top of page

Κουκάκι: μια γειτονιά ανοιχτό ξενοδοχείο

olymp-kouka-psila_c.jpg

Πεζόδρομος Γ. Ολυμπίου και στο βάθος το μνημείο του Φιλοπάππου. Φωτό από το αρχείο του περιοδικού.

Σημειώσεις

 

1. Zukin Sharon (1987), Gentrification: Culture and Capital in the Urban Core, Annual Review of Sociology, vol. 13, pp. 129-147.

2. Judd Dr. and Fainstein S.S (1999), The tourist city,. New heaven, CT, Yale university press.

 

3. David Harvey (2009), Notes towards a theory of uneven geographical development. In: Harvey D (ed.) Spaces of Global Capitalism: A Theory of Uneven Geographical Development. London: Verso, pp. 69–116.

 

4. Ένα τουριστικό site με το ευφάνταστο όνομα visitgreece.gr, το οποίο είναι από τα πρώτα στους αλγορίθμους των αναζητήσεων της Google, περιγράφει με εύγλωττο τρόπο τι έχει να πουλήσει σχεδόν κάθε ελληνική πόλη: «Κάθε ελληνική πόλη έχει το δικό της ιδιαίτερο χρώμα και τον εντελώς δικό της αστικό χαρακτήρα. Ακόμα και πόλεις που απέχουν ελάχιστα μεταξύ τους έχουν να επιδείξουν τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά και χαρίσματα.Η μακραίωνη ιστορία κάθε ελληνικής πόλης και οι τοπικές παραδόσεις δημιουργούν έναν αστικό πολιτισμό πλούσιο σε αποχρώσεις. Τα μνημεία τους, τα περιαστικά τοπία, οι εκδηλώσεις που φιλοξενούν στη διάρκεια του έτους, τα εντελώς ξεχωριστά έθιμα προσφέρουν έναν γοητευτικό, πολύχρωμο “καμβά”, που περιμένει τον επισκέπτη να τον συμπληρώσει με τα δικά του χρώματα.»

 

5. Scott, A. J. (1997), The Cultural Economy of Cities. International Journal of Urban and Regional Research, 21: 323-339.

 

6. Clark, T. N., Lloyd, R. , Wong, K. K. and Jain, P. (2002), Amenities Drive Urban Growth. Journal of Urban Affairs, 24: 493-515.

 

7. Gee C., Makens J. και Choy D. (2004), Τουριστική και Ταξιδιωτική Βιομηχανία, (Τρίτη Έκδοση), ΕΛΛΗΝ.

 

8. Στα μέρη μας τα τελευταία χρόνια αυτή η αντιπαράθεση μετατίθεται στο πεδίο του κοινωνικού και θεσμικού ρατσισμού, όχι μόνο μέσα από τη σύγκριση των απόλυτων αριθμών ανάμεσα σε πρόσφυγες και τουρίστες αλλά και του κέρδους που μπορεί να επέλθει από την καθεμιά απ΄αυτές τις πληθυσμιακές κατηγορίες.

 

9. Τον 17ο αιώνα στη Μ. Βρετανία εμφανίζεται για πρώτη φορά η χρήση της λέξης τουρισμός (tourism), για να περιγράφει εννοιολογικά ο θεσμός του Grand Tour. Του πολύμηνου ή πολυετούς ταξιδιού των αριστοκρατών και των μεγαλογαιοκτημόνων ανά την Ευρώπη, με στόχο την αναζήτηση της πολιτιστικής κληρονομίας της κλασικής αρχαιότητας και της Αναγέννησης. Η λέξη αυτή γρήγορα απέκτησε αρνητικούς συνειρμούς, καθώς περιέγραφε τα ομαδικά βρετανικά ταξίδια που συνοδεύονταν από σχετική υπεροψία απέναντι στους Άλλους.

 

10. Κατερίνα Παπαμιχελάκη, (2016), «Ηδονοβλεψίες και περιπατητές»: Η διαμόρφωση του «αξιοθέατου» μέσα από τρία παραδείγματα ξεναγούμενων περιηγήσεων στην Αθήνα. Διπλωματική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο, ΠΜΣ Κοινωνική και Πολιτισμική Ανθρωπολογία

 

11. Vainikka, Vilhelmiina, (2013), «Rethinking Mass Tourism», Tourist Studies 13(3), σ. 268 -286.

 

12. Ο αριθμός των τουριστών παγκοσμίως το 2018 ήταν 1.4 δις ανθρώπων, σημειώνοντας αύξηση 6%. Η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε στην Μέση Ανατολή και στη βόρεια Αφρική με +10%.

 

13. Έχει διαπιστωθεί από έρευνα (Skeels, 2005) ότι µόνο το 37% των επιβατών των low cost αεροπορικών εταιριών αντιπροσωπεύουν μια μετατόπιση εντός της αεροπορικής αγοράς καθώς το 59% είναι καινούργια ζήτηση.

 

14. Στην ελληνική περίπτωση έχουμε ένα κεντρικό αεροδρόμιο, το Ελευθέριος Βενιζέλος, με πολύ υψηλά τέλη για τις αεροπορικές και πολλά περιφερειακά αεροδρόμια, όπου οι low cost εταιρείες προσπαθούν να κάνουν παιχνίδι. Βλ. και τα τοπικά δημοσιεύματα σχετικά με τη διακοπή των δρομολογίων της Ryanair από το αεροδρόμιο των Χανίων: www.haniotika-nea.gr.

 

15. Πρόκειται για τον τουρισμό των 3S: sun, sand, sea.

 

16. World travel & tourism council, Travel & tourism. City travel & tourism impact 2018: www.wttc.org/-/media/files/reports/economic-impact-research/cities-2018/city-travel--tourism-impact-2018final.pdf (Ανακτήθηκε 7.06.2019)

 

17. Μπορεί τα οικονομικά μεγέθη να είναι δύσκολο να προσδιοριστούν, ωστόσο οι απόλυτοι αριθμοί λένε πολλά. Έτσι στην Αθήνα των 4 εκατομμυρίων κατοίκων τους πρώτους 9 μήνες του 2018 ήρθαν 1,4 εκατομμύρια τουρίστες, 30% περισσότεροι σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.

 

18. Κατερίνα Παπαμιχελάκη, (2016), «Ηδονοβλεψίες και περιπατητές»: Η διαμόρφωση του «αξιοθέατου» μέσα από τρία παραδείγματα ξεναγούμενων περιηγήσεων στην Αθήνα. Διπλωματική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο, ΠΜΣ Κοινωνική και Πολιτισμική Ανθρωπολογία

 

19. Judd Dr. and Fainstein S.S (1999), The tourist city,. New heaven, CT, Yale university press, 

 

20. Τον Ιανουάριο που μας πέρασε, το Αμερικάνικο Κολλέγιο της Θεσσαλονίκης διοργάνωσε ένα συνέδριο για τον τουρισμό. Εκεί βρέθηκαν σχεδόν όλες οι προσωπικότητες του κλάδου και όχι μόνο. Από το πάνελ πέρασαν και οι διευθύνουσες σύμβουλοι δύο (ανταγωνιστικών) εταιρειών δημοσίων σχέσεων, με ειδίκευση στην ταξιδιωτική αγορά και στην παραγωγή οπτικοακουστικού υλικού, οι οποίες συνόψισαν σε τρία σημεία το τι θέλουν σήμερα οι τουρίστες: συναίσθημα, εμπειρίες, προσωπικό ποιοτικό χρόνο.

 

21. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της θέασης της πόλης είναι τα τουριστικά σποτάκια που μπορούν να συνδυάζουν από skate και graffiti, μέχρι αρχαία μνημεία, όπερα και σουβλάκι. Πάντα με χαμόγελο.

 

22. Βλ. και το διαγωνισμό του ραδιοφωνικού σταθμού «Εν λευκώ» με τον εύγλωττο τίτλο «Γίνε Τουρίστας στην πόλη σου!», enlefko.fm/gine-toyristas-stin-poli-soy/

 

23. Στην ίδια σελίδα του Δήμου Αθηναίων όπου διαφημίζεται το πρόγραμμα (This is Athens-Polis -σας θυμίζει κάτι μήπως από μια άλλη «συμμετοχική δράση» στη γειτονιά;) καθαρισμού των τοίχων από ταγκιές και συνθήματα, διαφημίζεται και το αντίστοιχο πρόγραμμα όπου «καλλιτέχνες» ζωγραφίζουν με τον ίδιο τρόπο τα καφάο. Βλέπε και τον άρθρο της Αμαλίας Ζέπου, αντιδημάρχου κοινωνίας πολιτών και καινοτομίας με τον τίτλο «Γκράφιτι ή τέχνη του δρόμου; Ο δήμος Αθηναίων συμμαχεί με φορείς και ιδιώτες κατά της μουτζούρας».

 

24. WTTC: Από τον τουρισμό σχεδόν 25% του ΑΕΠ της Ελλάδας το 2028, Παναγιώτης Υφαντής, 11/04/2018, euro2day.gr

 

25. H γερμανική Fraport, που διαχειρίζεται (μετά από κοινοπραξία με τον όμιλο Κοπελούζου) 14 περιφερειακά αεροδρόμια, ανακοίνωσε για την επόμενη τετραετία επενδύσεις 400 εκατομμυρίων ευρώ σε 12 από αυτά, με στόχο την αύξηση της επιβατικής τους κίνησης.

 

26. Ο αριθμός των ξενοδοχειακών μονάδων αυξήθηκε σε ποσοστό 9,9% το 2017 σε σχέση με το 2004 (8.899 μονάδες) σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Μέσα στο 2019 αναμένονται να έχουν ολοκληρωθεί 9 νέα ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας, από την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα. Στην Κρήτη, όπου το 2018 καταγράφηκαν 4,5 εκατομμύρια αφίξεις στα αεροδρόμια του Ηρακλείου και των Χανίων, μέσα στην άνοιξη εκδόθηκαν 10 οικοδομικές άδειες για την κατασκευή ξεονοδοχείων τεσσάρων και πέντε αστέρων.

 

27. McKinsey&Company, Athens Office, (2011), Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά: Προσδιορίζοντας το νέο Εθνικό Μοντέλο Ανάπτυξης.

 

28. Lily M. Hoffman, Susan S. Fainstein, Dennis R. Judd, Cities and visitors : regulating people, markets, and city space, Blackwell Publishing Ltd, 2003

 

29. Zervas, G., Proserpio, D. and Byers, J. W., The Rise of the Sharing Economy: Estimating the Impact of Airbnb on the Hotel Industry, Journal of Marketing Research, 54(5), 2017, σ. 687–705, 10.1509/jmr.15.0204 (Ανακτήθηκε 7.06.2019).

 

30. Το φθινόπωρο του 2018 ιδιοκτήτης ιταλικής ιστοσελίδας καταδικάστηκε σε 9 μήνες φυλάκισης από δικαστήριο για την ανάρτηση ψεύτικων κριτικών στο Trip Advisor. Εντοπίστηκε από τεχνικούς της ίδιας της εταιρείας. Η καταδίκη αυτή μπορούμε να υποθέσουμε ότι λειτουργεί και ανάποδα, δεν εκθέτει το site, αλλά αντίθετα ενισχύει την αξιοπιστία του, καθώς είναι το ίδιο που φρόντισε να καθαρίσει την «υπηρεσία» του.

 

31. Grand Thornton, Λειτουργία και επίδραση της Οικονομίας Διαμοιρασμού στον ξενοδοχειακό κλάδο στην Ελλάδα, 2015.

 

32. Έτσι για παράδειγμα ο Νέος Κόσμος τείνει να συμπεριληφθεί στην τουριστική και κτηματομεσιτική περιοχή αναφοράς της Ακρόπολης.

