Η γειτονιά ως σχέση
Η γειτονιά ως σχέση
Νίκος Γρ.
εργαζόμενος σε camp στην Αττική
"Τα περισσότερα παιδιά θέλουν να πηγαίνουν σχολείο και να μαθαίνουν τη γλώσσα εδώ, στο μέρος που βρίσκονται και ζουν."
Σημειώσεις
1. Δασκάλα που εργάζεται χρόνια στην Κυψέλη με μεταναστάκια και οι τάξεις της υποδέχτηκαν παιδιά στο πλαίσιο του προγράμματος μας μετέφερε ότι αρχικά τα έφεραν χωρίς καμία υποστήριξη, με αποτέλεσμα η παρουσία τους εκεί να μην έχει νόημα παιδαγωγικά. Ούτε επιμόρφωση, ούτε διερμηνεία. ούτε έστω κάποια οδηγία. Στην πορεία και από τη δεύτερη χρονιά άρχισαν να λειτουργούν τμήματα ένταξης, (μικρά τμήματα όπου παρακολουθούν ταχύρυθμα μαθήματα γλώσσας ώστε να ενταχθούν στην τάξη) στελεχωμένα από αναπληρωτές τους οποίους μέχρι πέρσι προσλάμβανε το υπουργείο λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Δηλαδή τη μισή χρονιά. Επίσης διερμηνείς που εργάζονται σε ΜΚΟ, έρχονται μία φορά κάθε δεκαπέντε ημέρες και φυσικά υπάρχει το πρόβλημα ότι με τόση μικρή παρουσία δεν προλαβαίνουν να καλύψουν τις ανάγκες των εκπαιδευτικών (την επικοινωνία αυτών με τα παιδιά ή με τους γονείς τους, την μετάφραση κάποιου γραπτού κ.τ.λ.).
2. Μην ξεχνάμε ότι οι καθηγητές/τριες στη δευτεροβάθμια μπαίνοντας σε πολλά τμήματα με λιγότερες συνολικά ώρες απ΄αυτές που έχει ένας/μία δάσκαλος/α στην πρωτοβάθμια, είναι δύσκολο να χτίσουν σχέσεις εμπιστοσύνης με αυτά τα παιδιά που τη χρειάζονται περισσότερο από τα υπόλοιπα, συνυπολογίζοντας τα τραύματα που κουβαλάνε και το άγνωστο και νέο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται.
3. Στην Αθήνα υπάρχουν τρία: στο Γκάζι, στην Ν. Ιωνία και στην Αμφιθέα.
4. "Για τις ηλικίες 12 με 17 το σύστημα υστέρησε και αφέθηκαν αυτά τα παιδιά. [...] Αφού στα γυμνάσια και τα λύκεια δεν υπήρχαν τάξεις υποδοχής, άρα ήταν πεταμένα μέσα σε μια κανονική τάξη, χωρίς καμιά ενίσχυση στην ελληνική γλώσσα, δεν είχε νόημα η φοίτησή τους εκεί, αφού δεν τους αφορούσε εφόσον οι εκπαιδευτικοί στις περισσότερες περιπτώσεις αδυνατούσαν να δημιουργήσουν γέφυρες κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας", Χρήστος, συντονιστής εκπαίδευσης προσφύγων στο camp του Ελαιώνα, ομιλία του στο πλαίσιο της εκδήλωσης "Από το σχολείο του φόβου και της προκατάληψης στο σχολείο της ένταξης".
5.Εδώ θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τις -χρόνια τώρα- τραγικές στρατηγικές του υπουργείου παιδείας, το οποίο για να τοποθετήσει ή να μετακινήσει εκπαιδευτικούς έχει ως γνώμονα γραφειοκρατικά και οικονομικά κρητίρια και διόλου κοινωνικά και εκπαιδευτικά.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πώς είναι το κλίμα σε ένα camp μεταναστών;
Το camp που δουλεύω λειτουργεί από το 2015. Γενικά είναι δύσκολη η κατάσταση. Οι άνθρωποι παλεύουν με το φαντασιακό που έχουν για ζωή στη Β. Ευρώπη. Στις τάξεις τους υπάρχει μεγάλη κινητικότητητα, η οποία και να μην μεταφράζεται σε σωματική μετακίνηση, υφίσταται σίγουρα στη σφαίρα του επιθυμητού μέσα τους. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες δεν είναι ενταγμένοι στην κοινωνία και ούτε σε διαδικασία ένταξης βρίσκονται.Οι περισσότεροι από αυτούς μπορεί και να αλλάζουν γνώμη για το τι θα κάνουν κάθε μέρα τα τελευταία 2,5 χρόνια. Τα παιδιά είναι αποδέκτες αυτής της περίεργης ψυχολογίας που προστίθεται στα τραύματα που ήδη έχουν. Τα ίδια όμως, κυρίως τα μικρά, δεν την έχουν τόσο έντονα και συνειδητά, αυτήν την επιθυμία για ζωή σε άλλο τόπο από εδώ, οπότε προσαρμόζονται πολύ καλύτερα και θέλουν να πηγαίνουν σχολείο και να μαθαίνουν τη γλώσσα.
