top of page

Από κάτοικοι, επιχειρηματίες

Σημειώσεις

 

1. Λαμπροπουλου Δ., Οικοδόμοι – Οι άνθρωποι που έχτισαν την Αθήνα, 1950-1967, Αθήνα, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2009.

 

2. Λεοντίδου Λ., Φτωχογειτονιές της ελπίδας, Athens Social Atlas, Απρίλιος 2017.

 

3. Μαντουβάλου Μ., Ο Πολεοδομικός Σχεδιασμός της Αθήνας (1830-1940), επίμ. Χ. Σακελλαρόπουλος, στο «Από την Ακρόπολη της Αθήνας στο λιμάνι του Πειραιά. Σχέδια Ανάπλασης Αστικών Περιοχών», Αθήνα, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο – Politechnico di Milano, 1988.

 

4. Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ., «Η πολυκατοικία της αντιπαροχής και ο κάθετος κοινωνικός διαχωρισμός», Athens Social Atlas, Δεκέμβριος 2015, στο: www.athenssocialatlas.gr (Ανακτήθηκε 2.7.2019).

 

5. Για την ιστορία της εγκατάστασης των προσφύγων στην Αθήνα και τους προσφυγικούς οικισμούς βλ. και Λεοντίδου Λ., «Φτωχογειτονιές της ελπίδας», Athens Social Atlas, Απρίλιος 2017, στο: www.athenssocialatlas.gr (Ανακτήθηκε 2.7.2019).

 

6. «Βασικά κριτήρια της χωροθέτησης των προσφυγικών οικισμών αποτελούν η προσφορά φτηνής εργατικής δύναμης στις βιομηχανίες-βιοτεχνίες της Αθήνας και του Πειραιά, παράλληλα με την κοινωνική τους απομόνωση (ανάγκη διατήρησης “ομοιογενούς κοινωνικού περιβάλλοντος”) και τις διαφοροποιημένες, ήδη, τιμές αστικής και περιαστικής γης». Στο Κοτζαμάνης Β., «Αθήνα, 1848-1995. Η δημογραφική ανάδυση μιας μητρόπολης», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τ. 92–93, 3-30 , Αθήνα, 1997. Διαθέσιμο στο: http://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/ekke/article/viewFile/7291/7011.pdf (Ανακτήθηκε 2.07.019).

 

7. «… η δημιουργία ενός μεγάλου πληθυσμού μικρο-ιδιοκτητών, αντί για ένα άκληρο προλεταριάτο, θεωρήθηκε ότι θα αποτρέψει τον κομμουνιστικό κίνδυνο» στο Λεοντίδου Λ., «Φτωχογειτονιές της ελπίδας», Athens Social Atlas, Απρίλιος 2017.

 

8. Η σχέση αυτή θα επαναληφθεί σε μεγαλύτερο βαθμό στην μετασοσιαλιστική Αλβανία.

 

9. «Η αντιπαροχή συνίσταται στη συμφωνία μεταξύ ενός οικοπεδούχου και ενός κατασκευαστή για την ανέγερση κτηρίου και την κατανομή μεταξύ τους της κυριότητας των διαμερισμάτων ή / και γραφείων-καταστημάτων που προκύπτουν από τη διαδικασία, με βάση κάποιο αρχικό συμβόλαιο που αποτυπώνει τη συμμετοχή της κάθε πλευράς στη σχετική επένδυση.» στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ., «Η πολυκατοικία της αντιπαροχής και ο κάθετος κοινωνικός διαχωρισμός», Athens Social Atlas, Δεκ. 2015.