 

33. Την άνοιξη του 2018 το Gurdian είχε ανακοινώσει σχετικό slum tour (τουριστικό πακέτο 7 ημερών στην Αθήνα) έναντι 2,5 χιλιάδων στερλινών. Ύστερα από αντιδράσεις που εκκινούσαν από τη μοναδική στο είδος της –ελληνική– αξιοπρέπεια, τελικά ακυρώθηκε. Τα slum tour όμως γίνονταν και συνεχίζουν να γίνονται σε άλλες γωνιές της γης: στα γκέτο του Γιοχάνεσμπουργκ, στις φαβέλες της Βραζιλίας, στις παραγκουπόλεις της Ινδίας, στις φτωχογειτονιές της Νότιας Αμερικής. Βλ. και Μάρθα Κίσκιλα, Slum tourism: όταν η φτώχεια γίνεται τουριστικό αξιοθέατο, tvxs.gr, , Μάιος 2018 (Ανακτήθηκε 7.06.2019).

 

34. Fainstein, S. & Gladstone, D. (1999). Evaluating urban tourism. In D. Judd and S. Fainstein (Eds.), The Tourist City. New Haven, CT: Yale University Press, pp. 21-34.

 

35. Dennis R. Judd. (1999) Constructing the tourist bubble- From The tourist city, In D. Judd and S. Fainstein (Eds.), The Tourist City. New Haven, CT: Yale University Press, pp. 35–53.

 

36. Maitland R and Newman P (2008) Visitor-host relationships: conviviality between visitors and host communities. In: Hayllar B, Griffin T, and Edwards D (eds), City Spaces–Tourist Places: Urban Tourism Precincts, New York and London: Elsevier, pp. 223–242.

 

37. Spirou C (2011) Urban tourism and urban change: Cities in a global economy. New York and London: Routledge.

 

38. Cocola Gant, Struggling with the leisure class: tourism, gentrification and displacement, PhD Thesis, 2018. Cardiff University.

 

39. Γεωργία Αλεξανδρή, Οι διαδικασίες gentrification στο κέντρο της Αθήνας τον καιρό της κρίσης, ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 24, 2014, σελ. 39-52.

 

40. Atkinson R (2000) Measuring gentrification and displacement in Greater London. Urban Studies 37(1): 149–165

 

41. Lees L, Slater T and Wyly E (2008) Gentrification. London and New York: Routledge.

 

42. Ley D (1996) The new middle class and the remaking of the central city. Oxford: Oxford University Press

 

43. Smith N (1979) Toward a theory of gentrification a back to the city movement by capital, not people. Journal of the American Planning Association 45(4): 538–548.

 

44. Ανακοίνωση της Airbnb, Νέα Έρευνα: Η κοινότητα της Airbnb συνεισφέρει 69 εκ. ευρώ στην Ελληνική Οικονομία, Αθήνα, 2015, www.airbnbcitizen.com/wp-content/uploads/2015/04/Athens-Greek.pdf (Ανακτήθηκε 7.06.2019).

 

45. Wachsmuth, David & Weisler, Alexander, Airbnb and the Rent Gap: Gentrification Through the Sharing Economy. Environment and Planning A: Economy and Space, 10.1177/0308518X18778038.

 

46. Cocola Gant, Struggling with the leisure class: tourism, gentrification and displacement, PhD Thesis, 2018. Cardiff University.

 

47. Wachsmuth David & Weisler Alexander, Airbnb and the Rent Gap: Gentrification Through the Sharing Economy. Environment and Planning A: Economy and Space, 2018.

 

48. Segú, Mariona (2018): Do short-term rent platforms affect rents? Evidence from Airbnb in Barcelona.

 

49. Marcuse P (1985) Gentrification, abandonment, and displacement: Connections, causes, and policy responses in New York City. Journal of Urban and Contemporary Law 28: 195–240.

 

50. Cocola Gant, Struggling with the leisure class: tourism, gentrification and displacement, PhD Thesis, 2018. Cardiff University.

 

51. Marcuse P (1985) Gentrification, abandonment, and displacement: Connections, causes, and policy responses in New York City. Journal of Urban and Contemporary Law 28: 195–240.

 

52. Αυτές οι πιέσεις περιγράφουν όλες τις στρατηγικές των ιδιοκτητών για να διώξουν τους ενοικιαστές, περιλαμβάνοντας μεγάλες αυξήσεις στα νοίκια, παραμέληση του κτιρίου αλλά και παρενόχληση σε προσωπικό επίπεδο (Marcuse, 1985; Slater, 2017; Smith, 1996). Βλ. και στις επόμενες σελίδες τις συνεντεύξεις στο πλαίσιο της έρευνάς μας.

 

53. Στην περίπτωση του Κουκακίου και της Μακρυγιάννη το 83% των διαθέσιμων ακινήτων διατίθεται για βραχυχρόνιες μισθώσεις. Σε απόλυτα νούμερα: 732 ακίνητα έναντι 147 που διατίθενται για μακροχρόνια μίσθωση. Η αναλογία τιμής της βραχυχρόνιας προς την μακροχρόνια είναι 5 προς 1. Στοιχεία από έρευνα που παρουσίασε τον Φεβρουάριο του 2019 το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος.

 

54. Τον Δεκέμβρη που μας πέρασε πετύχαμε τοιχοκολλημένο στη Δημητρακοπούλου το παρακάτω φιξαρισμένο (μάλλον) κάλεσμα για το Μονομελές Πρωτοδικείο της Ευελπίδων, στο οποίο προσέφυγαν κάποιοι ένοικοι πολυκατοικίας από το Πεδίον του Άρεως. Η προσφυγή έγινε εναντίον ενός ιδιοκτήτη άλλου διαμερίσματος της ίδιας πολυκατοικίας, με το αίτημα της απαγόρευσης των βραχυχρόνιων μισθώσεων σε αυτήν, καθώς δεν προβλέπονται από τον κανονισμό. Το κάλεσμα, μεταξύ άλλων,­ ανέφερε: «Κάτοικοι της Αθήνας, ταλαιπωρείστε και εσείς με τα διαμερίσματα της Airbnb; Σας ξυπνάνε μέσα στη νύχτα τα πάρτι; Βλέπετε αγνώστους να παίρνουν κλειδιά της εισόδου; Πληρώνετε τα "σπασμένα" για τα ασανσέρ που χαλάνε, τα φρεάτια που βουλώνουν, τις διαλυμένες κλειδαριές; Ό,τι βλέπετε είναι μόνο η αρχή! Να μην αφήσουμε τις πολυκατοικίες μας, που με τόσο κόπο συντηρούμε, να απαξιωθούν. Να μην αφήσουμε να μας κάνουν τη ζωή αφόρητη...». Στο κείμενο είχε προστεθεί με μια χειρόγραφη σημείωση η γραμμή του τρόλεϊ που περνά από τη γειτονιά μας και πηγαίνει στα δικαστήρια.

 

55. Ο Παρθενώνας και το Μουσείο της Ακρόπολης είναι δύο τοπόσημα της πόλης μας, που παράγουν πολιτιστική τουριστική αξία. Ο Παρθενώνας, ένα από τα πρώτα μνημεία που η UNESCO συμπεριέλαβε στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς, δεν αποτελεί μόνο ένα παράδειγμα δημιουργικής ευφυίας του ανθρώπου αλλά λειτουργεί και ως σύμβολο της άμεσης δημοκρατίας, μια μαρτυρία της αρχαίας κλασικής παιδείας. Το Μουσείο της Ακρόπολης, άμεσα συνυφασμένο με το βράχο, είναι το μουσείο που περιλαμβάνουν οι περισσότεροι ταξιδιωτικοί πράκτορες στο πρόγραμμά τους, καθώς στριμώχνεται σίγουρα ανάμεσα στο συμπιεσμένο χρόνο των τουριστών στην Αθήνα. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2018, για λογαριασμό της Ένωσης Ξενοδόχων Αθήνας, Αττικής και Αργοσαρωνικού σε δείγμα 1.500 πελατών ξενοδοχείων, για το 81% η Αθήνα είναι προορισμός διακοπών με μεγάλο αρχαιολογικό / πολιτιστικό ενδιαφέρον.

 

56. Τον Ιανουάριο του 2019 το υπουργείο υποδομών έδωσε την έγκρισή του στην εταιρεία «Ανάπλαση Αθήνας Α.Ε.», να ξαναθέσει σε κίνηση το σχέδιο για την ανάπλαση του κέντρου της πόλης. Βασική προτεραιότητα της εταιρείας είναι να συνεχίσει το έργο της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας μέσω της πεζοδρόμησης της Βασιλίσσης Όλγας μέχρι το Παναθηναϊκό Στάδιο. Επιπλέον, ένα άλλο σχέδιο πεζοδρομήσεων, ανάδειξης κλασικών κτιρίων και αναβάθμισης πλατειών στο ιστορικό κέντρο, το οποίο έχει διαμορφωθεί εδώ και χρόνια, περιλαμβάνει και το Αρχαιολογικό Μουσείο στην Πατησίων, με την πεζοδρόμηση ή τη δημιουργία ζωνών πρασίνου στους γύρω δρόμους.

 

57. Βλ. και το κείμενο «Κατοικία, μια σχέση»: Όπως έχουν επανελλειμένα θέσει διάφορα think tank σχετικά με την οικονομία της Ελλάδας, ένα από τα βασικά ζητήματα είναι η μικροιδιοκτησία και η κλίμακα των επιχειρήσεων που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη οικονομιών που θα μπορέσουν να ανταγωνιστούν στο παγκόσμιο σύστημα.

 

58. www.insider.gr/eidiseis/oikonomia/80072/mitrakos-ptosi-418-ton-timon-ton-akiniton-mesa-stin-krisi.

 

59. Σε έρευνα της Airbnb που διεξήχθη από τον Οκτώβριο του 2013 μέχρι τον Οκτώβριο του 2014, από την κοινότητα των host το 31% δήλωσε ως απασχόληση κάποια δημιουργική εργασία (τέχνες, πολιτισμό, ντιζάιν, κ.α.), Airbnb’s positive impact in Athens, Airbnb.

 

60. Aribnb: δηλώνει ότι νοικιάζει διαμερίσματα στην Ελλάδα με αριθμό μητρώου ΕΟΤ, Πουτέτση Χριστίνα,16.4.2013, ηλεκτρονική έκδοση του www.tovima.gr.

 

61. Νόμιμη η ενοικίαση σπιτιών μέσω Airbnb στην Ελλάδα με τις ευλογίες του νέου μνημονίου; 28.11.2015, news247.gr.

 

62. Απογειώθηκαν οι μεταβιβάσεις ακινήτων το 2018, Προκόπης Χατζηνικολάου, 10.2.2019, Καθημερινή.

 

63. Ράλι της οικοδομικής δραστηριότητας σε Αττική λόγω Airbnb, Νίκος Ρουσάνογλου, 13.10.2018, Καθημερινή.

 

64. Αναθερμαίνεται η ζήτηση για νέα δάνεια, Ευγενία Τζώρτζη, 07.05.2019, Καθημερινή.

 

65. Στα χέρια επαγγελματιών τα μισά ακίνητα με μισθώσεις τύπου Airbnb, Νίκος Ρουσάνογλου, 15.2.2019, Καθημερινή.

 

66. Νέα αγορά διαχείρισης ακινήτων δημιουργούν οι μισθώσεις Airbnb, Νίκος Ρουσάνογλου, 6.3.2018, Καθημερινή.

 

67. Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας προώθησης επενδύσεων Enterprise Greece από τις 21 άδειες του 2013, οπότε και ξεκίνησε το πρόγραμμα, φτάσαμε στις 1.532 το 2016, στις 2.493 το 2017 και στις 3.620 άδειες το 2018. Οι επενδυτές προέρχονται από την Κίνα (1945), τη Ρωσία (423), την Τουρκία (384), τον Λίβανο και την Αίγυπτο (119), την Ουκρανία (81), το Ιράν (79), το Ιρακ (76), την Ιορδανία (65), τη Συρία (55) και άλλες χώρες. Όλοι αυτοί απέκτησαν 1.143 ακίνητα στην Αθήνα, 698 στον Πειραιά, 644 στην Παλλήνη, 198 στον Πολύγυρο, 139 στα Χανιά, 120 στην Θεσσαλονίκη, 64 στην Ερμούπολη, 60 στην Κέρκυρα, 51 στην Κόρινθο, 36 στην Λευκάδα και 197 σε άλλες περιοχές. Συνολικά τα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί αγγίζουν το 1 δις ευρώ.

