουσιαστική του σχέση με τον χώρο. Μια σχέση, η οποία τις περισσότερες φορές γίνεται αντιληπτή μέσω των κυριαρχικών σχέσεων. Επομένως ο χώρος δεν είναι κάτι ουδέτερο, αμετάπλαστο και ανιστορικό αλλά αποτελεί ίσως μια, από τις ισχυρότερες κοινωνικές κατασκευές. Εντός του δομείται και αναπαράγεται ένα αρκετά σύνθετο πλέγμα εξουσιών, το οποίο δεν είναι εύκολα ορατό. Το κυριότερο όμως όλων είναι ότι ο χώρος (ιδιωτικός ή δημόσιος) καταφέρνει να υποκειμενοποιεί τα άτομα να τα διαμορφώνει και να τους επιβάλλει συγκεκριμένες συμπεριφορές, στις όποιες αυτά καλούνται να ανταποκριθούν.
Πως συνδέεται όμως ο χώρος με το φύλο και τη βία, και πως η διχοτόμηση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου/σφαίρας, αποτελούν ένα πρόσφορο έδαφος για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη σημασία αυτής της σύνδεσης για τις ζωές των γυναικών και των ανδρών;
Αρχικά, όπως είπαμε και νωρίτερα ο χώρος έχει ιστορία. Ήδη από τον 19ο αι., μια περίοδο έντονου κοινωνικού μετασχηματισμού, η ανάπτυξη της βιομηχανίας και άρα των νέων αστικοποιημένων, καπιταλιστικών κοινωνιών οδήγησε στην ανάδυση σκόπιμων διαχωρισμών, [5] οι οποίοι καθόρισαν τα όρια μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας. Η δημόσια σφαίρα, που συνδέθηκε με την εργασιακή, την πολιτική, την οικονομική και την στρατιωτική δραστηριότητα και ταυτίστηκε με την αποτελεσματικότητα, αποδόθηκε στους άντρες, ενώ οι γυναίκες περιορίστηκαν στην ιδιωτική – οικιακή σφαίρα όπου «λαμβάνουν χώρα» οι «φυσικές λειτουργίες» όπως το σεξ, η αναπαραγωγή και εκδηλώνεται το συναισθηματικό περιεχόμενο των σχέσεων. Συνεπώς η γυναίκα ταυτίστηκε με τον θεσμό της οικογένειας μέσω της μητρότητας και της ευθύνης για την οργάνωση του νοικοκυριού. [6] Η φυσιολογία της (κύηση, θηλασμός) αλλά και ο ρόλος της στο μεγάλωμα των παιδιών, χρησιμοποιήθηκε για να πετύχει τον περιορισμό της και καθόρισε για πολλά χρόνια την κοινωνική της θέση. Η ταύτιση των αναγκών και των συμφερό-ντων των γυναικών με τον ιδιωτικό χώρο, ο οποίος εντάσσεται στη σφαίρα της οικειότητας, αποτέλεσε τον πιο συστηματικό και διαχρονικό μηχανισμό καταπίεσης τους. [7]
Αυτή η αντίθεση γίνεται αντιληπτή μέχρι σήμερα, υπογραμμίζοντας την υποτιμητική συσχέτιση της ζωής της γυναίκας με τον ιδιωτικό χώρο και του άνδρα με τον κυρίαρχο δημόσιο. Οι δύο αυτοί πόλοι, οργανωμένοι στη βάση μιας αλληλεξαρτώμενης σχέσης, δεν λειτούργησαν ποτέ συμπληρωματικά, ούτε υπήρξαν ισότιμοι. Η δημόσια σφαίρα αποτελεί τον κυρίαρχο και προνομιούχο χώρο, ο οποίος διαφοροποιείται από τον δεύτερο στην βάση της αορατότητας και της απουσίας του από το δημόσιο λόγο. [8]
Εδώ και μερικές δεκαετίες στη χώρα μας, οι γυναίκες μέσω σκληρών διεκδικήσεων έχουν κατοχυρώσει το δικαίωμα πρόσβασης και δράσης τους στο δημόσιο χώρο υποστηρίζοντας πως «το προσωπικό, είναι πολιτικό», διεκδικώντας την χειραφέτησή τους, την ισότητα και το σεβασμό. Παρόλα αυτά η ιδιωτική σφαίρα συνεχίζει να αποτελεί τον χώρο όπου οι ανάγκες τους υποτάσσονται στα θέλω των ανδρών.
Η ιδιωτικότητα συνεχίζει να γίνεται κατανοητή ως η απόλυτα προστατευμένη από κάθε κρατική παρέμβαση σφαίρα, όπου προωθείται η αυτόνομη δράση του προσώπου. Αυτή η αντίληψη σε συνδυασμό με τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, νομιμοποιεί την ανισότητα, την εκμετάλλευση των γυναικών και επιτρέπει την άσκηση έμφυλης εξουσίας και βίας εντός των ιδιωτικών, οικογενειακών και σεξουαλικών σχέσεων, «νορμαλοποιώντας» ταυτόχρονα την απουσία από το δημόσιο λόγο, των σχέσεων κυριαρχίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι οποίες παρουσιάζονται ως φυσικές.
