Η γειτονιά ως σχέση
Η γειτονιά ως σχέση
Για να «µένουµε σπίτι» πρέπει να βγαίνει και το νοίκι
Σημειώσεις
1. Σύµφωνα µε στοιχεία της AirDNA οι καταχωρίσεις ακινήτων στις πλατφόρµες βραχυχρόνιας µίσθωσης, στην Αθήνα, έχουν µειωθείκατά 30%, από 10.493 τον Φλεβάρη στις 8.993 στα τέλη του Αυγούστου. Στις γειτονιές µας, η µεταβολή του αριθµού καταχωρίσεων στην πλατφόρµα της Airbnb αποδεικνύει τη µικρή διαφοροποίηση της κατάστασης: Κουκάκι από 973 στις 909 (-6,5%), Πετράλωνα από 279 στις 242 (-13,2%) και Θησείο από 320 στις 279 (-12,8%).
2. Κ.Αξιώτη, Σηµαντική µείωση στα ενοίκια λόγω πανδηµίας. Ποιες περιοχές θα επηρεαστούν, Huffpost, 5/5/2020.
3. Ν. Ρουσάνογλου, Ακριβότερο το Κουκάκι από την Εκάλη, εφηµερίδα Καθηµερινή, 15/9/2020.
Τον περασµένο Μάρτιο, ένα από τα πρώτα οπτικοακουστικά µέσα που χρησιµοποίησε το ελληνικό κράτος για να στηρίξει την καµπάνια «µένουµε σπίτι» ήταν ένα σποτ µε τον ηθοποιό Σπύρο Παπαδόπουλο, ο οποίος έµπαινε σε ένα σπίτι ζητώντας µας, σε λιγότερο από ένα λεπτό, το ίδιο να κάνουµε και εµείς για να προστατεύσουµε εαυτούς, γιαγιάδες και παππούδες. Τις επόµενες εβδοµάδες η συζήτηση κινήθηκε σε ιντριγκαδόρικα µονοπάτια, για το βάρος της ευθύνης που ανέλαβε ο ηθοποιός και για το εάν έλαβε αµοιβή για τα γυρίσµατα. Αυτό που πέρασε απαρατήρητο, όµως, ήταν το σκηνικό του συγκεκριµένου σποτ. Μία µονοκατοικία µε καταπράσινη αυλή, πρόσφατης κατασκευής, ευρύχωρη, µε πλούσιο οικιακό εξοπλισµό και καινούργια κουφώµατα. Σε ένα διαφηµιστικό σποτ όλα είναι ζυγιασµένα: από τα ρούχα του ηθοποιού, τις γκριµάτσες και τα λόγια του, τις οπτικές γωνίες λήψης µέχρι φυσικά το σκηνικό. Σε ένα προπαγανδιστικό σποτ όλα είναι δύο φορές ζυγιασµένα. Για τη Γενική Γραµµατεία Πολιτικής Προστασίας λοιπόν, το µέσο σπίτι του καθενός και της καθεµιάς µας προσοµοιάζει µε αυτό του Σπύρου Παπαδόπουλου. Αυτό το «µέσο σπίτι» στις γειτονιές µας, σε µια πρόχειρη αναζήτηση στις αγγελίες έχει τιµή εκκίνησης για ενοικίαση τα 850 ευρώ. Η επιλογή της συγκεκριµένης αναπαράστασης σπιτιού καταδεικνύει το θράσος των αφεντικών, απέναντι σε όλους εµάς που ξέρουµε πως κοπιάζουµε να βγάλουµε το µηνιάτικό µας και σε τι ποιότητας σπίτια καταφέρνουµε να ζούµε τελικά.
Είναι θράσος να οργανώνεις µια καµπάνια µε τον τίτλο «µένουµε σπίτι» όταν η στέγη αποτελεί ένα βασικό κοινωνικό πρόβληµα αυτής της πόλης. Η ενστικτώδης αντιστροφή του ερωτήµατος «σε ποιο σπίτι;» είναι η αναπόφευκτη προέκταση του στεγαστικού προβλήµατος της Αθήνας. Αυτό το κρίσιµο ζήτηµα, τα τελευταία 3 χρόνια, κωδικοποιείται µε διάφορους τρόπους: «κόκκινα δάνεια», πλειστηριασµοί, µείωση του βασικού µισθού, βραχυχρόνιες µισθώσεις, gentrification. Και όσο δεν υπάρχουν πειστικές απαντήσεις σε αυτό το ερώτηµα και λύσεις που δύνανται να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και ψυχική ισορροπία στον καθένα και στην καθεµιά, δεν µπορούµε να σωπάσουµε απέναντι σε µία καµπάνια πέρα για πέρα ταξική. Γιατί ναι, οι µονοκατοικίες του Σπύρου Παπαδόπουλου υπάρχουν και είναι οικιστικά σύµβολα της ταξικής διαστρωµάτωσης αυτού του τόπου. Είναι άλλο να έχεις να δίνεις έναν βασικό µισθό για νοίκι, και άλλο να προσπαθείς να ζήσεις µε τον βασικό µισθό.
