top of page

Ανακαταλαµβάνοντας τον δηµόσιο χώρο *

* Η φράση του τίτλου μπορεί να αποδωθεί τόσο στα κινήματα πόλης όσο και στην εξουσία. Από το reclaim the streets το 2003, την κατάληψη της πλατείας συντάγματος το 2011 μέχρι το «Πρέπει να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας» του Αντώνη Σαμαρά  και τις επιχειρήσεις σκούπα του Χρυσοχοΐδη το 2012, ο δημόσιος χώρος αποτέλεσε πάντα ένα πεδίο πάλης.

athens-lockdown-photography-alexandros-m

Σημειώσεις

 

1. Έκδοση ειδικού ΦΕΚ Β 1970/21-05-2020: Επιβολή προσωρινών κυκλοφοριακών µέτρων και ρυθµίσεων στην περιοχή του Κέντρου της Αθήνας προς αντιµετώπιση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19. Τον Οκτώβρη 2020 το ΣτΕ έκρινε άκυρη την απόφαση αυτή: στην υπ.αριθµ.1992/2020 απόφασή του, το Δ’ Τµήµα του ΣτΕ έκρινε ότι τα µέτρα περιορισµού της κυκλοφορίας οχηµάτων στην περιοχή της Πλάκας, αλλά και σε κεντρικές λεωφόρους και οδούς στο κέντρο της Αθήνας «δεν συνιστούν πράγµατι µέτρα περιορισµού της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων και µέσων µεταφοράς επί σκοπώ άµεσης και επιτακτικής ανάγκης αποφυγής του συγχρωτισµού, αλλά αποτελούν αµιγώς κυκλοφοριακές ρυθµίσεις, κατά την έννοια του ΚΟΚ, θεσπίζονται δε επ’ ευκαιρία της αντιµετώπισης της υγειονοµικής κρίσης στη χώρα».

2. Στο πλαίσιο ενός σχεδίου τουριστικής ανάδειξης του αρχαιολογικού µουσείου είχε επιχειρηθεί και παλαιότερα η παραχώρηση του Πολυτεχνείου για τη µετατροπή του σε µουσείο, µία κίνηση που το κράτος θεωρούσε ότι θα λύσει το «πρόβληµα των Εξαρχείων». Ωστόσο αυτό δεν κατέστει δυνατό, εφόσον το Πολυτεχνείο αποτελεί κληροδότηµα αποκλειστικά για ακαδηµαϊκή χρήση. Η ανάπλαση της οδού Τοσίτσα επιχειρεί την µετατροπή της γειτονιάς των Εξαρχείων σε τουριστικό πόλο, κάτι που βέβαια πραγµατοποιείται ήδη µε την επέκταση του Airbnb και την σταδιακή αποµάκρυνση των κατοίκων.

3. Στις αρχές του Νοέµβρη δηµοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη έκθεση αυτοψίας εποπτών δηµόσιας υγείας της Περιφέρειας Αττικής για έναν τυχαίο έλεγχό τους σε σταθµούς του µετρό και του ηλεκτρικού στις 9.45 ενός καθηµερινού πρωινού. Καταγράφουν συνθήκες έντονου συγχρωτισµού στις αποβάθρες και µέσα στους συρµούς, ενώ όλα τα καθίσµατα είναι κατειληµµένα. Η πρότασή τους για να αντιµετωπιστεί αυτό το φαινόµενο είναι ότι θα πρέπει τα δροµολόγια των συρµών να είναι πιο συχνά.

4. Η απόφαση δηµοσιεύτηκε σε έκτακτο ΦΕΚ στις 11 παρά το βράδυ του Σαββάτου 14 Νοέµβρη. Δήλωση του υπουργού ΠΡΟ.ΠΟ. Μ. Χρυσοχοϊδη στις 13/11/20: « Δυστυχώς οι δρόµοι και οι διαδηλώσεις κουβαλάνε ιό και γεννάνε αρρώστια.»

5. Απ΄ ότι φαίνεται το σχέδιο να πληρώσουµε ιδίοις χρήµασι τα επιδόµατα όσων έχουν ανασταλεί οι συµβάσεις εργασίας τους, καλά κρατεί. Το πρώτο σαββατοκύριακο του δεύτερου lockdown (7-8 Νοεµβρίου) ανακοινώθηκαν πρόστιµα ύψους 779 χιλιάδων ευρώ. Το δεύτερο σαββατοκύριακο (14-15 Νοεµβρίου) τα πρόστιµα ήταν ύψους 565 χιλιάδων ευρώ.