 

68. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση Παπαευαγγέλου η οποία απασχόλησε στα μέρη μας τη δημοσιότητα τον Οκτώβριο του 2018. Αυτός ο τύπος λοιπόν, όχι κάποιος τυχαίος αλλά ο αντιπρόεδρος των Jumbo, χρησιμοποιώντας POS έκανε συναλλαγές με κινέζους επενδυτές «σπάζοντας» το συνολικό ποσό σε πολλά μικρότερα που τα παρουσίαζε σαν μεμονωμένες ιδιωτικές συναλλαγές, παρακάμπτοντας με αυτό τον τρόπο και τα ανταλλάγματα που έπρεπε να αποδοθούν στο κινέζικο κράτος για την εξαγωγή συναλλάγματος. Επιπλέον ο Παπαευαγγέλου υπερτιμούσε τις τιμές των ακινήτων επιστρέφοντας τη διαφορά από την πραγματική τιμή με κατάθεση σε λογαριασμούς των κινέζων αγοραστών. Για τον λόγο που συνέβαινε αυτό διαβάστε μία από τις συνεντεύξεις της έρευνάς μας, στην σελίδα 37.

 

69. Μια τέτοια πρόσφατη έρευνα είναι αυτή της εταιρείας Grant Thornton για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Τα συμπεράσματα της έκθεσης είναι ότι το 10% της τουριστικής δαπάνης (1,9 δις ευρώ) αφορά την οικονομία του διαμοιρασμού, ότι οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν 9,3%, ότι η μείωση των δημοσίων εσόδων έφτασε τα 300 εκατομμύρια ευρώ και ότι χάθηκαν 36.560 θέσεις εργασίας καθώς στην οικονομία του διαμοιρασμού υπάρχει η αθέατη εργασία. Βλ. Οι αρνητικές επιπτώσεις των μισθώσεων τύπου Airbnb και τα έσοδα «μαμούθ», 5.2.2019, ηλεκτρονική έκδοση του Ελεύθερου Τύπου.

 

70. "Σε σύμπνοια με τους «οικιστές» ήταν δύο σημαντικοί φορείς του τουρισμού, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων και ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), που ζητούν να δοθεί η δυνατότητα νομιμοποίησης πολεοδομικών παρανομιών τουριστικών μονάδων σε δάση και αιγιαλούς. «Κρίνουμε ότι πρέπει ο νομοθέτης να επανεξετάσει τι θεωρείται δασική έκταση και τι όχι. Στο οικοσύστημα δεν υπάγονται μόνο τα φρύγανα και η χαμηλή αραιή βλάστηση, αλλά και ο άνθρωπος που έχει και αυτός την ανάγκη να αναπτυχθεί, να απασχοληθεί και να επιβιώσει», αναφέρει η τοποθέτηση του ΣΕΤΕ». "Μάχη" για τις οικιστικές πυκνώσεις, Γιώργος Λιαλιός, 30.1.2019, εφημερίδα Καθημερινή.

 

71. Ηλίας Ζ. Μπέλλος, Ζητούνται 600.000 επιπλέον τουρίστες, Καθημερινή, 2.3.2019. (Ανακτήθηκε: 7.6.2019)

 

72. Νίκος Ρουσάνογλου, Στα χέρια επαγγελματιών τα μισά ακίνητα με μισθώσεις τύπου Airbnb, Καθημερινή, 15.2.2019. (Ανακτήθηκε: 7.6.2019)

ΕΡΕΥΝΑ

 

Στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού (2017) αναρωτηθήκαμε κατά πόσο βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία gentrification στο κέντρο της Αθήνας και αν η άνοδος των ενοικίων στην περιοχή των Πετραλώνων αποτελούσε κομμάτι μιας τέτοιας διαδικασίας. Σε αυτή μας την αναζήτηση είχαμε εξετάσει τη συμβολή του πολιτισμικού κεφαλαίου στην ανασημασιοδότηση μιας περιοχής και στην άνοδο της αξίας της, καθώς και του αυξημένου στρατηγικού του ρόλου στην ανάπτυξη των μεταβιομηχανικών πόλεων [1].

 

Σε αυτό το τεύχος θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη συμβολή ενός συγκεκριμένου είδους τουρισμού, του αστικού τουρισμού, στο μετασχηματισμό του κέντρου της Αθήνας και το ρόλο του Airbnb σε αυτήν τη διαδικασία, επικεντρώνοντας το ερευνητικό μας ενδιαφέρον στην περιοχή του Κουκακίου. Σύντομα μέσα από τις θεωρητικές αναζητήσεις και την έρευνά μας καταλήξαμε και πάλι στο gentrification, με τη διαφορά ότι εδώ, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν είναι μια απλή υπόθεση αλλά η πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα αόρατη και συνεχής, που δεν περιλαμβάνει απαραίτητα οικοδομικές ανακατατάξεις εκ των θεμελίων, αλλά εξελίσσεται διαμέρισμα το διαμέρισμα.

 

Τουρισμός και αστική ανάπτυξη

 

Η στρατηγική της ανάπτυξης που αναδύθηκε στις μεταβιομηχανικές πόλεις -εκεί όπου το κτηματικό κεφάλαιο έπρεπε να ανακαλύψει νέα περιθώρια κέρδους, απέναντι στην υποχώρηση της αξίας των περιοχών που εγκαταλείφθηκαν από τη βιομηχανία ή από τις επιχειρήσεις και τους κατοίκους τους- στράφηκε προς τις οικονομίες των υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας και κατανάλωσης [2]. Μία πτυχή αυτής της στρατηγικής ανάπτυξης αποτελεί η στροφή στον αστικό τουρισμό (city break) και στην προσέλκυση τουριστών. Η τουριστική βιομηχανία αποτελεί έναν αυξανόμενο οικονομικό κλάδο που επηρεάζει άμεσα τις πόλεις. Στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν τουρίστες, οι πόλεις αναπτύσσουν στρατηγικές επέμβασης που έχουν ως στόχο κυρίως, τον εξωραϊσμό της εικόνας τους. Οι εκτεταμένες αναπλάσεις περιοχών, η δημιουργία ή συντήρηση της εμβληματικής αρχιτεκτονικής και των τοπόσημων, όπως και η αξιοποίηση (σχεδόν απομύζηση) της πολιτιστικής κληρονομιάς, που μπορεί να έχουν από το κοντινό ή μακρινό τους παρελθόν, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα των νέων στρατηγικών. Στο πλαίσιο της ανταγωνιστικότητας οι πόλεις προσπαθούν να προβληθούν και να πετύχουν συγκριτικό πλεονέκτημα. Ο ανταγωνισμός των πόλεων, είτε ως απότοκο του νεοφιλελευθερισμού είτε ως απόρροια της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης του καπιταλισμού [3], καταλαμβάνει κομβικό ρόλο στη στρατηγική της αστικής ανάπτυξης διεθνώς.

 

Στην καπιταλιστική οικονομία κάθε πόλη είναι και ένα brand name [4], μοναδικό και αυτόνομο, το οποίο να μπορεί να σταθεί επικοινωνιακά και διαφημιστικά ώστε να βγαίνει στην αγορά και να προσελκύει επενδυτικό και τουριστικό κεφάλαιο. Υλοποιώντας μια σειρά από δράσεις, οι πόλεις αναζητούν τη μοναδικότητα και τον εμπλουτισμό των τουριστικών τους προϊόντων, με στόχο τη διαφοροποίησή τους από ανταγωνιστικούς προορισμούς. Βασικό στοιχείο σε αυτή την προσπάθεια είναι η αναδιαμόρφωση της εικόνας τους (reimaging). Ο σύγχρονος σχεδιασμός των πόλεων φέρνει στο επίκεντρο το κτιστό περιβάλλον και τον ελεύθερο δημόσιο χώρο, δίνοντας μεγάλη σημασία στην προώθηση των όποιων τοπικών χαρακτηριστικών τους, ώστε να γίνουν πιο ελκυστικές. Αυτή η διαδικασία επιτυγχάνεται με την εκτέλεση προγραμμάτων εξυγίανσης των περιοχών και αναπλάσης των ιστορικών τους κέντρων. Σε αυτό το πλαίσιο ο πολιτισμός αναδεικνύεται ως ο βασικός μοχλός ανάπλασης των περιοχών. Από το Δουβλίνο και το Μπιλμπάο μέχρι το κέντρο της Αθήνας και τον «μεγάλο περίπατο» της Διονυσίου Αεροπαγίτου / Αποστόλου Παύλου, η παραγωγή πολιτισμού και πολιτιστικής αξίας λαμβάνει κεντρικό ρόλο στη διαδικασία παραγωγής χώρου και ανασημασιοδότησης της πόλης [5, 6]. Το πολιτιστικό αυτό κεφάλαιο αποκτά διπλή αξία τόσο στην εσωτερική κτηματομεσιτική αγορά όσο και στην παγκόσμια τουριστική αγορά.

 

Έχει ορισμό ο τουρίστας;

Ο τουρίστας εννοιολογικά έχει προσεγγιστεί επανειλημμένα σε μια προσπάθεια να διαχωριστεί από άλλες κατηγορίες όπως ο επισκέπτης, ο κάτοικος, ο ταξιδιώτης, ο μετανάστης κ.α.. Ο ορισμός που προτάθηκε σε ένα συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών για τα ταξίδια και τον τουρισμό, το οποίο έλαβε χώρα στη Ρώμη, περιελάμβανε: «κάθε άτομο που επισκέπτεται μία χώρα διαφορετική από αυτή στην οποία κατοικεί, για οποιονδήποτε λόγο εκτός από εκείνον της αμειβόμενης εργασίας στη χώρα προορισμού» [7].

 

Η έννοια του τουρισμού προσεγγίζεται συνήθως από δυο οπτικές, την οικονομική και την κοινωνιολογική. Σύμφωνα με την πρώτη οπτική ο τουρισμός αντιμετωπίζεται ως δραστηριότητα που παράγει αξία, ως ένας ξεχωριστός κλάδος της οικονομίας των υπηρεσιών, ορίζοντας μάλιστα την έννοια της «τουριστικής βιομηχανίας». Στον ορισμό του τουρίστα δεν συμπεριλαμβάνεται αυτός ο οποίος μετακινείται με σκοπό την αμειβόμενη εργασία ή την μετανάστευση [8], παρόλο που ως τουρισμός νοούνται και ταξίδια που γίνονται για επαγγελματικούς σκοπούς. Στη δεύτερη οπτική ο τουρισμός αποκωδικοποιείται ανάλογα με τις κοινωνικές σχέσεις που παράγει μέσα από την ανακάλυψη του Άλλου, της αυθεντικότητας, του ταξιδιού. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι στην οικονομική προσέγγιση συνήθως, δεν περιλαμβάνονται οι επισκέπτες (visitors) που διαμένουν σε φίλους και συγγενείς, παρότι αποτελούν σημαντικό κομμάτι των ταξιδιωτών. Εντέλει ο τουρίστας, στην οικονομική προσέγγιση, είναι άμεσα συνδεδεμένος με την έννοια της κατανάλωσης.