Εφήµερη επιστροφή στις µακροχρόνιες µισθώσεις
Στο προηγούµενο τεύχος του περιοδικού παρουσιάσαµε µία µεγάλη έρευνα, σχετικά µε το στεγαστικό πρόβληµα στις γειτονιές µας. Σχεδόν έναν χρόνο µετά η κινητικότητα της κτηµατοµεσιτικής αγοράς έχει µετατοπίσει το πρόβληµα αυτό, από την έλλειψη προσφοράς, στα πανάκριβα νοίκια.Ο νέος κορωνοϊός και τα µέτρα απαγόρευσης ή περιορισµού της κυκλοφορίας σε πλανητικό επίπεδο επηρέασαν τις αεροπορικές εταιρίες και τις µετακινήσεις για αναψυχή και τουριστικούς λόγους. Το προϊόν «τουριστική Αθήνα», που είχε επενδυθεί 3 χρόνια τώρα µε φανταχτερά περιτυλίγµατα εφήµερου πλουτισµού, βρέθηκε απογυµνωµένο και εκτεθειµένο. Γειτονιές, όπου ένα πάνθεο υπηρεσιών είχε διαρθρωθεί µε επίκεντρο τον «τουρισµό των τεσσάρων εποχών», αναδιατάσσονται και πάλι γύρω από δύο ξεκάθαρα συγκρουόµενες φιγούρες: αυτές των κερδοσκόπων ιδιοκτητών ακινήτων και εκείνες των µισθωτών, των µεταναστών, των υπερήλικων, των ανέργων και των φοιτητών που προσπαθούν να επιβιώσουν σε αυτές. Τα διαµερίσµατα που ήταν καταχωρισµένα σε πλατφόρµες βραχυχρόνιας µίσθωσης, όπως η Airbnb, παραµένουν για µήνες κενά και οι ιδιοκτήτες τους ξαναθυµούνται τους µακροχρόνιους ενοικιαστές. Όλους αυτούς που τα προηγούµενα χρόνια χαρακτήριζαν ως «κακοπληρωτές» και «καταστροφείς» των σπιτιών τους. Η γλώσσα υποτίµησης των ενοικιαστών έκανε τότε τη δουλειά της και δικαιολογούσε τις εξώσεις σε µια νύχτα. Τώρα αυτή η γλώσσα αναγνωρίζει την ανάγκη των ενοικιαστών, χωρίς όµως καµία στιγµή να σταµατάει να τους δείχνει τα δόντια της.
Την περασµένη άνοιξη, οι αγγελίες γέµισαν µε καλαίσθητες φωτογραφίες διαµερισµάτων διαθέσιµων προς ενοικίαση. Επιπλωµένα στη συντριπτική τους πλειοψηφία, µε διπλωµένα σεντόνια στις κρεβατοκάµαρες, πολύχρωµες πετσετούλες στα µπάνια και κρυφό φωτισµό στα σαλόνια (στα Πετράλωνα αυξήθηκαν κατά 61,5% οι αγγελίες επιπλωµένων διαµερισµάτων). Μα τι συνέβη ξαφνικά, οι ιδιοκτήτες µας έγιναν ροµαντικές ψυχές; Δεν νοµίζουµε. Βρέθηκαν σε µια ξαφνική συγκυρία που το προϊόν τους έπιασε πάτο και µια από τις πρώτες ενστικτώδεις κινήσεις τους ήταν να βγάλουν τα ακίνητά τους από τις πλατφόρµες βραχυχρόνιας µίσθωσης [1] και να τα ανεβάσουν στη «Χρυσή Ευκαιρία» και στον «Σπιτόγατο». Μαζί µε όλη την φωτογραφική απεικόνιση των ανέσεων και των υποσχέσεων που µέχρι πριν λίγο καιρό απευθύνονταν αποκλειστικά στους τουρίστες. Αφού η καλοκαιρινή σεζόν πέρασε αφήνοντας πίσω της (τουριστικά) συντρίµµια, οι ιδιοκτήτες αναπροσαρµόζουν τις προσφορές τους προς τους ντόπιους ενοικιαστές. Τα επιπλωµένα διαµερίσµατα µειώθηκαν άρδην, ενώ σε πολλές αγγελίες συναντάς την υποχρέωση ετήσιας ενοικίασης του διαµερίσµατος µέχρι το καλοκαίρι (όταν και αν ξεκινήσει η νέα τουριστική σεζόν) και οι τιµές βρίσκονται στα ύψη!