Οι χώροι της πόλης αποτελούσαν ανέκαθεν σηµείο συγκρούσεων και η νοηµατοδότησή τους είναι άµεσο αποτέλεσµα αυτών των συγκρούσεων και της οικειοποίησής τους από τους εκάστοτε χρήστες. Τι συµβαίνει όµως την περίοδο της πανδηµίας και ποιές είναι οι διεκδικήσεις των χρηστών αυτών των χώρων εν µέσω περιορισµών;

Η σχέση των κατοίκων των πόλεων µε τους δηµόσιους χώρους όπως θα δούµε έχει αλλάξει και η αναγκαιότητα να τους νιώσουν ξανά δικούς τους, είναι µεγαλύτερη από ποτέ. Οι χώροι της πόλης έχουν αποκτήσει άλλη αξία µέσα στην πανδηµία, εξαιτίας του lockdown, αφού αναπόφευκτα ο τρόπος  που ο κόσµος βλέπει, προσλαµβάνει και χρησιµοποιεί τον δηµόσιο χώρο µέσα σε συνθήκες εγκλεισµού έχει αλλάξει. Τα µέρη που χρησιµοποιούταν περισσότερο για µετακίνηση ή ως επέκταση των µαγαζιών, είναι τώρα εκεί όπου σεργιανίζει ο κόσµος που συναντιέται, που κοιτάζεται, που κοινωνικοποιείται.

 

 

Ανάγκες και επιθυµίες

 

Από την αρχή του πρώτου lockdown, το κράτος επιχείρησε να εδραιωθεί ως ο µοναδικός κυρίαρχος της πόλης. Τα διατάγµατα περιορισµού ή απαγόρευσης της µετακίνησης και ιδίως ο έλεγχος ως προς την σκοπιµότητά της, είναι µια άνευ προηγουµένου προσπάθεια του κράτους να ελέγξει µαζικά τον δηµόσιο χώρο. Το σοκ όµως του εγκλεισµού έφερε στο προσκήνιο τις ανάγκες και τις επιθυµίες µας. Αρχικά µέσω φόβου και κατόπιν καταναγκασµού, υπήρξε µια περιστολή της επιθυµίας, έναντι της ανάγκης. Ο καθορισµός των βιολογικών αναγκών σε ατοµικό επίπεδο, ουσιαστικά περιχαρακώνει το άτοµο στο βασίλειο της ανάγκης και το εξορίζει από το βασίλειο της επιθυµίας. Εξ ου και οτιδήποτε πέραν αυτών των βιολογικών αναγκών ορίστηκε ως άσκοπη µετακίνηση. Έτσι φούντωσε η επιθυµία και µετατράπηκε σε ανάγκη. Το κουτάκι Β6 αποτελεί το πεδίο πειραµατισµών µας και αλληλοδιεργασίας µεταξύ αναγκών και επιθυµιών.

Εδώ και µήνες γίνεται σαφές πως πρέπει να δηλώνουµε ρητά τις επιθυµίες µας. Κατά την διάρκεια του πρώτου lockdown και µόλις υποχώρησε ο φόβος (λόγω χαµηλής µετάδοσης του ιού) υπήρξε µια ξεκάθαρη δήλωση της επιθυµίας για κοινωνικότητα από τον κόσµο. Παράλληλα η επιθυµία για ελεύθερη µετακίνηση επιτελούταν ως άσκηση κορµιών που δεν λογάριασαν ποτέ θερµίδες. Ήταν η κυρία που έκοβε βόλτες πάνω-κάτω στην ταράτσα απέναντι, οι «άσκοπες µετακινήσεις» στους µοναδικούς χώρους που απέµειναν ανοιχτοί –η θέα της Αθήνας από τον λόφο του Φιλοπάππου ποτέ δεν είχε τέτοια αξία. Και εµείς ξαφνικά είµαστε τουρίστες στην πόλη µας. Ανυποµονούµε να την εξερευνήσουµε.