Σήμερα στην ελλάδα, όπου και λόγω οικονομικής κρίσης οι έμφυλοι ρόλοι πολλές φορές αντιστρέφονται, οι άνδρες εμφανίζουν ακόμα πιο έντονα την ανάγκη, να επιβάλουν την εξουσία τους. Η απώλεια της ιδιότητας του «κουβαλητή» που συνδέεται με την ανεργία μετατρέπει τους άνδρες σε πρωταρχικά θύματα της κρίσης, ενώ η ενσωμάτωση αυτών των ρόλων από τις γυναίκες και η αύξηση της αυτοεκτίμησης τους, ενεργοποιούν την βία ως μηχανισμό καθυπόταξης και συμμόρφωσης των γυναικών. Εντός αυτού του πλαισίου οι ίδιες οι γυναίκες έχοντας εσωτερικεύσει αυτό το μοντέλο βίας, δύσκολα καταγγέλλουν την κακοποίηση τους από τους συζύγους τους, η οποία μέχρι πρόσφατα δεν γινόταν αντιληπτή καν ως έγκλημα.
Αυτό αποτυπώνεται και στο δίκαιο της χώρας μας όπου μέχρι το 2006 δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο9 για την κακοποίηση των γυναικών, κάτι που σήμαινε πως η άσκηση βίας στις συνειδήσεις των περισσότερων ανδρών, με σκοπό την διατήρηση της «τάξης» στο σπίτι, ήταν σχεδόν νομιμοποιημένη. Για χρόνια λοιπόν η ενδοοικογενειακή βία αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί ένα θέμα ταμπού για τη χώρα μας. Η αύξηση των κρουσμάτων που καταγράφεται, και ορισμένες φορές η δημοσιοποίησή τους, οφείλεται ακριβώς στην χειραφέτηση των γυναικών, που πλέον τολμούν και καταγγέλλουν την κακοποίηση τους. Αυτές οι γυναίκες κάνοντας το πρόβλημα ορατό στην ουσία ξεσκεπάζουν μια ολόκληρη εθνική κουλτούρα για τα σώματά τους, που κρύβει μέσα της την πειθάρχηση και τη βία.
Σημαντική στην κατασκευή αυτής της εθνικής κουλτούρας, που υποτιμά συνολικά τις γυναίκες, είναι η συμβολή των ΜΜΕ, τα οποία μονοπωλούν σχεδόν, το δημόσιο λόγο αναπαράγοντας συστηματικά τους στερεοτυπικούς ρόλους των φύλων και σεξιστικές συμπεριφορές, προπαγανδίζοντας με ποικίλους τρόπους την έμφυλη ανισότητα. Ελάχιστες είναι οι φορές που περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και βιασμών γίνονται θέματα δημοσίου διαλόγου με τρόπο που να καταδεικνύονται οι ουσιαστικές αιτίες που συμβάλουν στην διαιώνιση και ανάπτυξη του προβλήματος. Οι βιασμοί και κακοποιήσεις των γυναικών που απασχολούν την επικαιρότητα και «συνταράσουν» τις τοπικές κοινωνίες παρουσιάζονται ως μεμονωμένα περιστατικά και πράξεις εξαίρεσης από την καθημερινή συνθήκη στο δημόσιο χώρο. Τις περισσότερες φορές έχουν να κάνουν με κραυγαλέες υποθέσεις όπου εμπλέκονται «αξιοσέβαστα» μέλη της κοινωνίας ή γκρίζες φιγούρες όπως οι ψυχοπαθείς δράκοι και φυσικά όταν τέτοια εγκλήματα διαπράττονται από μετανάστες. Και στις τρείς περιπτώσεις ο λόγος που αρθρώνεται δεν αφορά το βίωμα και τα σώματα των γυναικών, τα οποία περνάνε σε δεύτερη μοίρα, αλλά χρησιμοποιείται εργαλειακά προς όφελος των κυρίαρχων αφηγήσεων. Αυτές προσπαθούν ουσιαστικά να αποταυτίσουν τον έλληνα χριστιανό οικογενειάρχη που αποτελεί τον εθνικό μας κορμό, από τη φιγούρα του βιαστή. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις λοιπόν, η πράξη του βιασμού παθολογικοποιείται, ενώ στην τρίτη περίπτωση ο βιασμός παρουσιάζεται ως δομικό φαινόμενο που συνδέεται με την κουλτούρα του θύτη (λόγω καταγωγής), θέτοντας το ζήτημα της δημόσιας ασφάλειας, υποδαυλίζοντας έτσι τον υπάρχοντα ρατσισμό του κόσμου ενάντια στους μετανάστες.