 

Η ανάγκη για ταξίδια με στόχο την ξεκούραση και την αναψυχή δεν είναι κάτι νέο στην ιστορία, όπως τεκμηριώνεται μέσα από τις καταγεγραμμένες εμπειρίες ταξιδιωτών ανά τους αιώνες. Βέβαια γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι αυτές οι εμπειρίες αφορούν μια μικρή κατηγορία ανθρώπων, κοινωνικά και οικονομικά προνομιούχων [9]. Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και του φορντισμού, ιδιαίτερα από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, τα ταξίδια γίνονται στοιχείο της αστικής κουλτούρας. Όπως σημειώνεται «Η πορεία της νεωτερικότητας και του καπιταλισμού τον 19ο και τον 20ο αιώνα –ανάπτυξη των μαζικών μεταφορών, γενίκευση της εκπαίδευσης, ανάδειξη της μεσαίας τάξης και καθιέρωση του εργασιακού δικαιώματος στον ελεύθερο χρόνο και στις διακοπές, μεταξύ άλλων- είχε ως αποτέλεσμα ο τουρισμός σταδιακά να “μαζικοποιηθεί”, να παγκοσμιοποιηθεί, καθώς και να “εκδημοκρατιστεί”» [10].

Μαζικός τουρισμός

Ο μαζικός τουρισμός διεθνώς έχει να κάνει περισσότερο με τη μορφή οργάνωσής του παρά με το περιεχόμενό του. Όπως υποστηρίζει η V. Vainikka: «Η έννοια του “μαζικού” τουρισμού σπανίως ορίζεται σαφώς στις μελέτες, αλλά συνδέεται συνήθως με τους τρόπους μετακίνησης, τη μαζική παραγωγή και κατανάλωση προκαθορισμένων τουριστικών προϊόντων, καθώς και με τους «μαζικοποιημένους» τουριστικούς προορισμούς που έκαναν την εμφάνισή τους μεταπολεμικά λόγω της ραγδαίας τουριστικής ανάπτυξης.» [11]

 

Ο Thomas Cook είναι ο άνθρωπος που έχει καταγραφεί ως πρόδρομος του μαζικού τουρισμού. Γεννημένος στη Μελβούρνη το 1808, μένει ορφανός από πατέρα σε μικρή σχετικά ηλικία και λίγο αργότερα ταξιδεύει στην Αγγλία με την ιδιότητα του ιεραπόστολου. Οι πιο μετριοπαθείς βιογραφίες που θα συναντήσει κανείς για τον Cook, τον παρουσιάζουν ως «τουριστικό πράκτορα». Οι πιο φαντασμαγορικές εκδοχές τους κάνουν λόγο για τον «πατέρα του σύγχρονου τουρισμού» και για τον «πρωτοπόρο του ταξιδιού». Αυτό στο οποίο θα σταθούμε εμείς εδώ είναι η επιχειρηματική του εφευρετικότητα –μοναδική για την εποχή της– που αφορά την οργάνωση των πρώτων περιηγήσεων σε ιταλικό έδαφος, το 1864. Εκεί λοιπόν, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα ομαδικά γκρουπ περιηγητών και τα πακέτα προσφορών, τα οποία έριξαν κατά πολύ το κόστος των ταξιδιών: ο Cook διαπραγματεύτηκε με ξενοδόχους για να κερδίσει καλύτερες τιμές στα καταλύματα και στα φαγητά (το 1868 καθιέρωσε το λεγόμενο «κουπόνι ξενοδοχείων», το οποίο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι ταξιδιώτες αντί χρημάτων στα ξενοδοχεία όπου διέμεναν). Τύπωσε επίσης ένα κουπόνι με το οποίο οι ταξιδιώτες θα μπορούσαν να ταξιδέψουν με περισσότερα από ένα τρένα, σε προκαθορισμένα δρομολόγια ανά την ιταλική επικράτεια. Τέλος εξέδωσε το 1874 ένα είδος «ταξιδιωτικής επιταγής» που επέτρεπε στους τουρίστες να συναλλάσουν το τοπικό νόμισμα με ένα χαρτονόμισμα που τύπωνε ο ίδιος ο Cook. Οι πελάτες του Cook, όπως είναι φυσικό, αρχικά προέρχονταν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της Μ. Βρετανίας. Σύντομα όμως, αυτή η προς τα κάτω διαπραγμάτευση των τιμών, σε συνδυασμό με τη συνεχή βελτίωση των μεταφορικών μέσων της εποχής (κυρίως του σιδηροδρόμου), θα αλλάξει την κοινωνική σύνθεση των ανθρώπων που ενδιαφέρονται και μπορούν να αποκτήσουν κάποιο τουριστικό πακέτο.

 

Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο μύλο του τουρισμού. Η μαζική οργάνωση των ταξιδιών μέσω πρακτορείων, πακέτων, αεροπορικών εταιριών, ξενοδοχείων all-inclusive, κρουαζιερόπλοιων κ.τ.λ. έχει οδηγήσει στην υπερανάπτυξη ορισμένων προορισμών που κατακλύζονται από τουρίστες [12]. Ιδιαίτερα η ανάπτυξη των low cost (χαμηλού κόστους) αεροπορικών εταιριών έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο, στην εξάπλωση και διόγκωση του φαινομένου. Οι πρώτες εταιρείες χαμηλού κόστους εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ με την Southwest Airlines το 1971 και στην Ευρώπη στις αρχές του 1990, όταν και απελευθερώθηκε η αγορά των αερομεταφορών. Τότε πρωτοεμφανίζεται η πασίγνωστη Ιρλανδική εταιρεία Ryanair, η οποία προηγουμένως ήταν μια συμβατική αεροπορική εταιρεία. Οι εταιρίες αυτές αύξησαν σημαντικά τον μέσο όρο των μετακινήσεων [13] ιδιαίτερα για εποχικούς και περιφερειακούς προορισμούς. Η αναζήτηση φθηνών περιφερειακών αεροδρομίων, ως στρατηγική μείωσης του κόστους του ταξιδιού, επηρέασε σημαντικά τους τουριστικούς προορισμούς μικρότερης εμβέλειας, οι οποίοι διαγκωνίζονται για την προσέλκυσή low cost εταιριών [14].

 

Οι προορισμοί και τα περιεχόμενα του μαζικού τουρισμού περιλα,βάνουν πόλεις ορόσημα με μεγάλη πολιτιστική εμβέλεια όπως το Παρίσι, το Λονδίνο, η Βενετία, το Τόκιο, η Νέα Υόρκη, μέχρι νησιά και παράκτιες περιοχές, καθώς και μνημεία φυσικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς παγκόσμιας εμβέλειας. Στην Ελλάδα ο μαζικός τουρισμός είναι συνυφασμένος με τις παραθαλάσσιες παραθεριστικές περιοχές [15] και τα πολιτιστικά μνημεία.

Αστικός τουρισμός (city break)

Ο αστικός τουρισμός αποτελεί ένα ειδικό είδος τουρισμού. Σε αντίθεση με τον μαζικό τουρισμό, ο λεγόμενος «αστικός» αναπτύσσεται στις πόλεις και περιλαμβάνει διάφορες τουριστικές δραστηριότητες που έχουν στον πυρήνα τους το πολιτιστικό τους κεφάλαιο. Βασικό στοιχείο διαφοροποίησής του αποτελεί το αστικό περιβάλλον. Αν και ο αστικός τουρισμός μπορεί να αλληλοεπιδρά και με άλλα είδη ειδικού τουρισμού όπως τον αρχαιολογικό, τον πολιτιστικό, τον συνεδριακό, τον τουρισμό γεγονότων, τον ιατρικό τουρισμό κ.α., το βασικό στοιχείο που τον προσδιορίζει και τον συγκροτεί είναι η ταυτότητα του κάθε τόπου. Παρότι σχετίζεται με συγκεκριμένους προορισμούς, αυτό το είδος τουρισμού αντιλαμβάνεται την πόλη ως αξιοθέατο: η αρχιτεκτονική δομή της, οι δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα σε αυτήν, η κουλτούρα των κατοίκων της, οι συμπεριφορές και οι κώδικες, ακόμα και τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται γίνονται επίκεντρο του ενδιαφέροντος του τουρίστα. Στο εξωτερικό ο «αστικός τουρισμός» είναι ένα μοντέλο που συναντάμε σε πόλεις διεθνούς πολιτιστικής ακτινοβολίας (Παρίσι, Βενετία, κ.λπ..) εδώ και δεκαετίες, ενώ εξελίσσεται σε παγκόσμιο φαινόμενο από το 2000 και μετά.

Λόγω της δυσκολίας προσδιορισμού του, καθώς αποτελεί περισσότερο έναν τρόπο παρά ένα είδος τουρισμού, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για τα οικονομικά του μεγέθη. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιδιών και Τουρισμού (WTTC) [16] εκτιμά ότι ο αστικός τουρισμός αντιπροσωπεύει το 45% των διεθνών ταξιδιών. Ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες ο αστικός τουρισμός, ως οικονομική δραστηριότητα αγγίζει έως και το 50% του ακαθάριστου προϊόντος [17]. Αντίθετα σε άλλες πόλεις όπως στο Παρίσι ή στη Νέα Υόρκη, παρόλο που είναι από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς, δε ξεπερνάει το 10% του ΑΕΠ που παράγεται εκεί.

 

 

Η εικόνα της πόλης

 

«Για τους επισκέπτες το αντικείμενο της κατανάλωσης είναι ο ίδιος το τόπος.»

Cities and visitors

 

Ο επισκέπτης αναζητά τα χαρακτηριστικά αυτά που αποτελούν την ταυτότητα του τόπου, ώστε να βιώσει αυτή τη μοναδική εμπειρία της συμμετοχής σε μια κατάσταση που δεν ανήκει. Συνεπώς, «οι ντόπιοι και οι επαγγελματίες του τουρισμού κατασκευάζουν “τουριστικούς χώρους” (tourist spaces) που παρουσιάζονται στους τουρίστες ως “γνήσιοι”, προβάλλοντας μια “σκηνοθετημένη αυθεντικότητα” (staged authenticity).» [18] Αυτοί οι τουριστικοί χώροι έχουν περιγραφεί από την Judd ως «τουριστική φούσκα» [19], μιλώντας για περιοχές που είναι σαφώς οριοθετημένες από την υπόλοιπη πόλη. Τα τελευταία χρόνια απέναντι σε αυτή την κατασκευασμένη πραγματικότητα της «τουριστικής φούσκας», απότοκο του μαζικού τουρισμού, αναζητείται από τον τουρίστα η «πραγματική» ταυτότητα ενός τόπου. Αυτή η μετατόπιση συμβαίνει παράλληλα με την ανάπτυξη του αστικού τουρισμού που επικεντρώνεται στην πόλη συνολικά ως ένα ολοκληρωμένο τουριστικό τοπίο, παρά σε επιμέρους μνημεία της.

 

Στην αναζήτηση της «πραγματικής» ταυτότητας ενός τόπου και της «αυθεντικής» εμπειρίας, βασικό ρόλο παίζουν η αναπαράσταση και οι αφηγήσεις για την πόλη. [20] Ανακατασκευάζοντας την εικόνα της πόλης οι ντόπιοι και οι επαγγελματίες του τουρισμού ερμηνεύουν τα υλικά που τη συγκροτούν, στην προσπάθεια δημιουργίας μιας αφήγησης που θα προσελκύσει το ενδιαφέρον του επισκέπτη. [21] Οι έννοιες της «αυθεντικότητας», της «μοναδικότητας» και του «ανεπανάληπτου» χρησιμοποιούνται κατά κόρον, σε αντιδιαστολή προφανώς με την πραγματικότητα που βιώνει ο επισκέπτης στον τόπο διαμονής του. Αυτές οι έννοιες και ο τρόπος που χρησιμοποιούνται, δημιουργούν ένα de facto καθεστώς εξαίρεσης, ένα εξωτερικό σημείο θέασης της πόλης μέσα στην πόλη. Από τα αφιερώματα σε free press περιοδικά μέχρι τα άρθρα σε εφημερίδες διεθνούς φήμης, η προσπάθεια που γίνεται είναι οι επισκέπτες να «ανακαλύψουν» μια πόλη κρυμμένη, που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά.