Με τι ρυθμό φεύγει κόσμος από το camp, άρα και τα παιδιά;
Ανά χρονιά περίπου 50% μένει και 50% φεύγει. Τώρα όμως σταμάτησε η μετεγκατάσταση και οι όροι επανένωσης οικογενειών έγιναν πολύ πιο αυστηροί, οπότε φεύγει λίγος κόσμος πια. Τα παιδιά που είναι να επανενωθούν με την οικογένειά τους μένουν περίπου 2 χρόνια. Άλλα παιδιά είναι στο camp από την αρχή. Το 10% περίπου των παιδιών είναι ασυνόδευτα και μένουν σε έναν χώρο στο camp που λέγεται ασφαλής χώρος. Ζουν περίπου 250 παιδιά, από τα οποία τα μίσά πηγαίνουν δημοτικό, το 1/4 γυμνάσιο και λύκειο και το 1/4 νηπιαγωγείο.
Πως είναι οργανωμένη η φοίτηση των παιδιών στα σχολεία;
Στόχος για την εκπαίδευση των παιδιών των μεταναστών είναι πρώτον να φοιτήσουν, δεύτερον να φοιτήσουν καλά, με ποιότητα και τρίτον να περάσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κάτι που αποτελεί ουτοπία για τους ίδιους αφού συνεχώς βρίσκονται σε μία εναλλασσόμενη κατάσταση με το φαντασιακό τους να βρίσκεται συνέχεια στο ότι θέλουν να φύγουν.
Την πρώτη χρονιά (2016-17) πηγαίναν σε σχολεία όπου φοιτούσαν, σε ΔΥΕΠ που ήταν σχολικά τμήματα μόνο με μεταναστάκια και που λαμβάναν χώρα το μεσημέρι μετά τη λήξη του ωραρίου των υπόλοιπων παιδιών. Από την επόμενη χρονιά (2017-18) μέχρι και σήμερα μπήκανε στις κανονικές τάξεις και παρακολουθούν τμήματα ένταξης (υποδοχής), δηλαδή σε κάποιες ώρες βασικών μαθημάτων κάνουν Γλώσσα και Μαθηματικά με άλλο δάσκαλο/α σε μικρά τμήματα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε εντός κανονικής τάξης είτε σε άλλο χώρο. Το κανονίζουν ο διευθυντής και ο παιδαγωγικός σύλλογος (η συνέλευση των εκπαιδευτικών σε κάθε σχολείο). Διερμηνείς μπήκαν από το 2017-18 και μετά. Το 2016-17 υπήρχε μεγάλο πρόβλημα [1]. Αυτό συμβαίνει κυρίως στην Αθήνα. Στις άλλες πόλεις και απομακρυσμένες περιοχές συνεχίζουν να λειτουργούν ΔΥΕΠ. Το κριτήριο δηλαδή για τη λειτουργία ή όχι των ΔΥΕΠ, είναι αν υπάρχουν σχολεία και τάξεις για να μοιραστούν. Στα γυμνάσια και τα λύκεια λειτουργούν κάποιες λίγες τάξεις υποδοχής, στα περισσότερα σχολεία της δευτεροβάθμιας (γυμνάσιο, λύκειο) απλά παρακολουθούν τα μαθήματα με τους υπόλοιπους μαθητές. Εκεί (δευτεροβάθμια) είναι πιο δύσκολα τα πράγματα και έχουν πολλά να γίνουν ακόμα και σήμερα. Ο/η δάσκαλος/α στο δημοτικό έχει τη δυνατότητα να χτίσει προσωπική σχέση με τον μαθητή/τρια, ενώ ο καθηγητής/τρια στο γυμνάσιο/λύκειο όχι (και μάλιστα χωρίς υποστηρικτικές δομές). Να προσθέσω ακόμα ότι το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Προσφύγων (με τις ΔΥΕΠ, τάξεις υποδοχής κ.τ.λ.) πραγματοποιείται στις ηλικίες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, δηλαδή από 6 έως 15 ετών (έως Γ' Γυμνασίου). Στο Λύκειο μπαίνουν σταδιακά κάποιες τάξεις υποδοχής. Εκεί τα ποσοστά ένταξης και φοίτησης είναι χαμηλά (και παγκοσμίως) και γενικά τα πράγματα στην φοίτηση των παιδιών είναι πολύ πιο δύσκολα [2].