Η πανδηµία έφερε στο προσκήνιο την πραγµατική διάκριση που υπάρχει στον δηµόσιο χώρο. Και αυτή δεν είναι το αν είναι ιδιωτικός ή µη, αλλά αν είναι κοινόχρηστος και ελεύθερος στην πρόσβαση και στη χρήση. Η διάκριση αυτή εκφράστηκε µέσα από το κλείσιµο χώρων όπως το Πεδίον του Άρεως, το πάρκο του Ιδρύµατος Σταύρος Νιάρχος, ο εθνικός κήπος, ενώ για άλλους χώρους αν και επιχειρήθηκε να κλείσουν ή να περιοριστεί η πρόσβαση, αυτό δε στάθηκε δυνατό. Τέτοιοι είναι οι λόφοι του Φιλοπάππου, ο Λυκαβηττός, ο Υµηττός, το πάρκο Τρίτση, το άλσος του Μπαρουτάδικου στο Αιγάλεω, οι οποίοι ήρθαν να ανακουφίσουν τις βιοτικές ανάγκες των πολιτών-κατοίκων δίπλα στα παρκάκια και στις πλατείες της γειτονιάς, στους πεζόδροµους, στα πεζοδρόµια και στο κάθε εκατοστό ελεύθερου χώρου στην πόλη (απελευθερωµένου δε κι από τα τραπεζοκαθίσµατα). Ήταν τόσο έντονη η επιθυµία των πολιτών να βγουν έξω και να χρησιµοποιήσουν τον δηµόσιο χώρο όπως εκείνοι και εκείνες ήθελαν, που ακόµα κι ο spokesperson της κρατικής πολιτικής στο ζήτηµα αντιµετώπισης της πανδηµίας, ο Τσιόδρας, αναγνώρισε ως ανθρώπινη ανάγκη αυτή την επιθυµία (περιοριζόµενος στην αναφορά του στον τοµέα της σωµατικής άσκησης και του περιπάτου). Κι ήταν τόσο ψηλά τα κάγκελα των δηµόσιων χώρων που έµειναν κλειστοί και περιφραγµένοι, που µας υπενθύµισαν ότι δεν είναι ελεύθεροι, αλλά υπόκεινται στον έλεγχο του κράτους κι άλλων φορέων, δηµόσιων ή ιδιωτικών.

 

 

Η «µάχη των πλατειών»

 

Η αξία του δηµόσιου χώρου, σε προσωπικό, συλλογικό αλλά και πολιτικό επίπεδο έγινε περισσότερο εµφανής µε την χαλάρωση αρχικά του φόβου του κόσµου και κατόπιν των µέτρων περιορισµού της µετακίνησης. Είναι µία περίοδος όπου µπορούµε να πούµε ότι κράτος και πολίτες διεκδικούν την πόλη από την αρχή. Αυτό που ονοµάστηκε ως «η µάχη της πλατείας» δεν είναι παρά µία έκφανση της διαµάχης για την χρήση του δηµόσιου χώρου. Το κράτος  (διάµεσου του τρίπτυχου αστυνοµίας, ΜΜΕ, κυβέρνησης) διεκδικεί να εκµεταλλευτεί αυτό το «δηµόσιο κενό» που το ίδιο δηµιούργησε, µέσω της πολιτικής δηµόσιας τάξης που ακολούθησε, ώστε να καθορίσει την όψη, τη σηµασία, τον λόγο και τη χρήση του δηµόσιου χώρου. Κι αυτό έγινε µε πολλούς τρόπους. Από την επίθεση στην «άσκοπη χρήση» της πλατείας από τον νεαρόκοσµο, την προσπάθεια του Δήµου να καρπωθεί την υπεραξία της σηµασίας που έδωσε ο κόσµος στον δηµόσιο χώρο (πλατεία Οµόνοιας, σχέδιο πεζοδροµήσεων), τη «διανοµή» του χώρου στους «νόµιµους ιδιοκτήτες του» δηλαδή στα µαγαζιά (µέσω του ατελούς διπλασιασµού των τραπεζοκαθισµάτων) µέχρι και το νοµοσχέδιο για τις διαδηλώσεις. Γίνεται σαφές ότι µια πολιτική που ωρίµαζε χρόνια στα επιτελεία ξεδιπλώθηκε εκµεταλλευόµενη το σοκ της πανδηµίας.