 

Αυτή η ταυτότητα του τόπου, την οποία διαπραγματεύονται και ανακατασκευάζουν οι φορείς του τουρισμού παράγει σύμβολα και λόγο τα οποία συγκροτούν την κυρίαρχη αφήγηση γύρω από αυτόν. Ταυτόχρονα όμως, πρόκειται για μια ενεργή διαδικασία στην οποία αναμένεται να συμμετάσχουν όλοι οι κάτοικοι της πόλης, αναπαράγοντας τα χαρακτηριστικά που θα αποτελέσουν τα πολιτιστικά προϊόντα για την ενίσχυσή της. Πρόκειται για μια διαδικασία επιτέλεσης, όπου ο κάτοικος καλείται όχι απλώς να δει την πόλη μέσα από την ματιά του τουρίστα αλλά και να αναδημιουργήσει τον εαυτό του μέσα από τους ρόλους που προσφέρει αυτή η αφήγηση. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τις διαφημιστικές καμπάνιες, που έχουν στο επίκεντρό τους την εικόνα της πόλης και εμπλέκουν όχι μόνο τον επισκέπτη αλλά και τον ίδιο τον κάτοικο.

 

Γιατί όλες αυτές οι καμπάνιες για την εικόνα της πόλης καλούν όχι μόνο τον επισκέπτη αλλά και τον ίδιο τον κάτοικο. [22] Έτσι, τα πολιτιστικά προϊόντα που παράγονται από τους κατοίκους και αποτελούν τα χαρακτηριστικά ενός τόπου, ερμηνεύονται και ιδιοποιούνται αρχικά από τους φορείς του τουρισμού και τελικά αναπαράγονται από τους αρχικούς δημιουργούς τους, με τη νέα τους σημασία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το λεγόμενο street art [23] και η προσπάθεια καθιέρωσης της Αθήνας ως νέα «Μέκκα» του graffiti, δημιουργώντας την εικόνα μιας μητρόπολης με αντιθέσεις, που είναι την ίδια στιγμή ζωντανή και ενδιαφέρουσα. Αυτή η εικόνα προωθείται τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό προς κατανάλωση. Ουσιαστικά επιχειρείται μια ταύτιση της εικόνας του επισκέπτη και των αναγκών του, με αυτή του κατοίκου της πόλης. Συνεπώς η διαμόρφωση της εικόνας της πόλης, το city marketing και imaging δεν στοχεύει μόνο στους τουρίστες αλλά και στους κατοίκους της.

 

 

Τουρισμός, η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας

 

Μία δεκαετία πριν την αλλαγή του αιώνα, ο Thomas Cook είχε ιδρύσει ήδη παράρτημα στην Αθήνα (στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία) και διακινούσε τουρίστες, καθιερώνοντας την πρωτεύουσα της Ελλάδας ως ενδιάμεσο σταθμό για τα ταξίδια προς την Αίγυπτο. Η επίσκεψη του Cook στην Ελλάδα γύρω στο 1888 ανήκει στη ρομαντική περιηγητική περίοδο του τουρισμού, αλλά ήδη από τότε ο πολιτισμός και οι αρχαιότητες συγκεντρώνουν επισκέπτες από άλλες χώρες. Οι αφηγήσεις των ταξιδιωτών και περιηγητών που επισκέπτονται τη χώρα μας σκιαγραφούν το τότε νεοελληνικό κράτος, ως ένα κράμα αρχαιότητας και ανατολίτικης κουλτούρας. Εκείνη την περίοδο με την ανάπτυξη του τουρισμού ασχολούνται κυρίως οι ιδιώτες επαγγελματίες και κάποιες επιχειρήσεις, ενώ δημιουργούνται τα πρώτα ξενοδοχεία όπως η Μεγάλη Βρετανία. Το 1929 κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ιδρύεται ο ΕΟΤ (Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού), ο οποίος αναλαμβάνει να υλοποιήσει τα πρώτα έργα τεχνικής υποδομής όπως τα τουριστικά περίπτερα σε αρχαιολογικούς χώρους, ενώ παράλληλα διαμορφώνει την πρώτη συγκροτημένη τουριστική ταυτότητα της Ελλάδας, μέσω της συμμετοχής της χώρας σε διεθνείς εκθέσεις . Η ουσιαστική όμως ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα γίνεται μεταπολεμικά, με σημαντικές επενδύσεις από το κράτος σε υποδομές και ξενοδοχεία, ενώ ανοίγουν πολλά τουριστικά γραφεία. Είναι η περίοδος που χτίζονται τα ξενοδοχεία ΞΕΝΙΑ και καθιερώνεται το μοντέλο του μαζικού τουρισμού της χώρας, το οποίο δίνει έμφαση στα τρία S (sun, sand, sea / ήλιος, άμμος, θάλασσα) έχοντας πάντα τις αρχαιότητες στο επίκεντρό του. Πτήσεις τσάρτερ σε νησιά του Αιγαίου και παραθαλάσσιες περιοχές, κίνητρα για επενδύσεις και τουριστικά γραφεία συνετέλεσαν στην εδραίωση αυτού του μοντέλου.

Η «άνοιξη» του τουρισμού τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει επισημανθεί από διάφορες πλευρές, αν και παραδοσιακά ο τουρισμός γίνεται αντιληπτός ως η «βαριά βιομηχανία» της χώρας. Τόσο σε επίπεδο τουριστικών αφίξεων όσο και σε επίπεδο συνεισφοράς στους οικονομικούς δείκτες (ΑΕΠ) και στην απασχόληση, ο τουρισμός αποκτά το μεγαλύτερο μερίδιο συμμετοχής. Το 2017, η άμεση και έμμεση συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ της Ελλάδας διαμορφώθηκε στο 19,7% (35 δισ. ευρω) απασχολώντας άμεσα 459.000 άτομα (12.2% της συνολικής απασχόλησης). [24] Ταυτόχρονα οι επενδύσεις σε υποδομές (αεροδρόμια [25], λιμάνια) και σε ξενοδοχειακές μονάδες αυξάνονται. [26] Ο προσδιορισμός του τουρισμού στην Ελλάδα ως «βαριά βιομηχανία» της χώρας και ως «βασικός μοχλός ανάπτυξης και εξόδου από την κρίση» μέσω των επίσημων χειλών του ΣΕΒ και της έκθεσης McKinsey [27], υποδηλώνουν πως το πεδίο κερδοφορίας για τον ιδιωτικό τομέα είναι μεγάλο. Στα χρόνια της οικονομικής αναδιάρθρωσης, οι πιέσεις σε μια σειρά από πεδία (περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων, πολεοδομικών ρυθμίσεων, εργασιακών ρυθμίσεων, ιδιωτικοποιήσεων) αποδίδουν καρπούς για τους ξενοδόχους και το επενδυτικό κεφάλαιο. Το τυράκι της αύξησης της απασχόλησης, σε έναν εργατικό πληθυσμό που έρχεται αντιμέτωπο με την ανεργία, κρύβει τη φάκα των ημερήσιων συμβάσεων απασχόλησης. Σε διάφορες περιοχές της περιφέρειας οι all-inclusive ξενοδοχειακές μονάδες εξασφαλίζουν πρόσβαση σε παραλίες και περιοχές φυσικού κάλους δημιουργώντας αφενός αποκλεισμούς και ανισότητα στην κατανομή των πόρων και αφετέρου διαμοιράζοντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στις γύρω περιοχές.

 

Airbnb και οικονομία του διαμοιρασμού (sharing economy)

Η ανάπτυξη του αστικού τουρισμού άλλαξε δραστικά με την «άνθιση» των υπηρεσιών διαμοιρασμού.

 

«Το internet μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα έχει αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο του τουρισμού, απομειώνοντας τον κομβικό ρόλο των ταξιδιωτικών πρακτορείων, αυξάνοντας την εξατομικευμένη δύναμη του καταναλωτή και προσφέροντας στους μικρούς πάροχους άμεση πρόσβαση στους καταναλωτές.» [28]

 

Η οικονομία του διαμοιρασμού (sharing economy) αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αν και ουσιαστικά ως ιδέα μπορεί να αποδοθεί σε πρακτικές που αναπτύσσονται πάνω από μια εικοσαετία. Η πρακτική της συναλλαγής χωρίς μεσάζοντα για την κάλυψη κάποιας ανάγκης είτε αυτή αποτελεί εμπορική πρακτική είτε όχι, επιβιώνει σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικά μέρη. Από τις ανταλλαγές προϊόντων (π.χ. βιβλία, ρούχα, μουσική) στις τράπεζες χρόνου και στην αλλαγή του τρόπου των μετακινήσεων, οι πρακτικές αυτές αποτελούν τις σύγχρονες εκφράσεις του διαμοιρασμού, που έχει τις ρίζες του σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Σήμερα αυτό που ονομάζεται οικονομία διαμοιρασμού, συνδέεται κυρίως με τη χρήση του διαδικτύου. Οι χρήστες, μέσα από τις διάφορες ψηφιακές πλατφόρμες, μπορούν είτε να μοιραστούν είτε να ανταλλάξουν ή να πουλήσουν υπηρεσίες και προϊόντα. Τα πρώτα δείγματα της οικονομίας διαμοιρασμού εμφανίστηκαν το 1995 με τη δημιουργία του eBay, μία διαδικτυακή πλατφόρμα όπου οι χρήστες αγοράζουν και πωλούν προσωπικά τους αντικείμενα. Ουσιαστικά πρόκειται για μια θολή περιοχή μεταξύ πώλησης και μοιράσματος, όπου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η «απουσία» της διαμεσολάβησης από ένα μεσάζοντα, το ρόλο του οποίου αναλαμβάνει ένα δίκτυο που συνήθως ενσαρκώνεται ηλεκτρονικά από μια πλατφόρμα.

Οι τομείς που αναπτύχθηκαν ως υπηρεσίες διαμοιρασμού αφορούν τη στέγη, την εργασία, τις μεταφορές καθώς και διάφορα προϊόντα. Αυτό που όμως τις εκτόξευσε από περιθωριακές υπηρεσίες σε παγκόσμια φαινόμενα, είναι η χρήση του διαδικτύου που έδωσε τη δυνατότητα να οργανωθεί ένα παγκόσμιο δίκτυο χρηστών. Η ταχεία ανάπτυξη αυτών των πλατφόρμων οφείλεται κυρίως σε τεχνολογικές εξελίξεις, όπως η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και των peer-to-peer δικτύων και στηρίζεται σε ένα μοντέλο ευελιξίας των χρηστών που παρέχουν υπηρεσίες και προϊόντα.

Ταυτόχρονα, ολοένα και περισσότερες συμβατικές υπηρεσίες και εταιρίες, όπως η Trip Advisor, ενσωματώνουν στη φιλοσοφία τους αλλά και στα προϊόντα τους τη «συμμετοχή» του κοινού στο οποίο απευθύνονται. Στην εποχή του web 2.0 και της συνδιαμόρφωσης, οι εταιρίες έχουν αναπτύξει πληθώρα εφαρμογών που στηρίζονται ουσιαστικά στη συμμετοχή και στη συνεισφορά του χρήστη, για τη διαμόρφωση του τελικού προϊόντος τους. Πρόκειται για διάφορους ηλεκτρονικούς κόμβους διαμεσολάβησης σε έναν ωκεανό πληροφοριών, όπου συγκεντρώνουν και αξιολογούν τις πληροφορίες προσδίδοντας αξία σε αυτές.

 

Στο τομέα του τουρισμού οι υπηρεσίες διαμοιρασμού αναπτύχθηκαν μέσω διαδικτυακών πλατφορμών όπου ιδιοκτήτες κατοικιών διαθέτουν τα ακίνητά τους σε επισκέπτες / τουρίστες. Η πλέον δημοφιλής πλατφόρμα είναι η Airbnb η οποία ιδρύθηκε το 2008 με έδρα το Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Διαθέτοντας προς ενοικίαση δωμάτια, διαμερίσματα, κρεβάτια και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς (καραβόσπιτα, δεντρόσπιτα κα) έχει φτάσει τους 40 εκατομμύρια επισκέπτες που αναζητούν καταχωρήσεις εν μέσω τουλάχιστον 1,5 εκ. ακινήτων σε περισσότερες από 34 χιλιάδες πόλεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αξία της εταιρίας εκτιμήθηκε στα $25,5 δισ. τον Ιούλιο του 2015» [31] ξεπερνώντας μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες όπως το Hilton και το Marriot. 

