Η γειτονιά ως σχέση
Η γειτονιά ως σχέση
Οι "καλές συμπεριφορές" να ανταμείβονται
Ο Σαχζάτ Λουκμάν ήταν ένας πακιστανός εργάτης που δολοφονήθηκε από δύο ναζί, στην Τριών Ιεραρχών τον Γενάρη του 2013. Ο Σαχζάτ Λουκμάν είναι ένας πακιστανός εργάτης που η μνήμη του έχει φωλιάσει την αντιφασιστική ιστορία των γειτονιών μας, καθηλώνει το βλέμμα κάθε φορά που περνάμε από τη γωνία με τη Φυλασίων, όπου το όνομά του είναι αποτυπωμένο με δεκάδες γραφικούς χαρακτήρες στους τοίχους.
Η δολοφονία του Σαχζάτ έγινε λίγους μήνες πριν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και η ποινική της μεταχείριση μέσα σε μια περίοδο που το κράτος έβγαζε στη σέντρα τους (παρα)μηχανισμούς του, προκειμένου να αναδιατυπώσει τις δημοκρατικές ισορροπίες μετά τη δολοφονία ενός έλληνα αντιφασίστα. Ποινικά τα δεδομένα ήταν πολύ συγκεκριμένα. Οι δύο ναζί, ο Λιακόπουλος και ο Στεργιόπουλος, είχαν ομολογήσει τη δολοφονία προβάλλοντας λόγους, φυσικά, όσο γίνεται πιο μακριά από τα ρατσιστικά κίνητρα. Το πρωτόδικο δικαστήριο τους έκρινε ένοχους για ανθρωποκτονία από κοινού και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με την επιβαρυντική περίσταση του ρατσιστικού κινήτρου. Μάλιστα, το ενδιαφέρον δεν είναι στην καταδίκη τους. Είπαμε, τα ποινικά δεδομένα και οι καταθέσεις των μαρτύρων ήταν πολύ συγκεκριμένα. Το ενδιαφέρον έγκειται στον τρόπο που το κράτος οριοθετεί τις συνθήκες, για να κρίνει μια δολοφονία ως ρατσιστική. Και η καθαρογράφηση της πρωτόδικης απόφασης μας δίνει διάφορες τέτοιες λεπτομέρειες:
[...] Είχε πράο και φιλήσυχο χαρακτήρα αποφεύγοντας τις έριδες και τους διαπληκτισμούς. Βρισκόταν στην Ελλάδα έχοντας αποκτήσει πολιτικό άσυλο και εργαζόταν στη λαχαναγορά προσπαθώντας να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του στο Πακιστάν και να αποπληρώσει τα χρήματα για τη μεταφορά του στην Ελλάδα, την ώρα δε που έγινε το συμβάν πήγαινε στην εργασία του στη λαχαναγορά, προκειμένου να δουλέψει από τις 3:00 έως τις 16:30, και ήταν πολύ προσεκτικός κατά τις μετακινήσεις του, γνωρίζοντας για την αύξηση στην Αθήνα των εγκλημάτων ρατσιστικής βίας εις βάρος μελαμψών, μεταναστών μουσουλμανικού θρησκεύματος.
Εδώ έχουμε μια περιγραφή για το πως αντιλαμβάνεται το ελληνικό κράτος έναν μετανάστη. Να παλεύει για το βιοπορισμό του [sic] και μάλιστα σε μια δουλειά κοπιαστική, απ’ αυτές που οι Έλληνες πιθανόν δεν θα επέλεγαν, ενώ παράλληλα μαζεύει λεφτά για να τα στείλει πίσω στην οικογένειά του. Και γι΄αυτό αξίζει αναφοράς και περιστασιακού σεβασμού. Αυτός ο μετανάστης αν δεν είναι, θα πρέπει να νιώθει θύμα, να αποφεύγει τις έριδες και τους διαπληκτισμούς, παρόλο που μπορεί να μην γνωρίζει ότι στην Αθήνα υπάρχει αύξηση των εγκλημάτων ρατσιστικής βίας. Να μην απαντά στις ρατσιστικές προκλήσεις αλλά να σκύβει το κεφάλι και να προχωρά. Να μην υπερασπίζεται τον εαυτό του αλλά είναι προσεκτικός και να αυτοπεριορίζει τις μετακινήσεις του. Με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει να υποθέσουμε ότι εάν ο Λουκμάν, όταν δέχτηκε την επίθεση από τους ναζί, είχε το χρόνο να αντιδράσει, να αμυνθεί ή να κάνει αυτό το κεφαλοκλείδωμα, που τόσο πολύ απασχόλησε το δικαστήριο κατά την εκδίκαση, η δολοφονία του δεν θα ενέπιπτε στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας με ρατσιστικό κίνητρο;
[...] ο δε εξ αυτών Χρήστος Στεργιόπουλος υποστήριξε ότι ενδιαφερόταν για την ασφάλειά του, πλην όμως μη πιστευτά, αφού, αν πράγματι φοβόταν δεν θα επέλεγε τόσο προχωρημένη ώρα για το στρώσιμο της μοτοσικλέτας του, ούτε θα κινείτο σε περιοχή με αυξημένη εγκληματικότητα (Κ. Πετράλωνα).
Τα Πετράλωνα λοιπόν είναι «μια περιοχή με αυξημένη εγκληματικότητα». Τα Πετράλωνα είναι «μια περιοχή όπου συχνάζουν αλλοδαποί μετανάστες». Αυτά τα διαβάζουμε σε δύο σημεία της πρωτόδικης απόφασης και προφανώς αλληλοσυμπληρώνουν το ένα το άλλο. Τα Πετράλωνα έχουν εγκληματικότητα επειδή συχνάζουν αλλοδαποί, αλλά στην περίπτωσή μας ένας αλλοδαπός είναι αυτός που δολοφονήθηκε από δύο έλληνες ναζί. Ο αντιρατσιστικός νόμος, η αντιρατσιστική οπτική του Μικτού Ορκωτού δικαστήριου στο απόλυτο ξεδίπλωμά της και ο κρατικός «αντιφασισμός» στα καλύτερά του!
Η κατοχή 4 σελίδων με την αναγραφή ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ – ΛΑΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ και 117 φυλλαδίων με την αναγραφή «ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΨΗΦΙΣΩ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» εκ μέρους του πρώτου κατηγορουμένου και συνακόλουθα η ύπαρξη των ακραίων πολιτικών πεποιθήσεών του δεν αρκεί από μόνη της για να προσδοθεί ρατσιστικός χαρακτήρας στην αξιόποινη συμπεριφορά αμφοτέρων των κατηγορουμένων [...]
Μάλιστα, μήπως είναι και αυτός ένας ιδιότυπος διαχωρισμός της αγάπης για την πατρίδα και της στιγμής της υπερβολικής έκφρασής της;