Φυσικά αυτή η διαµάχη για τον έλεγχο της πόλης δεν είναι καινούργια. Έχει εκφραστεί χωρικά σε δυο επίπεδα τα τελευταία χρόνια, τον κοινόχρηστο χώρο των δρόµων και των πλατειών –του καθηµερινού χώρου µετακίνησης και κυκλοφορίας– και των πάρκων, των λόφων και άλλων δηµόσιων χώρων ψυχαγωγίας, ανάπαυλας και περιπάτου. Σηµείο µε έντονο συµβολισµό σε αυτές τις διεκδικήσεις, υπήρξε η κατάληψη της πλατείας Συντάγµατος το 2011 εν µέσω διαµαρτυριών για το µνηµόνιο. Η σύγκρουση εννοιών που ενσάρκωνε από τη µία το κράτος και οι καταστηµατάρχες και από την άλλη οι διαδηλωτές, είχε κερδηθεί σε µεγάλο βαθµό από την πεποίθηση ότι οι άλλες λειτουργίες της πόλης δεν είχαν τόση σηµασία, όσο τα αιτήµατα των διαδηλωτών.

 

 

Επανασχεδιασµός της πόλης εν µέσω πανδηµίας

 

Η πανδηµία αποτελεί τον δοκιµαστικό σωλήνα για να πειραµατιστεί το κράτος και η κυβέρνηση σε διάφορα πεδία του δηµόσιου χώρου. Η πειθάρχηση και η αυτοπειθαρχία που έδειξαν οι πολίτες κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown µετατράπηκε σε ένα πολύτιµο κεφάλαιο προς αξιοποίηση από το κράτος και την κυβέρνηση. Η απροσδόκητη «εµπιστοσύνη στο κράτος» που προσπαθούν να µας πείσουν ότι έδειξε ο κόσµος  –αντί του φόβου, της ανασφάλειας και της έλλειψης εµπιστοσύνης στο ΕΣΥ– µεταφράστηκε από την κυβέρνηση σε πολιτικό κεφάλαιο, για να προχωρήσει κινήσεις σε διάφορα επίπεδα που είχε εξαγγείλει. Βασική επιδίωξή της φαίνεται να είναι ο έλεγχος, ο οποίος είτε  επιτυγχάνεται µέσω του σχεδιασµού του αστικού τοπίου, είτε µέσω της πειθάρχησης των συµπεριφορών εντός αυτού. Από τον έλεγχο στις µετακινήσεις, µέχρι τον έλεγχο των διαδηλώσεων και από την ανάπλαση των δηµόσιων χώρων µέχρι το κλείσιµό τους, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης αποτελεί το προνοµιακό πεδίο άσκησης κρατικής πολιτικής. Κινήσεις, αποφάσεις, έργα και γεγονότα που σε άλλο πλαίσιο θα είχαν διαφορετική εξέλιξη επιχειρούνται τώρα να αλλάξουν το εννοιολογικό πεδίο που (θα) κινούµαστε. Ακόµα και ο «Μεγάλος Περίπατος», ως ένα project που είδαµε την πειραµατική του εκδοχή να ξεδιπλώνεται εν µέσω του πρώτου lockdown, ενδύθηκε τον µανδύα των µέτρων για τον κορωνοϊό [1], παρόλο που υπάρχει µε διάφορες µορφές ως σενάριο εδώ και χρόνια. Στοχεύοντας στην απόσπαση συναίνεσης επαναλανσάρεται ως συνέχεια των δικών µας κινήσεων, επιθυµιών και αναγκών στο δηµόσιο χώρο.