 

Μπορεί η Airbnb να μονοπωλεί το δημόσιο λόγο αλλά σε επίπεδο αγοράς δεν παίζει χωρίς αντίπαλους παίκτες. Η FlipKey έχει εξαγοραστεί από την Trip Advisor, προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες με την Airbnb και επιπλεόν η καταχώρηση ενός ακινήτου σε αυτή εξασφαλίζει και την προβολή μέσω της Trip Advisor σε σχεδόν 340 εκατομμύρια ταξιδιώτες μηνιαίως και δωρεάν. Η HomeAway αποτελεί τον πιο σοβαρό ίσως ανταγωνιστή της Airbnb καθώς δραστηριοποιείται πολλά χρόνια στην τουριστική βιομηχανία αποτελώντας την μητρική εταιρεία για άλλες μικρότερες όπως η VRBO και η VacationRentals. Η HouseTrip με έδρα στην Λωζάνη είναι γνωστή σαν η Airbnb της Ευρώπης, χωρίς μάλιστα την προμήθεια του 3% της αμερικάνικης εταιρείας.

 

Το Airbnb ως πλατφόρμα, αλλά και γενικότερα το είδος του προσωποποιημένου τουρισμού που προωθεί, παροτρύνει τον «host» αφενός να δημιουργήσει μια φιλική ατμόσφαιρα προς τον επισκέπτη αφετέρου να του δώσει την προσωπική του εκδοχή της πόλης. Ο «διαμοιρασμός» όχι απλώς του χώρου της κατοικίας αλλά και της αστικής εμπειρίας φαίνεται να αποτελεί σημαντικό στοιχείο ανάπτυξης του πολιτιστικού κεφαλαίου της τουριστικής οικονομίας. Στην ουσία παρακολουθούμε την εμπορική εξέλιξη μιας άλλης υπηρεσίας διαμοιρασμού, του Couch Surfing, στην οποία υπήρχε η δυνατότητα φιλοξενίας σε ένα σπίτι χωρίς να καταβάλλεται κάποιο αντίτιμο. Από εκεί προέρχεται και ο όρος «host», δηλαδή οικοδεσπότης.

 

Τουριστικοποίηση

Το μοντέλο της τουριστικής βιομηχανίας έχει μετατοπιστεί από μια μαζική εμπειρία, που αναπαρήγαγε κοινά πρότυπα σε διαφορετικούς τόπους μέσω των φορέων του τουρισμού (αεροπορικές εταιρείες, χρήση πιστωτικών καρτών, ξενοδοχειακές αλυσίδες, εθνικοί τουριστικοί οργανισμοί), σε μία προσωποποιημένη εμπειρία που διαμοιράζεται και κυκλοφορεί μέσω πλατφόρμας (Airbnb, Booking, Trip Advisor, influencers). Αυτή η αλλαγή θολώνει τις γραμμές μεταξύ επιχειρηματία, κατοίκου, τουρίστα και εργαζόμενου που ως ταυτότητες υποκαθιστούνται από τον όρο «host». Έτσι επηρεάζεται άμεσα και ο τρόπος που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη βιομηχανία του τουρισμού, ενώ προκαλούνται μεγάλες αλλαγές στην πόλη, στην ποιότητα ζωής και στις κοινωνικές σχέσεις.

 

Με αστικούς όρους αυτές οι αλλαγές μεταφέρονται ως "ασάφεια" μεταξύ των τουριστικών περιοχών (αρχαιολογικοί χώροι, μουσεία, ιστορικά σύνολα και περιοχές που σχετίζονται με την τουριστική κατανάλωση, εντέλει όλα αυτά που μπορούμε να πούμε ότι διαμορφώνουν την «τουριστική φούσκα»), και την υπόλοιπη πόλη που είναι ο χώρος κατοικίας, εργασίας, και εξυπηρέτησης των κατοίκων. Ο τουρισμός ως δραστηριότητα διαχέεται χωρικά και εννοιολογικά εν δυνάμει σε όλη την πόλη. Παρότι η ανάπτυξη του Airbnb και οι δραστηριότητες που καλύπτει το Trip Advisor εν γένει συμπίπτουν χωρικά με τους καθιερωμένους τουριστικούς χώρους -όπως αναδεικνύουν πολλές έρευνες-, ταυτόχρονα μεγαλώνουν και τα ουσιαστικά όρια αυτών των περιοχών [32]. Παράλληλα, νέες αφηγήσεις επιχειρούν να ανανοηματοδοτήσουν περιοχές και καταστάσεις εντάσσοντάς τες στο κατάλληλο πακέτο –από την βόλτα στην Αθήνα της κρίσης και της φτώχειας, στη βόλτα στις φαβέλες του Ρίο– [33] και στη διαδικασία ανοικοδόμησης του Βερολίνου. Ουσιαστικά πρόκειται για την ιδιοποίηση των σχέσεων, των συμπεριφορών, της κουλτούρας που παράγεται από τους κατοίκους προς όφελος του τουριστικού κεφαλαίου. Όσο πιο κοντά βρίσκεται η «αυθεντική εμπειρία» στις πραγματικές συνθήκες τόσο πιο έντονη γίνεται η εμπορευματοποίηση της ζωής των κατοίκων. Αρκεί να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος να μαρκεταριστεί στο κατάλληλο κοινό.

 

Gentrification (εξευγενισμός) και αστική μετάλλαξη των περιοχών

Μελετώντας την τουριστική ανάπτυξη των πόλεων, πολλοί ερευνητές στρέφονται στη θεωρία του gentrification για να εξηγήσουν τις αλλαγές που επιφέρει. Καταρχάς, η στρατηγική αναζωογόνησης των αστικών κέντρων με στόχο την προσέλκυση των τουριστών εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική ανταγωνισμού, για ένα διαρκώς μετακινούμενο κεφάλαιο και μια διεθνή μεσαία τάξη που καταναλώνει αναψυχή και διασκέδαση [34, 35]. Επίσης, η έρευνα έχει αναδείξει ότι ο τουρισμός και οι διαδικασίες εξευγενισμού (gentrification) τείνουν να συνυπάρχουν σε παρόμοια αστικά περιβάλλοντα και να αλληλοενισχύονται [36, 37]. Τέλος, φαίνεται πω η μελέτη των αλλαγών αυτών μέσα από το πρίσμα της διαδικασίας του gentrification είναι απαραίτητη και λόγω της πληθώρας των αναφορών για αυξήσεις στις τιμές των ενοικίων. Εξαιτίας της τουριστικής βιομηχανίας, στην οποία εντάσσεται και ο κλάδος των βραχυχρόνιων μισθώσεων, ολόκληρες περιοχές χάνουν τους μόνιμους κατοίκους τους, οι οποίοι οδηγούνται σε εκτοπισμό. Μάλιστα έχει προταθεί και ο όρος tourism gentrification [38], στην προσπάθεια να περιγράφουν οι επιπτώσεις της τουριστικής ανάπτυξης στις πόλεις και πιο συγκεκριμένα η διαδικασία του εκτοπισμού των κατοίκων.

 

«Οι θεωρήσεις περί gentrification αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται συνθήκες κερδοφορίας στο δομημένο περιβάλλον, με την επανεπένδυση κεφαλαίου στις πλέον υποβαθμισμένες κεντρικές, ή μη, περιοχές της πόλης. Επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ενεργοποιούνται οικονομικοί, χωρικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί, ώστε να διαμορφώνονται υπεραξίες στην αγορά γης και ακινήτων και κερδοσκοπικές συμπεριφορές» [39].

 

Στο κλασικό μοντέλο μιας διαδικασίας gentrification περιγράφεται η διαδικασία εκτοπισμού των χαμηλών εισοδημάτων, των ιδιαίτερα ηλικιωμένων και των χαμηλά ειδικευόμενων από νέους με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εισόδημα, που συνήθως απασχολούνται στον τομέα των υπηρεσιών και της διαχείρισης [40, 41, 42]. Για την επεξήγηση αυτής της διαδικασίας ο Neil Smith [43] εισήγαγε την έννοια του rent gap, του κενού γαιοπροσόδου. Με αυτόν τον όρο περιγράφεται το κενό μεταξύ πραγματικής και δυνητικής προσόδου σε μια γειτονιά, ως κίνητρο για την επανεπένδυση του κτηματομεσιτικού κεφαλαίου. Αυτό παρατηρείται πρακτικά σε γειτονιές όπου οι κατοικίες και οι δημόσιοι χώροι έχουν υποβαθμιστεί και οι αξίες των ακινήτων έχουν πέσει μαζί με τα ενοίκια. Οι περιοχές αυτές αποτελούν δυνητικές οικονομικές ευκαιρίες, αν υποθέσουμε ότι το κέρδος από την εκμετάλλευσή τους καταφέρει να ξεπεράσει σημαντικά το κόστος της συνολικής επένδυσης. Σε μια επιτυχημένη διαδικασία gentrification, νέοι εύποροι αγοραστές και πελάτες (ενοικιαστές, ιδιοκτήτες ή επενδυτές) προσελκύονται, εκτοπίζοντας τους κατοίκους χαμηλότερων εισοδημάτων. Αυτή η διαδικασία είναι μακροχρόνια και απαιτεί την κινητοποίηση ευρύτερων μηχανισμών εκτός του κτηματομεσιτικού κεφαλαίου.

 

Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις δημιουργούν άμεσα ένα τέτοιο κενό γαιοπροσόδου και απαιτούν περιορισμένα κεφάλαια προς επανεπένδυση. Συγκεκριμένα, πλατφόρμες όπως το Airbnb δημιουργούν ταυτόχρονα και την προσφορά και τη ζήτηση αφού συμμετέχουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των περιοχών προς επίσκεψη, ανανεώνοντας τον τουριστικό χάρτη. Η ίδια η Airbnb περηφανεύεται ότι «συμπληρώνει την υφιστάμενη τουριστική βιομηχανία και κατανέμει τα οικονομικά οφέλη του τουρισμού σε όλη την Αθήνα, σε νέες κοινότητες και μικρές επιχειρήσεις. Οι ιδιοκτησίες Airbnb εκτείνονται σε 25 γειτονιές της Αθήνας, εκ των οποίων το 69% βρίσκεται εκτός των περιοχών που τυπικά κλείνει κανείς ξενοδοχείο.» [44] Το αποτέλεσμα είναι η υποτίμησης και επανατίμησης των περιοχών,  μία διαδικασία που αποτελεί τον κύκλο παραγωγής κέρδους (του κενού γαιοπροσόδου) και παλαιότερα διαρκούσε από 30 έως 60 χρόνια, σήμερα επιτελείται σε διάστημα 2-3 χρόνων. Όπως επισημαίνουν και οι Wachsmuth και Weisler «το κενό γαιοπροσόδου (rent gap) στις βραχυχρόνιες μισθώσεις είναι κυριολεκτικά ένα βραχυχρόνιο κενό γαιοπροσόδου». [45] Παράλληλα, το κόστος επανεπένδυσης (σημαντικός παράγοντας σε περιπτώσεις gentrification) είναι πολύ περιορισμένο στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, αφού δεν αφορά απαραίτητα το οικιστικό απόθεμα που έχει υποτιμηθεί λόγω της χρόνιας εγκατάλειψης. Όπως το θέτει ο Neil Smith: «Το gentrification προκύπτει όταν το κενό είναι αρκετά μεγάλο ώστε οι επενδυτές να μπορέσουν να αγοράσουν φτηνά, να μπορέσουν να πληρώσουν το κόστος ανακατασκευής, να μπορέσουν να πληρώσουν τα κατασκευαστικά δάνεια και να πουλήσουν το τελικό προϊόν σε τιμή πώλησης που να τους αφήνει ικανοποιητικό κέρδος». Στην περίπτωση όμως των βραχυχρόνιων μισθώσεων απαιτείται μια απλή ανακαίνιση ή όπως το θέτουν οι Wachsmuth και Weisler: «το μόνο απαραίτητο βήμα για να μετατραπεί μια μακροχρόνια μίσθωση σε βραχυχρόνια είναι να απομακρύνεις τον ενοικιαστή».