Επίσης όπου υπήρχαν διαπολιτισμικά σχολεία βοήθησαν πολύ [3]. Τέλος οι ΣΕΠ (Συντονιστές Εκπαίδευσης Προσφύγων, δουλεύουν στα camps) ήταν και είναι σημαντικά άτομα/σημεία στην εκπαιδευτική πορεία των παιδιών αυτών. Λειτουργούν σαν γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο των παιδιών και των οικογενειών τους με το σχολείο που είναι να φοιτήσουν ή ήδη πηγαίνουν. Λειτουργούν κάπως διαγώνια στις διάφορες δομές και η εργασία τους έχει χαρακτηριστικά αυτής του κοινωνικού λειτουργού. Όλα αυτά σε άτυπο επίπεδο αλλά ουσιαστικό.
Ήταν θετική/δημιουργική δομή το ΔΥΕΠ (οι απογευματινές ζώνες μέχρι το 2017) στην εκπαίδευση των παιδιών;
Τα περισσότερα παιδιά μεταναστών που ζουν σε διαμερίσμαρτα στην πόλη μπαίνουν κανονικά στην τάξη. Οι ΔΥΕΠ δημιουργήθηκαν για τα παιδιά από τα camps και αποτελούν προενταξιακό στάδιο και όχι μόνιμο.
Το ιδανικό θα ήταν να υπάρχουν ενταξιακά μέτρα από την αρχή. Όμως τα camps είναι συνήθως απομονωμένα με μεγάλες αποστάσεις από σχολεία, οπότε δεν υπάρχουν σχολεία [γύρω] για να μοιραστούν.
Στο μεταξύ υπήρχε μεγάλη βιασύνη για να μπουν τα παιδιά σε σχολείο. Το μοντέλο του διαχωρισμού δεν είναι το καλύτερο, αλλά τα ευρωπαικά κράτη εκεί έχουν καταφύγει. Μόνο στα αστικά κέντρα θα μπορούσαν να μοιραστούν σε πολλά σχολεία/τάξεις. Οι αντιδράσεις των γονιών λοιπόν πιστεύω ότι θα υπήρχαν σε πιο έντονο βαθμό εάν έμπαιναν κατευθείαν σε τάξεις. Σίγουρα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν καλύτερα με επιμορφώσεις ή μετακινήσεις εκπαιδευτικών.
Το προενταξιακό στάδιο είναι απαραίτητο. Τα ίδια τα παιδιά το χρειάζονται ως χρόνο προσαρμογής προς το χτίσιμο γέφυρας με το νέο σχολείο τους. Στοίχημα είναι πώς ένα προενταξιακό στάδιο δεν θα λειτουργήσει διαχωριστικά. Και ακόμα αν είναι διαχωρισμένα τα παιδιά και τα μαθήματα πώς θα γίνει η ίδια διαδικασία να οδηγεί στην ένταξη. Υπάρχουν σχολεία όπου τα παιδιά είναι εντός τάξεων, όμως ο τρόπος που αντιμετωπίζονται είναι εντελώς διαχωριστικός (από τη διεύθυνση, τους εκπαιδευτικούς κ.τ.λ.) Χρειάστηκε χρόνος μέχρι οι ΔΥΕΠ να γίνουν μέρος του σχολείου.
Επίσης αν τα παιδιά μοιραζόντουσαν σε τάξεις που είχαν ήδη μεταναστάκια (που μένουν σε διαμερίσματα στην πόλη) θα τις επιβάρυναν ακόμα περισσότερο και οι αντιδράσεις των γονιών θα ήταν ακόμα μεγαλύτερες. Χρειάζεται προενταξιακό έτος-διάστημα και όχι ΔΥΕΠ γενικά κι αόριστα.