Ο«Μεγάλος Περίπατος», η ανάπλαση της πλατείας Οµόνοιας, η επερχόµενη ανάπλαση της οδού Τοσίτσα [2], σηµατοδοτούν το νέο µοντέλο σχεδιασµού στο µητροπολιτικό πεδίο. Καθορισµένες και µονοσήµαντες χρήσεις: ποδηλατόδροµος, πεζόδροµος, θέαση και όχι στάση. Τα έντονα χρώµατα που ορίζουν τα όρια της κάθε χρήσης και ενόχλησαν ακόµα και τους αρθρογράφους της Καθηµερινής, επιτελούν έναν συγκεκριµένο ρόλο: την πειθάρχηση σε µια συγκεκριµένη χρήση και σηµασία του χώρου. Έρχονται µάλιστα σε έντονη αντίθεση µε τον χωρίς όρια χώρο που εκτείνεται στην τριλογία της Πανεπιστηµίου, εκεί που δεν ορίζεται επακριβώς τι πρέπει να κάνεις και πού. Ωστόσο ο δρόµος της Πανεπιστηµίου δεν επιλέχθηκε τυχαία για να εφαρµοστεί (έστω και πιλοτικά) το νέο «όραµα» του δηµάρχου Αθηναίων. Αποτελεί τον δρόµο που σηµατοδοτεί τις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις σε µητροπολιτικό και εθνικό επίπεδο. Συνεπώς ο «σχεδιασµός» νέων χρήσεων που σιγά σιγά ανακαλείται, µόνο οπισθοχώρηση δεν αποτελεί από πλευράς του δηµάρχου. Ακόµα και αν η Πανεπιστηµίου επανέλθει στην πρότερή της κατάσταση, το µήνυµα έχει γίνει κατανοητό. Οι χρήσεις και η νοηµατοδότηση της πόλης δεν (θα) ορίζονται από τους κατοίκους της. Το rebranding του Αθηναϊκού κέντρου είναι κάτι που έχει ξεκινήσει και επιχειρείται πολλά χρόνια τώρα, µέσω της τουριστικοποίησης, του εξευγενισµού των γειτονιών του κέντρου (όσων κατοικούνται ακόµα) και του καλέσµατος των επενδυτών και των fund για αγοραπωλησίες ακινήτων. Το κέντρο δεν δύναται να αποτελεί τίποτε παραπάνω από ένα θεµατικό πάρκο για τουρίστες και επενδυτές, στο οποίο φυσικά δεν «χωράνε» διαδηλώσεις, διεκδικήσεις και οτιδήποτε µπορεί να ανατρέψει ή να ταράξει αυτή την «ευρωπαϊκή» εικόνα, που προσπαθούν χρόνια τώρα να δηµιουργήσουν για το αθηναϊκό κέντρο.

 

 

Το δεύτερο lockdown

 

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και µέχρι την εφαρµογή του δεύτερου lockdown, οι χώροι της πόλης αποτέλεσαν και πάλι πεδίο συγκρούσεων, εννοιολογικών και φυσικών. Η σχέση που ανέπτυξαν οι κάτοικοι µε τους χώρους της πόλης άλλαξε. Ο δηµόσιος χώρος αποτέλεσε πεδίο δηµόσιου χρόνου, σχέσεων και κοινωνικοποίησης, οι κάτοικοι συνέχισαν να βρίσκονται εντός τους ακόµα και µετά το άνοιγµα της εστίασης. Τα περιοριστικά µέτρα κλεισίµατος των µαγαζιών στις 12 τα µεσάνυχτα, µετέφεραν στις διπλανές πλατείες και στους πεζόδροµους την κοινωνικοποίηση που λίγο νωρίτερα λάµβανε χώρα στα τραπέζια των µπαρ και των καφενείων. Στις γειτονιές µας πέρα από την πλατεία Μερκούρη, είδαµε το Περιβολάκι και τον πεζόδροµο της Γεωργίου Ολυµπίου στο Κουκάκι να γεµίζουν µε κόσµο. Επιστρατεύοντας για µία ακόµα φορά τα ΜΜΕ και την καταστολή, το κράτος επιχείρησε να περιορίσει τις συναθροίσεις, µε την δικαιολογία της διασποράς του ιού, στοχοποιώντας αυτήν τη φορά τη µη ελεγχόµενη από το κράτος χρήση. Συνεπώς το ζήτηµα δεν ήταν η συνάθροιση καθαυτή, αλλά µε ποιους όρους, από ποιους και πού γίνεται. Οι ελεγχόµενες συναθροίσεις στους χώρους εστίασης και µαζικής κατανάλωσης δεν απασχόλησαν το κράτος και τα ΜΜΕ, εφόσον πραγµατοποιούνταν κάτω από τον µανδύα των µέτρων που είχαν επιβληθεί, η µη ελεγχόµενη όµως αυθόρµητη εξόρµηση στους δηµόσιους χώρους παρουσιαζόταν ως υγειονοµική βόµβα.