 

Για την κατανόηση των ιδιαίτερων επιπτώσεων του τουριστικού εξευγενισμού, σε περιοχές όπου ο τουρισμός αποτελεί βασική συνιστώσα της οικονομίας όπως οι μεσογειακές χώρες, ο Cocola-Gant ισχυρίζεται ότι «εφόσον σε αυτές τις περιοχές η καταναλωτική δύναμη της μεσαίας τάξης είναι σχετικά μικρότερη από αυτές του ανεπτυγμένου Βορρά, ο τουρισμός εξισορροπεί την έλλειψη ζήτησης που χρειάζεται το κτηματομεσιτικό κεφάλαιο για τη δημιουργία υπεραξίας.»

 

Μελετώντας τις επιπτώσεις αυτού του φαινομένου, σε διαφορετικά παραδείγματα ανά τον κόσμο προκύπτουν συγκεκριμένες θεματικές. Η πρώτη θεματική σχετίζεται με τον εκτοπισμό των κατοίκων, η δεύτερη με τις επιπτώσεις στην καθημερινότητα τους και η τρίτη με την μετάλλαξη της εργασίας [46, 47, 48]. Ιδιαίτερα για τον εκτοπισμό των κατοίκων αξίζει να αναφέρουμε τη συνεισφορά του Marcuse [49] στην οριοθέτησή του, ως μια τριπλή διαδικασία. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το gentrification προκαλεί άμεσο εκτοπισμό, εκτοπιστικές πιέσεις και αποκλεισμό [50, 51]. Στη μελέτη του για τη Βαρκελώνη ο Cocola-Gant συμπεραίνει ότι οι κάτοικοι της υπό μελέτη περιοχής εκτοπίζονται για τους παρακάτω λόγους:

α. Εξώσεις, μέσω της αύξησης των ενοικίων ή της μη ανανέωσης των συμβολαίων [52]

β. Αδυναμία εύρεσης σπιτιών προς ενοικίαση λόγω της αύξησης των τιμών και της μείωσης των διαθέσιμων προς ενοικίαση [53]

γ. Εκτοπιστικές πιέσεις που οφείλονται στη συμβίωση των μόνιμων κατοίκων με τουρίστες στο ίδιο κτίριο [54]

δ. Εκτοπιστικές πιέσεις που οφείλονται την αλλαγή της γειτονιάς

Ιδιαίτερα για τις πιέσεις που αφορούν στην αλλαγή της γειτονιάς, τα ευρήματα της έρευνας στην περιοχή Gotic δείχνουν ότι οι κάτοικοι φεύγουν κυρίως λόγω της μετάλλαξης των χρήσεων και των χρηστών της γειτονιάς και όχι μόνο λόγω της δυναμικής της αγορά κατοικίας. Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι το gentrification προκαλεί πιέσεις που κάνουν αυξανόμενα δύσκολη την διαβίωση των κατοίκων, καθώς η μετατροπή της γειτονιάς σε χώρο διασκέδασης και κατανάλωσης για τους τουρίστες υποβαθμίζει αισθητά την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Αυτές τις πιέσεις ο Cocola-Gant τις διακρίνει σε:

α. Χωρικές (υπερφόρτωση των συγκοινωνιών, ιδιωτικοποίηση–ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου, θόρυβος, έλλειψη χώρων συνάντησης

β. Οικονομικές (συρρίκνωση αγορών για τους κατοίκους, οικονομική δυσχέρεια)

γ. Κοινωνικό-πολιτιστικές (αποκλεισμός από μέρη που κατακλύζονται από επισκέπτες, απώλεια κοινότητας και κοινωνικών δεσμών εντός της γειτονιάς)

Ένα είδος μίσθωσης ή μια νέα χρήση;

Τελικά οι βραχυχρόνιες μισθώσεις είναι οικιστική ή τουριστική χρήση; Σε αυτό το ερώτημα που νομοθετικά μπάζει σε πολλά σημεία, αξίζει να εξετάσουμε μια κατά αναλογία περίπτωση. Αυτή των εμπορικών κέντρων που στην προσπάθεια τους να μιμηθούν την αστική εμπειρία της περιήγησης στα μαγαζιά, αναπαριστούν αστικούς χώρους εντός τους. Αν ακολουθήσουμε αυτή τη γραμμή σκέψης τα τουριστικά χωριά, τα all-inclusive resorts αντιμετωπίζουν τον χώρο με παρόμοιο τρόπο στην προσπάθεια τους να ανακατασκευάσουν τη εμπειρία ενός παραδοσιακού οικισμού.

Στην περίπτωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων μπορούμε να μιλήσουμε για την διασπορά του παραδοσιακού ξενοδοχείου στον αστικό ιστό. Η διαφορά έγκειται στην αναδημιουργία όλου του αστικού ιστού στα μέτρα του τουρίστα, όχι απλά σε κάποια μίμηση της  αστικής εμπειρίας. Μια διαδικασία που συνέβαινε με τον ένα ή άλλο τρόπο σε πόλεις όπως η Βενετία ή τα Χανιά όπου η πόλη αποτελούσε ουσιαστικά ένα σκηνικό, μια γιγαντιαία επιχείρηση που λειτουργούσε για τους τουρίστες, έρχεται να προσαρμοστεί μέσω των βραχυχρόνιων μισθώσεων σε ευρύτερη κλίμακα. Πρόκειται για ένα ανοιχτό ξενοδοχείο όπου οι υπηρεσίες του σπάνε σε μικρότερες «εργολαβίες» (διαμονή, εστίαση, ψυχαγωγία, καθαριότητα, κ.α.) και διαχέονται στην πόλη. Είναι μια διαδικασία που αποκλείει σταδιακά άλλες χρήσεις προσανατολισμένες στην κατοικία και σε άλλες υπηρεσίες, καταλαμβάνοντας τον χώρο. Το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζεται ως τουριστική χρήση, με τους περιορισμούς που ισχύουν, οφείλεται περισσότερο σε πολιτικούς λόγους παρά σε πολεοδομικούς (αναδεικνύοντας τη σχέση μεταξύ εφαρμογής της πολεοδομικής νομοθεσίας και άσκησης πολιτικής).

 

 

Αθήνα

 

Ένα σημείο, το οποίο έχουν επισημάνει διάφοροι ερευνητές σε σχέση με τη διαδικασία του gentrification είναι η ανάγκη ύπαρξης μεσαίας τάξης με αγοραστική δύναμη. Η κρίση των τελευταίων ετών στην κτηματομεσιτική αγορά έθετε λοιπόν ερωτήματα σχετικά με τις δυνατότητες ανάπτυξης φαινομένων τέτοιου είδους στο κέντρο της Αθήνας (βλ. και το περιοδικό Κομπρεσέρ). Όπως είδαμε όμως, αυτές οι διαδικασίες διαπλέκονται και ενισχύονται από μια παράλληλη διεργασία, την ανάπτυξη του αστικού τουρισμού, που λαμβάνει χώρα στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια και έχει ήδη προκαλέσει αλλαγές τόσο στη φυσιογνωμία της όσο και στις επενδύσεις στον αστικό χώρο.

Σε παραδοσιακούς τουριστικούς προορισμούς όπως η Αθήνα, το κύριο τουριστικό προϊόν αφορά την ιστορική κληρονομιά και κατά συνέπεια στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ήταν και είναι οι αρχαιολογικοί χώροι, τα ιστορικά μνημεία και τα μουσεία [55]. Μέχρι και τη δεκαετία του 2000 ή μάλλον μέχρι την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, η πολεοδομική στρατηγική για την Αθήνα δεν συνδεόταν άμεσα με αυτούς τους αρχαιολογικούς και ιστορικούς χώρους, καθώς εστίαζε σε πολεοδομικά προβλήματα που σχετίζονταν με τις ανάγκες ανάπτυξης ή / και ρύθμισης της πόλης. Η εκτεταμένη αστική ανασυγκρότηση που επιχειρείται με την ευκαιρία των Ο.Α., συμπαρασύρει και τη στρατηγική των επεμβάσεων (βλ. προηγούμενο τεύχος του περιοδικού). Πλέον οι κρατικές παρεμβάσεις στον αστικό ιστό κινούνται σε διαφορετικό άξονα, με σκοπό να βελτιώσουν την ελκυστικότητα του αστικού χώρου, να προβάλλουν αποτελεσματικά τα μνημεία της πόλης και να αυξήσουν το πολιτιστικό της κεφάλαιο μέσω της δημιουργίας νέων χώρων. Οι επεμβάσεις στο κέντρο της Αθήνας, την τελευταία εικοσαετία, κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση με τη δημιουργία του «μεγάλου περιπάτου» και της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας από την ΕΑΧΑ [56]. Τον ίδιο προσανατολισμό έχουν και άλλα μεγάλα έργα όπως η κατασκευή του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΦΙΞ), τα σχέδια πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου και η ανάδειξη της τριλογίας του νεοκλασικισμού (Ακαδημία, Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο). Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής ο επισκέπτης ως πρόσωπο αναδεικνύεται σε κεντρική φιγούρα αναφοράς, γύρω από την οποία περιστρέφεται και η ταυτότητα του κατοίκου. Είναι επίσης εμφανής η ταύτιση της πόλης με το κέντρο της, το οποίο ανακτά τη συμβολική του σημασία ως χώρος γύρω από τον οποίο αναφέρεται η υπόλοιπη πόλη, δίνοντας και το στίγμα της εικόνας που θα (πρέπει να) επιδιώξουν τα επόμενα χρόνια οι τοπικές αρχές για τις περιοχές τους. Ένα κέντρο προσανατολισμένο στον επισκέπτη, χώρο κατανάλωσης και αναψυχής, ανακατασκευασμένο από τα θραύσματα του παρελθόντος σε μια ενιαία μεταμοντέρνα αφήγηση. Ένα κέντρο που ο κάτοικος οφείλει να ανακαλύψει και να το κατοικήσει ξανά, με όρους «επιστροφής».

Όλο αυτό θα σταματήσει βίαια με την έλευση της «κρίσης», όταν και αναστέλλεται τόσο η επιστροφή στο κέντρο όσο και τα μεγάλα έργα που το αναδιαμορφώνουν. Η «κρίση», η οποία ξεκίνησε ως κρίση χρηματοπιστωτική με επίκεντρο τα στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα δεν είχε το ίδιο επίκεντρο αλλά επηρέασε άμεσα την αγορά ακινήτων καθώς είχε στενή σχέση με τις τράπεζες. Απέναντι σε αυτή την κρίση του καπιταλισμού επιχειρείται τα τελευταία χρόνια μια αναδιάρθρωση από τα πάνω, με μέτρα τόσο οικονομικά (περικοπή συντάξεων και μείωση μισθών) όσο και διαρθρωτικά (επίθεση στην αγορά εργασίας, επίσπευση περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων και επενδύσεων). Σε αυτά τα διαρθρωτικά μέτρα συμπεριλαμβάνεται και η φορολόγηση της ιδιοκτησίας που αν και έχει και οικονομικούς στόχους, ουσιαστικά ως μέτρο έχει διαρθρωτικό χαρακτήρα.