Ο διαδεδομένος και έξω από τα όρια της χώρας, μύθος του μετανάστη βιαστή εξυπηρετεί την ρατσιστική ρητορεία η οποία συμπυκνώνεται σε φράσεις όπως το χαρακτηριστικό «έρχονται οι μετανάστες να αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας και να βιάσουν τις γυναίκες μας», αποδίδοντας σε αυτούς μια αναχρονιστική κουλτούρα η οποία δεν μπορεί να εναρμονιστεί με την πολιτισμένη δύση και τα χριστιανικά ήθη της ελλάδας. Σε μια περίοδο έξαρσης της ισλαμοφοβίας, οπού η αύξηση των μεταναστευτικών ροών υπήρξε ραγδαία, η εθνικιστική χρήση του βιασμού επιστρατεύεται για τη διάδοση του ρατσιστικού πανικού και τη στήριξη των πολιτικών των απελάσεων. Ας μη ξεχνάμε πως ο βιασμός μιας ανήλικης πριν λίγα χρόνια στην Πάρο είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία ενός μετανάστη στο κέντρο της Αθήνας κατά τη διάρκεια ρατσιστικού πογκρόμ. Ο βιασμός λοιπόν αναδύεται και χρησιμοποιείται συστηματικά στον δημόσιο λόγο ως ζήτημα δημόσιας τάξης, ως ένα φαινόμενο που αφορά το δημόσιο χώρο στον οποίο οι γυναίκες δεν θα μπορέσουν ποτέ να κινηθούν με ασφάλεια λόγω της «αδυναμίας» τους να αυτοπροστατευτούν, δικαιολογώντας τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις που τους επιβάλλονται. Προτάγματα για αύξηση της ασφάλειας και της επιτήρησης που μεταφράζονται σε περίφραξη των ανοιχτών δημόσιων χώρων ώστε να μπορούν να κλειδώνονται τα βράδια, περισσότερη αστυνομία, κάμερες και σεκιούριτι στις γειτονιές παρουσιάζονται ως λύσεις για την προστασία τους. Αυτά όμως δεν επαρκούν ούτε λύνουν το πρόβλημα το οποίο είναι πάντα εκεί υπαρκτό και απειλεί τα σώματα των γυναικών.
Ο φόβος του βιασμού και της κακοποίησης δεν στηρίζεται σε ένα κακό παραμύθι αλλά σε μια κακή πραγματικότητα, η οποία συνίσταται σε πραγματικούς και καθόλου παραμυθένιους κινδύνους που αφορούν στη βία, την παρενόχληση, τις λεκτικές και σωματικές επιθέσεις και την υποτίμηση των γυναικών με σκοπό την καθυπόταξή τους. Μια κακή πραγματικότητα που μέσω της απειλής επιβάλλει προκαθορισμένους κανόνες που ορίζουν την ιδιωτική και δημόσια κοινωνική ζωή των ανδρών και των γυναικών και που μέσα σε αυτήν αναπαράγονται διαφορετικές εκφάνσεις του ανταγωνισμού των φύλων. Οι ίδιοι κανόνες είναι που συμβάλλουν στην διατήρηση της πατριαρχίας και των καταπιεστικών ρόλων και κάπως έτσι διατηρείται και ενισχύεται η βία των ανδρών και εξασφαλίζεται η σιωπή των γυναικών.
Στις γειτονιές μας, όπου ο δημόσιος χώρος συνεχίζει να είναι ζωντανός ως σημείο συνάντησης και κοινωνικοποίησης των κατοίκων, αναρωτιόμαστε κατά πόσο αυτή η μορφή κακοποίησης γίνεται θέμα συζήτησης και ορατότητας στο δημόσιο λόγο. Κατά πόσο συζητιέται σοβαρά το ζήτημα στα καφενεία, στις ουρες του σουπερ-μαρκετ, στα παγκακια, ή γίνεται θέμα στις συνελεύσεις των γειτονιών. Κατά πόσο η προστασία και στήριξη των γυναικών που πέφτουν θύματα της βίας των οικείων τους είναι συλλογική υπόθεση.
Η αποσιώπηση αντανακλά στη συνήθεια του να κλείνουμε τα αφτιά μας και να αποστρέφουμε γρήγορα και αμήχανα το βλέμμα μας από την ωμή πραγματικότητα. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τις φωνές και τη βία στον προσωπικό χώρο των γειτόνων μας ως ιδιωτική υπόθεση, όπου η παρέμβαση αποτελεί αδιακρισία και έτσι προτιμούμε να κοιτάμε τα δικά μας προβλήματα. Μήπως όμως αυτές οι κανονιστικές σιωπές είναι υπεύθυνες σε μεγάλο βαθμό, για τη διαιώνιση των βιασμών και την υποτίμηση των γυναικών;