Είχαν όλα τα παιδιά τη δυνατότητα να φοιτήσουν στο σχολείο και όσα δεν το έκαναν γιατί δεν πήγαιναν;
Ναι είχαν όλα τη δυνατότητα. Όσα δεν πήγαν οφείλοταν στην οικογένειά τους που μπορεί να ήταν επιφυλακτική λόγω αρχών (συντηρητικές οικογένειες δεν στέλναν τα κορίτσια), ή από τραύματα που είχαν από το παρελθόν τους γενικά αλλά και συγκεκριμένα από τραύματα από το ίδιο το σχολείο (πολλών το σχολείο είχε βομβαρδιστεί). Ένα παιδί χρειάζεται περίπου ένα χρόνο για να νιώσει στοιχειωδώς ενταγμένο, ασφαλές το περιβάλλον γύρω του και να ξεφύγει κάπως από το εμπόλεμο παρελθόν του. Οι γονείς δεν ήταν όλοι διατεθιμένοι να τα στείλουν και λειτούργησε πολύ ο μιμιτισμός (κάνω ότι κάνει και ο γείτονας). Άλλοι δεν τα έστελναν γιατί φοβόντουσαν ή δεν εμπιστευόντουσαν τους ανθρώπους και το σύστημα και άλλοι τα έστελναν για να ηρεμήσουν.
Επίσης την πρώτη χρονιά υπήρχε πολλύ κινητικότητα. Προσπαθούσαν συνεχώς να μπαίνουν σε αεροπλάνο για να φύγουν ή να στείλουν το παιδί τους με όποιο τρόπο κάπου στη Β. Ευρώπη για να λειτουργήσει ως άγκυρα που θα τραβήξει την υπόλοιπη οικογένεια. Με αυτόν τον τρόπο θεωρώ πως το προενταξιακό στάδιο ήταν απαραίτητο.
Τώρα είναι περισσότερο δικό τους το σχολείο από προηγούμενες χρονιές. Οι γονείς είναι αυτοί που έχουν ανησυχία και τάσεις φυγής. Τα παιδιά-μαθητές θέλουν να χτίσουν ζωή εκεί που ζουν.
Τα σχολεία στα οποία έστειλε το υπουργείο τα παιδιά πώς τα επέλεξε;
Τα κριτήρια ήταν η απόσταση από το camp και οι κτιριακές δομές.
Τί αντιδράσεις υπήρξαν και υπάρχουν από τους γονείς των άλλων παιδιών στο σχολείο και τους εκπαιδευτικούς από της αρχή της εισόδου τους στα σχολεία το 2016 μέχρι σήμερα;
Ενώ στην αρχή υπήρχαν αντιδράσεις σήμερα έχουν εκλείψει. Οι αντιδράσεις που υπήρχαν προερχόντουσαν από πολιτικά αίτια. Για παράδειγμα κάποιοι γονείς στάθηκαν ενάντια στην απόφαση να δίνονται κονδύλια για την εκπαίδευση προσφύγων και να μη δίνονται αυτά τα λεφτά για τα σχολεία και τους μέχρι τώρα μαθητές. Εκφράστηκε θυμός από γονείς υποτιμημένων περιοχών, οι οποίοι ήδη ζητούσαν περισσότερα από το σχολείο των παιδιών τους. Επίσης υπήρχε και ο φόβος ότι θα έρθουν πολλοί, καθώς και ότι θα μεταδώσουν ασθένειες στα παιδιά τους. Γενικά οι ντόπιοι γονείς ούτε ήταν έτοιμοι ούτε ετοιμάστηκαν για την άφιξη των παιδιών μεταναστών στα σχολεία των παιδιών τους. Στην πορεία έγιναν συναντήσεις με τους γονείς, αλλά τότε στην αρχή δεν ήταν έτοιμοι να τους δεχτούν.
Οι εκπαιδευτικοί και αυτοί ήταν και είναι απροετοίμαστοι. Δεν τους γίνονται σεμινάρια και στην αρχή δεν είχαν και διερμηνείς [4]. Έχουν βιώσει δύσκολη κατάσταση γενικά. Επίσης είναι άνθρωποι ξένοι στα σχολεία που διδάσκουν αφού ως αναπληρωτές κάθε χρόνο αλλάζουν σχολείο. Το χειρότερο συνέβη όταν τους άλλαξαν στη μέση της χρονιάς και ενώ είχαν αρχίσει να γνωρίζονται με τα μεταναστάκια το υπουργείο έστειλε πολλούς από αυτούς αλλού για διοικητικούς λόγους (αλλαγή πίνακα αναπληρωτών κ.τ.λ.) [5].