 

Η φορολόγηση της κατοικίας είχε ως στόχο το συσσωρευμένο -με τη μορφή ιδιοκτησίας- κεφάλαιο των προηγούμενων χρόνων να γίνει κινούμενο και όχι σταθερό μέσο αποταμίευσης. Πρόκειται για ένα τολμηρό διαρθρωτικό μέτρο που αγγίζει ένα κοινωνικό συμβόλαιο της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο διέπει πολλές άλλες σχέσεις πέραν από την ιδιοκτησιακή [57]. Παράλληλα, τα κόκκινα δάνεια και οι πλειστηριασμοί κατοικιών αποτελούν ένα ζήτημα αιχμής την περίοδο της κρίσης, απειλώντας τόσο την κτηματομεσιτική αγορά (που παραμένει στάσιμη για πολλά χρόνια μέσω της απαξίωσης των τιμών των ακινήτων) όσο και την κοινωνική συνοχή. Η ιδιοκατοίκηση όπως αποδείχθηκε αποτελεί την τελευταία σανίδα «σωτηρίας» αυτών που πλήττονται από την κρίση. Σύμφωνα με τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος η υποχώρηση των τιμών των οικιστικών ακινήτων από το 2008 μέχρι και το τέλος του 2017 άγγιξε το 41,8% [58]. Δεν είναι τυχαίο ότι αποτέλεσε και πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης.

 

Ο άνοδος του τουρισμού, η αύξηση της αγροτική παραγωγής και η ενέργεια αποτελούν τα βασικά αφηγήματα για την «έξοδο από την κρίση». Ο τουρισμός όμως, ως μορφή ανάπτυξης, απαιτεί μεγάλες επενδύσεις και φτηνή, κακοπληρωμένη εργασία. Εφόσον η πλειονότητα του κόσμου δεν έχει τη δυνατότητα να είναι στην κατηγορία των μεγαλοεπενδυτών ή των ξενοδόχων, τους απομένει η κακοπληρωμένη εργασία. Η «διέξοδος» που προσφέρεται τελικά είναι η εισαγωγή του μοντέλου «rooms to let», δηλαδή το άνοιγμα της τουριστικής ανάπτυξης στους μικροϊδιοκτήτες. Η επέκταση του Airbnb πλασαρίστηκε αφενός ως η δυνατότητα συμμετοχής των μικροϊδιοκτητών στην τουριστική ανάπτυξη αφετέρου ως βαλβίδα αποσυμπίεσης, από την πίεση της υποτίμησης των ακινήτων και της φορολόγησης της ιδιοκτησίας.

Low budget τουρισμός

Η ανάπτυξη της Αθήνας ως προορισμού city break έγινε τόσο μέσω διαφόρων κρατικών επενδύσεων από το 2000 και μετά όσο και με την ανάπτυξη του εναλλακτικού low budget τουρισμού μέσω των φτηνών αεροπορικών εισιτηρίων. Ο low budget τουρισμός, που γνώρισε άνθηση με την ανάπτυξη προορισμών όπως η Βαρκελώνη και το Βερολίνο, απευθύνεται κυρίως σε νέους που δεν αρκούνται στο να γνωρίσουν απλά την κουλτούρα ενός τόπου αλλά θέλουν να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση του προϊόντος που καταναλώνουν, κατασκευάζοντας ουσιαστικά τον προορισμό τους. Είναι αυτοί που δημιούργησαν πλατφόρμες τύπου Couch Surfing και που συχνά διαμένουν σε διαμερίσματα γνωστών τους, ενώ αναζητούν να ζήσουν την πόλη μέσα από την εμπειρία κάποιου ντόπιου. Συχνά πρόκειται για ανθρώπους που σχετίζονται με το πολιτιστικό κεφάλαιο είτε ως δημιουργοί (ντιζάινερς, ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, ηθοποιοί, κ.α.) είτε ως διαχειριστές (διαφημιστές, κ.α.). Είναι αυτός ο κόσμος που θα κάνει πρώτος Airbnb και στην Αθήνα, αφού πρώτα το χρησιμοποιήσει ως υπηρεσία σε κάποια πόλη του εξωτερικού [59]. Σιγά σιγά γι' αυτούς τους νέους ανθρώπους, συχνά με επισφαλή εργασία, αυτό που αποτελεί συμπληρωματικό εισόδημα αποκτά χαρακτήρα επαγγέλματος. Η αρχή γίνεται το 2013, όταν η εταιρία υπολογίζει ότι νοικιάζονται μέσω της πλατφόρμας τής περίπου 1.000 ακίνητα στην Αθήνα, με το νομικό καθεστώς να παραμένει ασαφές [60]. Η γρήγορη ανάπτυξή του Airbnb οδηγεί στην πλήρη απελευθέρωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων, μέσω της κατάργησης του υποχρεωτικού τουριστικού σήματος για μισθώσεις κάτω των 30 ημερών που δεν θεωρούνται πια από το νόμο ως τουριστική δραστηριότητα [61]. Η ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων είναι σαρωτική και από 1.000 ακίνητα το 2013, φτάνει πάνω από 9.000 στις αρχές του 2019 (σύμφωνα με δεδομένα από το site insideairbnb).

 

Τα δεδομένα αυτά αναθερμαίνουν την κτηματομεσιτική αγορά. Nέες επιχειρήσεις ανοίγουν κι άλλες διευρύνονται προκειμένου να ανταποκριθούν στη νέα κατάσταση. Οι αγοραπωλησίες ακινήτων έχουν πλέον πάρει τροχιά ανοδική. Ενδεικτικά, στο δήμο Αθηναίων σημειώνουν μέσα σε μια χρονιά (από το 2017 στο 2018) αύξηση 69,5% [62]. Παράλληλα η οικοδομική δραστηριότητα αρχίζει να ανακάμπτει με αύξηση 9,8% στις άδειες και 35,8% στην παραγωγή οικοδομικών έργων, ιδιαίτερα στην Αττική όπου εντοπίζεται το 1 / 3 της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας [63]. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στην αύξηση των στεγαστικών δανείων, η ζήτηση των οποίων αυξήθηκε σε ποσοστό 43% τη διετία 2016-2018 [64]. Η εξέλιξη αυτή ενισχύεται και από το πρόγραμμα «Εξοικονομώ Κατ’ Οίκον», που χρηματοδοτεί συγκεκριμένες εργασίες αναβάθμισης ακινήτων. Οι περισσότερες περιπτώσεις βέβαια, αφορούν περιορισμένης έκτασης ανακαινίσεις αλλά υπάρχουν και κάποιες οι οποίες περιλαμβάνουν ολόκληρα κτίρια. Αυτό δείχνει και μια άλλη τάση που αναπτύχθηκε και είναι η σταδιακή συγκεντροποίηση των υπηρεσιών από εταιρείες διαχείρισης βραχυχρόνιων μισθώσεων σε ποσοστό που ανέρχεται πάνω από 50% [65]. Μία τέτοια εταιρεία, όπως η EazyBnB, μπορεί να διαχειρίζεται παράλληλα έως και 140 ακίνητα στην Αθήνα και 230 πανελλαδικά [66].

 

Παράλληλα, η αναθέρμανση της αγοράς ακινήτων δημιουργεί περιθώριο κίνησης και κερδοσκοπίας για το κτηματομεσιτικό κεφάλαιο και πέραν της ανάπτυξης των βραχυχρόνιων μισθώσεων, σε επίπεδο κίνησης της αγοράς. Το πρόγραμμα της «χρυσής βίζας» (Golden Visa) συμβάλλει καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς ανοίγει δουλειές όχι μόνο γύρω από το πεδίο των αγοραπωλησιών αλλά και γύρω από τη διαχείριση των ακινήτων για λογαριασμό πια των ξένων ιδιοκτητών [67]. Παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση συχνά-πυκνά εγκαλεί τα κράτη-μέλη για τους κινδύνους ξεπλύματος μαύρου χρήματος [68], το υπουργείο Ανάπτυξης επιχειρεί να ανοίξει τη βεντάλια των αιτούντων, προσελκύοντας ιδιώτες και funds που μπορούν να επενδύσουν πέρα από τα ακίνητα και σε επιχειρήσεις, με ολίγον περισσότερο κεφάλαιο (γύρω στα 400 χιλιάρικα του ευρώ).

 

Οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις καλπάζουν μέσα από τις τσιρίδες τους

Αυτή η μεγάλη και συμπυκνωμένη ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων προκαλεί τις αντιδράσεις των ξενοδόχων, οι οποίοι καταγγέλλουν αθέμιτο ανταγωνισμό και παραγγέλνουν έρευνες τόσο για τα διαφυγόντα κέρδη τους, τη (βαριά) φορολογία τους και τις θέσεις εργασίας που χάνονται όσο και για τις επιπτώσεις στην κατοικία [69]. Στόχος να πιέσουν για τη μερική ή την πλήρη απαγόρευσή τους. Παρόλο που έχει το ενδιαφέρον του, οι ξενοδόχοι να μιλάνε για «αθέατη εργασία» τη στιγμή που χρόνια τώρα οι τουριστικές σεζόν των ξενοδοχείων στηρίζονται πάνω στην αδήλωτη (δηλαδή την «αθέατη») εργασία καθενός και καθεμιάς, είναι εξοργιστικό ότι τα αφεντικά του ξενοδοχειακού κλάδου βγάζουν λόγο «συμπόνοιας» και «κατανόησης», για την αλλοίωση του κοινωνικού ιστού από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις. Φαίνεται ότι ο κοινωνικός ιστός γι΄αυτούς αρχίζει και τελειώνει στα όρια της Αθήνας. Από εκεί και πέρα ο αιγιαλός και τα δάση αποτελούν ντεκόρ των κατά τόπους τουριστικών επιχειρήσεων [70].

 

Τους τελευταίους μήνες όλο και πληθαίνουν τα συνέδρια των τουριστικών και ξενοδοχιακών επιχειρήσεων, ανά την ελληνική επικράτεια. Σε αυτά παρουσιάζονται πολλές και διαφορετικές έρευνες, οι οποίες συγκλίνουν σε ένα δίπολο. Από τη μια οι υγιείς επιχειρήσεις του ξενοδοχειακού κλάδου και από την άλλη ο αθέμιτος ανταγωνισμός των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Μέσα από υπαρξιακά ερωτήματα για τον «τουρισμό του αύριο» ή για την «μετάλλαξη του τουρισμού», επιχειρούν ερμηνείες της αγοράς τη στιγμή που ήδη παίρνουν θέση. Εμπλουτίζουν το δημόσιο λόγο με προβλέψεις για σταθεροποίηση (αν όχι μείωση) των τουριστικών ροών το καλοκαίρι του 2019, λόγω (ξανα)ανοίγματος γειτονικών τουριστικών αγορών, όπως αυτές της Τουρκίας και της Αιγύπτου ή εξαιτίας των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων στη Μ. Βρετανία, που αποτελεί βασικό τροφοδότη της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας. Παρόλα αυτά επενδύουν συνεχώς σε νέες ξενοδοχειακές μονάδες στο κέντρο της Αθήνας, αν και μελετητές της αγοράς ξενοδοχειακών ακινήτων αλλά και οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι θα χρειαστούν 600.000 παραπάνω τουρίστες για να καλύψουν καταρχήν, τις προσφερόμενες κλίνες για τη νέα τουριστική σεζόν [71].

 

Αποτέλεσμα όλων αυτών των ξενοδοχειακών πιέσεων είναι και το νομοσχέδιο για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις που κατατίθεται το 2017 (νόμος 4472/2017) και επιβάλλει, μεταξύ άλλων, την εγγραφή σε ειδικό μητρώο αλλά και την αυξημένη φορολόγηση σε σχέση με το φόρο ενοικίου. Σύμφωνα με το νόμο, το εισόδημα που αποκτάται από φυσικά πρόσωπα μέσω της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτου, είναι εισόδημα από ακίνητη περιουσία και φορολογείται από 15% έως 35%. Παρόλα αυτά και οι ίδιοι οι ξενοδόχοι προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, αναπτύσσοντας παράλληλα με τη δραστηριότητά τους και ένα κομμάτι διαχείρισης ακινήτων προς βραχυχρόνια μίσθωση [72].

petralona-by-day_i.jpg
bottom of page