Στο δεύτερο lockdown εξελίσσοντας αυτήν τη στρατηγική, επικοινωνιακά και κατασταλτικά, γίνεται σαφές ότι είναι πολύ συγκεκριµένες οι χρήσεις που αποτελούν κίνδυνο και απειλή για τη «δηµόσια υγεία»: η Αθήνα το πρωί από άποψη κινητικότητας δεν θυµίζει σε καµία περίπτωση πόλη σε lockdown, η εργασία-παραγωγή συνεχίζεται κανονικά µε παράλληλο συνωστισµό στα µέσα µαζικής µεταφοράς [3] ενώ το βράδυ αποτελεί πόλη-φάντασµα. Σε αυτές τις συνθήκες ήρθε και η επιβολή για καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας τις ώρες 21:00-05:00, εξαιρώντας πάλι την εργασία. Ακολούθησε η µεταµεσονύχτια απόφαση [4] της απαγόρευσης συναθροίσεων άνω των τριών ατόµων για τέσσερις ηµέρες, από τις 15 µέχρι στις 18 Νοεµβρίου, και της πορείας του Πολυτεχνείου, πάντοτε µε την δικαιολογία της απειλής της δηµόσιας υγείας. Όσο και αν η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Μητσοτάκης εµφανίστηκε πιο «συγκαταβατικός» στο διάγγελµα για την ανακοίνωση του δεύτερου lockdown, λέγοντας µάλιστα πως αυτήν τη φορά δεν θα κλείσουν τα πάρκα, η πραγµατικότητα είναι άλλη. Οι τραµπουκισµοί, οι κατά το δοκούν ερµηνείες του νόµου από την αστυνοµία και η εύκολη επιβολή προστίµων [5] φανερώνουν για ακόµη µια φορά τη µοναδική απάντηση που έχει το κράτος στην υγειονοµική κρίση: έλεγχος, τιµωρία και περιορισµός. Το επίδικο δεν είναι η χρήση του δηµόσιου χώρου, αλλά η µη ελεγχόµενη από το κράτος χρήση του. Το ζήτηµα δεν είναι οι ίδιοι οι χώροι της πόλης αλλά οι σχέσεις και η δυναµική που παράγουν, η συλλογική µνήµη που φέρουν και η οικειοποίησή τους από τους κατοίκους. Δεδοµένα τα οποία έχουν αποδειχθεί απειλητικά για κάθε κυβέρνηση.

Ο δηµόσιος χώρος αποτελεί το πεδίο εκείνο, στο οποίο διενεργούνται όλες οι κοινωνικές διεργασίες, πέρα από το κοµµάτι της «ιδιωτικής σφαίρας», το πεδίο εκείνο στο οποίο διαµορφώνεται µια δυναµική σύγκρουσης, µη αποδοχής και ανατροπής του κυρίαρχου. Η (ανα)διαµόρφωση της ιδέας, της εικόνας και της έννοιας του δηµόσιου χώρου πραγµατοποιείται µε τρόπο τέτοιο ώστε µέσα από µια λογική κοινωνικής µηχανικής, όλες οι διεργασίες εντός του να θεωρούνται προβλέψιµες και εντός του συστήµατος αναπαραγωγής της κυριαρχίας του.

 

Διανύοντας αυτή την περίοδο και αναγνωρίζοντας την διαδικασία επανανοηµατοδότησης των χώρων των πόλεων, όλες και όλοι αναρωτιόµαστε πού καταλήγει η επιβολή αυτής της νέας «κανονικότητας» και ποιες θα είναι οι συνέπειές της για τη χρήση του δηµόσιου χώρου από εδώ και στο εξής. Οι βόλτες, οι περίπατοι, οι µαζώξεις, οι συναθροίσεις και η οποιαδήποτε µετακίνηση στον δηµόσιο χώρο καθορίζονται, εξετάζονται και απαγορεύονται ή επιτρέπονται, ορίζοντας συγκεκριµένους χρόνους και όρους σύµφωνα µε τους οποίους µπορούµε να βρισκόµαστε. Η δυναµική της πόλης εντυπώνεται µέσω των διάσπαρτων και αυθόρµητων κινήσεων, καθώς και των πολύµορφων χρήσεων, διαµορφώνοντας νοήµατα και µνήµες. Σήµερα, η συλλογική µνήµη των χώρων της πόλης διακυβεύεται, µε οποιαδήποτε κίνησή µας, στην καθηµερινότητα της πόλης, να οριστεί ως κοµµάτι, ευχάριστο ή µη, µιας δυστοπίας. Αύριο η εδραίωση αυτής της δυστοπίας θα εκλαµβάνεται ως συνήθεια, µια νέα νόρµα κανονιστικού πλαισίου που θα οριοθετεί την (µετα)κίνησή µας εντός του χώρου και εποµένως τα νοήµατα που θέλουµε να αποδώσουµε εµείς σε αυτόν.

petralona-by-day_i.jpg
bottom of page