Τα νοίκια ούτε πέφτουν, ούτε εξορθολογίζονται
Ο ελληνικός τύπος παρουσιάζει, µέσα από µια σειρά αντικρουόµενων άρθρων, µια διαδικασία εξορθολογισµού και πτώσης των τιµών των ενοικίων, λόγω της πανδηµίας. Τα στοιχεία τους προέρχονται από κτηµατοµεσιτικές εταιρείες. Δηλαδή αυτοί που έχουν ιδιοτελή εµπορικά συµφέροντα παρουσιάζονται και ως «ουδέτεροι παρατηρητές» της κατοικίας. Έτσι, λοιπόν, µπορεί ο Θεµιστοκλής Μπάκας, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κτηµατοµεσιτών E-RealEstates, να µιλάει για µείωση των ενοικίων στο κέντρο της Αθήνας από 5% έως 23%, [2] ωστόσο όπως και ο ίδιος παραδέχεταιπρόκειται για µειώσεις σε νοίκια που ήδη το προηγούµενο διάστηµα είχαν φτάσει στο ανώτατο επίπεδο που µπορούσαν. Και σε πολλές περιπτώσεις το είχαν ξεπεράσει, θα λέγαµε εµείς ως κάτοικοι των Πετραλώνων, του Κουκακίου και του Θησείου. Οπότε, δίπλα στις ποσοστιαίες µονάδες των στατιστικών πινάκων υπάρχουν τα ακέραια νούµερα της πραγµατικότητας, και δίπλα στα ακέραια νούµερα της πραγµατικότητας υπάρχει η πραγµατικότητα του βασικού µισθού.
Κουκάκι, στατιστική και πραγµατικότητα
Όταν περιγράφεται η στατιστική µείωση των ενοικίων κατά 6,25% στο Κουκάκι (για ανακαινισµένο σπίτι 30 τ.µ.), δηλαδή από τα 320 στα 300 ευρώ, τα ακέραια νούµερα της πραγµατικότητας µιλάνε για 10 ευρώ το τετραγωνικό. Σε µια άλλη πραγµατικότητα, αυτήν της αναζήτησης αγγελιών µε όριο τα 300 ευρώ συνήθως δεν εµφανίζεται κανένα αποτέλεσµα στις γειτονιές µας. Και εάν εµφανίσει κάποιο θα είναι γύρω στα 25 τ.µ., χρέπι και ξεχασµένο στα site των αγγελιών εδώ και πολλούς, πολλούς µήνες. Σε µία έρευνα που παρουσίασε στα µέσα του Σεπτέµβρη, το δίκτυο µεσιτικών γραφείων RE/MAX, [3] η φετινή µέση τιµή ενοικίασης στο Κουκάκι διαµορφώνεται στα 7 ευρώ ανά τ.µ., παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση µε το 2017 που ήταν 5,63 ευρώ. Αυτήν τη στιγµή το Κουκάκι έχει ακριβότερο νοίκι από την Εκάλη (6,4 ευρώ ανά τ.µ.). Και να µας συγχωρείτε, αλλά ζώντας σε µια από τις συνοικίες του κέντρου της Αθήνας µε τις παλαιότερες κατασκευές σπιτιών µπορούµε µε βεβαιότητα να πούµε ότι µέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, δεν έχει αλλάξει τίποτα στην ποιότητα των προσφερόµενων για µακροχρόνια ενοικίαση σπιτιών που να δικαιολογεί αυτές τις αυξήσεις. Ακόµα και τα διαµερίσµατα που ανακαινίστηκαν τα τελευταία χρόνια δεν προσφέρονταν στην εγχώρια αγορά των ντόπιων ενοικιαστών, αλλά στους τουρίστες για βραχυχρόνια µίσθωση.