Όταν λέμε όμως κάτοικοι τι εννοούμε; Η κατοικία μετά τον πόλεμο υπήρξε για την ελληνική κοινωνία, όχι απλά ένα μέσο κοινωνικής αναπαραγωγής αλλά και ένα μέσο αποκατάστασης. Ένα «σκληρό» μέσο αποταμίευσης με ορίζοντα την επόμενη γενιά. Η μετακίνηση από την ύπαιθρο στην πόλη, το εσωτερικό αυτό κύμα μετανάστευσης που διήρκησε από το 1950 μέχρι και τη δεκαετία του 1970, έφερε μεταλλάξεις στην κοινωνική δομή και στην ταυτότητα των ανθρώπων [1]. Η απουσία κοινωνικού κράτους που θα διασφάλιζε την ομαλότητα αυτής της μετάβασης μέσω της παροχής στέγης στον αστικοποιούμενο πληθυσμό, οδήγησε στην αυτοστέγαση, στη μικροϊδιοκτησία και στην αυθαίρετη δόμηση [2, 3]. Παράλληλα η διαμόρφωση της τάξης των μικροαστικών και μεσαίων στρωμάτων πιέζει για ποιοτικότερη κατοικία, ανάγκη στην οποία θα «απαντήσει» η αντιπαροχή που θεσμοθετείται το 1929 (ν. 3741/29) και πριμοδοτείται με φορολογικές διευκολύνσεις μετά τον πόλεμο:

 

Ο αυξανόμενος πληθυσμός της πόλης στεγάστηκε με δύο βασικούς τρόπους: τη λαϊκή αυτοστέγαση στην περιφέρεια της πόλης που εξυπηρέτησε κυρίως το μεγάλο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης της δεκαετίας του 1950 και 1960 και μέρος της οποίας ήταν η αυθαίρετη δόμηση. Τη στέγαση σε νέα σύγχρονα διαμερίσματα που παρήγαγε με καταιγιστικούς ρυθμούς η διαδικασία της αντιπαροχής και κάλυψε κυρίως τις ανάγκες ενός ευρέως φάσματος μεσαίων αλλά και λαϊκών στρωμάτων [4].

 

Τα δυο αυτά βασικά χαρακτηριστικά αφορούν την κοινωνική αναπαραγωγή ενός μεγάλου κομματιού του πληθυσμού που συνέρρεε στην πόλη προς αναζήτηση εργασίας κι όχι μόνο. Αυτή η μαζική μετακίνηση πληθυσμού επέδρασσε σημαντικά στην κοινωνική, οικονομική και ανθρώπινη γεωγραφία της πόλης. Το πρώτο χαρακτηριστικό είχε ήδη αναπτυχθεί κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και της εγκατάστασης 246.000 (33,2% επί του συνόλου του πληθυσμού) προσφύγων στην πρωτεύουσα, δίνοντας λύσεις στο στεγαστικό πρόβλημα που αρχικά «αδυνατούσε» να αναλάβει το κράτος [5]. Η μεγάλη αυτή συγκέντρωση του προσφυγικού πληθυσμού στην πρωτεύουσα δημιούργησε ανακατατάξεις στη δομή της. Από το μοντέλο που  τα φτωχά κοινωνικά στρώματα νοικιάζουν κατοικίες σε εσωτερικούς θύλακες της πόλης, σε αυτό που δημιουργούν με τα ιδία μέσα ολόκληρες συνοικίες στα πέριξ των βιομηχανικών συγκεντρώσεων [6]. Η εμφάνιση αυτών των προσφυγικών συνοικισμών αυτοστέγασης και ιδιοκατοίκησης έχει ήδη αλλάξει ριζικά τον χαρακτήρα της Αθήνας, όταν το κύμα της εσωτερικής μετανάστευσης αναζητεί κατοικία μετά το 1950. Η ιδιοκατοίκηση και η μικροϊδιοκτησία ενισχύεται, δημιουργώντας μια ιδιότυπη σχέση για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ανάμεσα στον αστικοποιούμενο αγροτικό πληθυσμό (που αποτελεί το εργατικό δυναμικό), στο αναπτυσσόμενο κεφάλαιο και στο κράτος.

Η συνθήκη στην Ελλάδα δεν αφορά ένα άκληρο προλεταριάτο που διαπραγματεύεται μέσω της εργασιακής του δύναμης και που για τη στέγασή του θα φροντίσει το κράτος, όπως συνέβη μεταπολεμικά στη δυτική Ευρώπη. Πρόκειται για εργάτες που έχουν ένα «κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους» και δημιουργούν τις λαϊκές συνοικίες (τον λεγόμενο δυτικό άξονα), οι οποίες χαρακτηρίζουν πολεοδομικά τη δομή της πρωτεύουσας μέχρι και το 1990. Η ταυτότητα αυτή που αποτέλεσε εν μέρει πολιτική επιλογή του μετεμφυλιακού κράτους [7] αλλά λειτούργησε και ως αυτόνομη πρακτική των μετακινούμενων κομματιών του πληθυσμού χαρακτήρισε την εργατική τάξη της Ελλάδας για πολλές δεκαετίες. Το ζήτημα της κατοικίας τέθηκε ως σχέση μεταξύ του αυτού εργατικού δυναμικού και του κράτους με όρους διαμεσολάβησης, με στόχο την νομιμοποίηση και την τακτοποίηση διαφόρων αυθαιρεσιών, καταπατήσεων καθώς και των τεχνικών παροχών (ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτροδότηση) [8].

 

Παράλληλα με την αστικοποίηση και την αστική εξάπλωση της πρωτεύουσας δημιουργούνται οι συνθήκες επέκτασης της αστικής πολυκατοικίας που από κατοικία των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων (κατά την περίοδο του μεσοπολέμου) επεκτείνεται στα μικροαστικά στρώματα και μαζικοποιείται μέσω της χρήσης του μηχανισμού της αντιπαροχής [9]. Η οικοδομή αποτέλεσε ουσιαστικό κομμάτι της παραγωγής και της οικονομίας εν γένει τις δεκαετίες του 60 και 70 απασχολώντας κομμάτι του εργατικού δυναμικού στις πόλεις. Επίσης, προκάλεσε έναν δυαδικό κοινωνικό διαχωρισμό τόσο σε επίπεδο γειτονιών, όσο και σε αυτό που ονομάστηκε κάθετος (ή καθ΄ ύψος) διαχωρισμός. Ταυτόχρονα, οργανώθηκε η ταυτότητα του μικροαστού, με το φαντασιακό ενός σπιτιού που μελλοντικά θα λειτουργήσει ως μέσω αποκατάστασης. Με όχημα την αντιπαροχής η κατοικία αρχίζει και μετατρέπεται από μέσο κοινωνικής αναπαραγωγής σε εργαλείο προσόδου. Διάφοροι μικροϊδιοκτήτες αποκτούν πολλαπλά διαμερίσματα και γίνονται εισοδηματίες. Πρόκειται για μια διαδικασία που θα μετασχηματίσει την κατοικία, κάνοντάς την μοχλό κοινωνικής ανόδου και όνειρο για πολλούς. 

 

Η κατοικία και η σχέση μας με αυτήν –ιδιοκτησιακή, χρηστική, κοινωνική, οικονομική– βρίσκεται λοιπόν στο επίκεντρο της διαδικασίας αστικοποίησης και μετασχηματισμού όχι μόνο της ελληνικής πόλης αλλά και του πληθυσμού. Το γεγονός ότι τα ¾ των κατοίκων της Αθήνας το 1961 είναι είτε πρόσφυγες του μεσοπολέμου είτε εσωτερικοί μετανάστες μετά τον πόλεμο, αποδεικνύει πόσο σημαντικές υπήρξαν αυτές οι διαδικασίες για την συγκρότηση των ταυτοτήτων της μεταπολεμικής περιόδου: της εργατικής, της μικροαστικής, της προσφυγικής, της λαϊκής ταυτότητας. Επίσης, αναδεικνύει το γεγονός ότι τα ζητήματα κοινωνικού ανταγωνισμού σε οικονομικό επίπεδο (μισθός, φορολογία κλπ.) επηρεάζονται διαχρονικά από τη σχέση μας με την κατοικία, την μικροϊδιοκτησία και την ιδιοκατοίκηση.

spititsami.jpg
petralona-by-day_i.jpg
bottom of page