Νοίκι ανάλογο µε τον µισθό µας
Θα το πούµε για ακόµα µια φορά, εάν θέλουµε να µιλήσουµε για αύξηση ή µείωση ενοικίων δεν θα το κάνουµε διαβάζοντας γενικόλογους στατιστικούς πίνακες µε µέσες τιµές ανά τετραγωνικό. Θα πρέπει να βρούµε µία σταθερά, γύρω από την οποία θα γίνεται η όποια σύγκριση. Και αυτήν τη σταθερά δεν θα την καθορίσει η αγορά, αλλά οι ανάγκες µας. Η όποια σύγκριση των ενοικίων θα πρέπει γίνεται αναλογικά µε το ύψος του βασικού µας µισθού και µόνο.Γιατί εάν θέλουµε να µιλάµε για στοιχειώδη κοινωνική πολιτική θα έπρεπε να εξασφαλίζεται για κάθε ανειδίκευτο εργάτη και για κάθε άνεργο η στέγη. Αντ’ αυτού σήµερα,σύµφωνα µε τον κωµικοτραγικό πολιτικό σχεδιασµό: εάν λαµβάνεις επίδοµα ανεργίας δεν δικαιούσαι να λάβεις και το επίδοµα ενοικίου. Προφανώς γιατί οι υπεύθυνοι κοινωνικής πολιτικής σε αυτόν τον τόπο θεωρούν ότι µε 200 ή 400 ευρώ µπορείς να καλύψεις τις βιοτικές σου ανάγκες και το ενοίκιο µαζί.
Το 2016 σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρεται ότι στην Ελλάδα το 84,6% των ενοικιαστών δαπανούν πάνω από το 40% του εισοδήµατός τους για την στέγασή τους, τη στιγµή που ο µέσος όρος στην Ευρώπη είναι στο 20%. Τέσσερα χρόνια µετά, µε τις εµπειρίες και τα βιώµατα των βραχυχρόνιων µισθώσεων και του επενδυτικού προγράµµατος των GoldenVisa, ούτε που θέλουµε να φανταστούµε που βρίσκεται αυτό το ποσοστό. Γιατί εάν το φανταζόµασταν έστω και λίγο, εάν ξεπερνούσαµε έστω και λίγο την µοιρολατρία και τη διάθεση για ατοµική διευθέτηση ζητηµάτων που είναι πέρα για πέρα συλλογικά, τότε θα βρίσκαµε πολλούς λόγους και πολλούς τρόπους να οργανώσουµε τις άµυνές µας. Να διεκδικήσουµε στέγη αξιοπρεπή και σε τιµή αντίστοιχη µε τον µισθό µας.
Μείωση ενοικίου για τους ιδιοκτήτες και όχι για τους ενοικιαστές
Εν µέσω lockdown το ελληνικό κράτος ανακοίνωσε το µέτρο της µείωσης του ενοικίου σε ποσοστό 40%, για όσους βρίσκονταν σε αναστολή της σύµβασης εργασίας τους. Ενώ παρουσιάστηκε ως µέτρο ανακούφισης των ενοικιαστών, στην πραγµατικότητα ήταν ένα µέτρο ενίσχυσης των ιδιοκτητών. Οι ενοικιαστές, παρά τις «σφιχτές» εργασιακές και οικονοµικές καταστάσεις που βιώναµε, έπρεπε να παραµείνουµε συνεπείς στην καταβολή του ενοικίου, το οποίο µπορεί να είναι µειωµένο προέρχεται όµως από µια «οριζόντια» οικονοµική δεξαµενή των 534 ευρώ –όσο ήταν και το επίδοµα που πήραµε όσοι και όσες από εµάς µπήκαµε σε αναστολή σύµβασης εργασίας. Ένα επίδοµα, το οποίο δίνεται από το κράτος ετεροχρονισµένα τη στιγµή που µε ανακοίνωσή της η οµοσπονδία των ιδιοκτητών ακινήτων ζητούσε από το κράτος να στερήσει το δικαίωµα της όποιας µείωσης ενοικίου,σε όσους ενοικιαστές δεν µπορούσαν να το καταβάλουν στην αρχή του µήνα,εµπρόθεσµα.
Οι ιδιοκτήτες στην ουσία έχουν περιορισµένη χασούρα, καθώς από το σύνολο του ενοικίου τους παίρνουν το 60% από εµάς, ενώ από το υπόλοιπο 40%, το 15% περίπου της µείωσης τούς επιστρέφεταιµε τη µορφή έκπτωσης, από τις εισφορές για τον φόρο εισοδήµατος ή του ΕΝΦΙΑ στο τέλος του 2020.
Δεν µπορούµε οπότε, να µιλάµε από την ίδια θέση ενοικιαστές και ιδιοκτήτες. Δεν έχουµε κοινά προβλήµατα και φυσικά σε κάθε περίπτωση οι βεβαιότητες που εµπεριέχει το moto «µένουµε σπίτι» τίθενται υπό αµφισβήτηση, από τη βάση τους.Πόσο µάλλον, εάν υπολογίσουµε και όλους εµάς εκεί έξω που δουλεύουµε ανασφάλιστοι, παραµένοντας και σε αυτές τις
στιγµές αόρατοι, καθώς κανένα µέτρο δεν µας συµπεριλαµβάνει.