Η γειτονιά ως σχέση
Η γειτονιά ως σχέση
Η μακρά διαδρομή της ιστορίας της υγείας και οι πολιτικές της απολήξεις
Σημείωσεις
1. Paul B. Preciado, Μαθαίνοντας τον ιό, Μάρτιος 2020, άρθρο στην ισπανική εφηµερίδα El Pais, µεταφρασµένο στο sfiggandotherchimeras.wordpress.com
2. Σχεδόν σε όλες τις θεωρίες των κοινωνικών συµβολαίων, υπάρχει η εκχώρηση κάποιων εκ των φυσικών ή µή δικαιωµάτων του ανθρώπου στον κυρίαρχο ή στην πλειοψηφία ώστε να διαφυλαχτεί η συνοχή και η ασφάλεια της κοινότητας. Μέσα από αυτήν την άτυπη σύµβαση µεταξύ των συµβαλλόµενων πηγάζει και η υπόσταση του κυρίαρχου, ο οποίος είτε µέσω του φόβου είτε µέσω της δικαιοδοσίας που του εκχωρείται µπορεί και έχει την υποχρέωση να επιβάλλει νόµους και κανόνες για το καλό του συνόλου της κοινότητας.
3. Στην παρούσα συνθήκη µε τον κορονοϊό Sars-Cov2, η φιγούρα του ασυµπτωµατικού παρουσιάζεται ως ένα από τα πιο επικίνδυνα κοµµάτια της λοίµωξης καθώς θεωρείται πως το ποσοστό των ασυµπτωµατικών φορέων είναι αρκετά µεγάλο και ακριβώς επειδή δεν ανιχνεύεται µέσω των απαραίτητων συµπτωµάτων, αυξάνεται η µεταδοτικότητά του ιού.
4. Ο όρος αυτός χρησιµοποιείται για να προσδιορίσει το σύστηµα της µαζικής παραγωγής που συνδέεται µε την καλλιέργεια των µαζικών αγορών τυποποιηµένων προϊόντων που δηµιούργησε ο H. Ford και βασιζόταν στους ηµιειδικευµένους χειρώνακτες εργάτες και την ιεραρχική κάθετη οργάνωση.
5. Για ένα λεξικό βασικών εννοιών που έχουν να κάνουν µε την υγεία (πέρα και από τον ορισµό της ίδιας), µπορείτε να δείτε και εδώ.
6. G.Agamben, Η επιδηµία και η πολιτική, Παρέγκλισις, 2020, σελ.18.
7. G. Canguilhem, Το κανονικό και το παθολογικό, Νήσος, 2007, σελ. 65.
8. Βλέπε και κείµενο Ασθενείς πόλεις, σελ. 20.
9. Για µία διαδροµή αυτής της σχέσης στο σήµερα δες και το κείµενο του Rob Wallace Σηµειώσεις πάνω σε έναν καινοφανή Κορονoϊό σε µετάφραση που µπορείτε να βρείτε εδώ: sfiggandotherchimeras.wordpress.com. Αλλά και το βιβλίο Big Farms Make Big Flu: Dispatches on Influenza, Agribusiness and the Nature of Science του ίδιου συγγραφέα, έκδοση του 2016.
10. Βλέπε και το κείµενο του Θανάση Λάγιου, Νόµος και Κανόνας: Επιστήµη και Βιοπολιτική, στο www.lesandmore.gr
11. Νόµος 3370/2005, ΦΕΚ 176/Α /11.7.2005, Oργάνωση και λει-τουργία των υπηρεσιών δηµόσιας υγείας και λοιπές διατάξεις.
Θεωρώντας πως για να ασχοληθούµε µε το θέµα της εξάπλωσης της λοίµωξης covid19 πρέπει να αναφερθούµε πρώτα σε βασικές έννοιες και ορισµούς που έχουν να κάνουν µε την υγεία, θα προσπαθήσουµε να δούµε κάποια σηµεία εννοιολογικών και ιστορικών αλλαγών που έχουν να κάνουν µε αυτό που ονοµάζουµε επιστήµες της υγείας. Έτσι θα προσπαθήσουµε να ψηλαφίσουµε την ιστορική διάσταση των ορισµών της υγείας, αλλά και της δηµόσιας υγείας, ως κοµβικά σηµεία ώστε να µπορέσουµε να κατανοήσουµε λίγο καλύτερα την κατάσταση που ζούµε τους τελευταίους µήνες.
Ακολουθώντας την πορεία της κοινωνικής σχέσης της υγείας και της δηµόσιας υγείας ιστορικά συµπεραίνουµε ότι τόσο η δηµόσια υγεία (από την κατασκευή της ως µορφή) όσο και η υγεία (εξ’ ορισµού αλλά και ως προϊόν) δε µπορούν να αποκοπούν από το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο. Μπορούµε να πούµε ότι οι έννοιες αυτές αποτελούν κοινωνικές σχέσεις που αναπροσαρµόζονται κυριαρχικά ανάλογα µε τις συνθήκες. «Εάν επανεξετάσουµε την ιστορία ορισµένων από τις παγκόσµιες επιδηµίες των τελευταίων πέντε αιώνων κάτω από το πρίσµα που µας προσφέρουν οι Michel Foucault, Roberto Espοsito και Emily Martin, είναι δυνατόν να επεξεργαστούµε µια υπόθεση που θα µπορούσε να πάρει τη µορφή µιας εξίσωσης: πείτε µου πώς οικοδοµεί η κοινότητά σας την πολιτική της κυριαρχία και θα σας πω τί µορφές θα λάβουν οι επιδηµίες σας και πώς θα τις αντιµετωπίσετε» [1]. Έχοντας ως βασικό στόχο τη διατήρηση της αντικειµενικότητας και της τιµής της αλήθειας, οι επιστήµες προσπαθούν να εκκινούν από «ασφαλή» στοιχεία, κυρίως ποσοτικοποιηµένα ώστε να έχουν µία συνέχεια επαναληψιµότητας. Πάνω σε αυτήν τη λογική, ακόµα και επιστήµες που έχουν να κάνουν µε παράγοντες που δεν µπορούν να µετρηθούν, να ποσοτικοποιηθούν και να αντιµενικοποιηθούν, προσπαθούν να διαµορφώσουν και να παρουσιάσουν τα αποτελέσµατα τους σε in vitro περιβάλλοντα. Μέσα σε αυτήν τη λογική, εντάσσονται και οι επιστήµες της υγείας, οι οποίες στο µεγαλύτερο κοµµάτι τους έχουν την τάση να αφαιρούν από το γενικότερο πλαίσιο όλους αυτούς τους (πολιτικούς) παράγοντες που δεν εκκινούν από το ίδιο το σώµα, όπως και την (πολιτική) µετάλλαξή και τις (πολιτικές) απολήξεις τους.
Η υγεία στην ιστορική της διάσταση
Η υγεία ορίζεται κοινωνικά και ο ορισµός της ιστορικά διαφέρει αποτυπώνοντας αξίες, θεσµούς, γνώσεις και σχέσεις της εκάστοτε κοινωνικής πραγµατικότητας. Από την αρχαιότητα έως και τους µεσαιωνικούς χρόνους, η υγεία ήταν η εσωτερική ισορροπία σώµατος και νου και η ισορροπία του ανθρώπου µε το περιβάλλον του, ως αρµονικά και αλληλεπιδρώντα στοιχεία του κόσµου. Η «φθαρτή σάρκα», ο «έκπτωτος άνθρωπος», η ασθένεια ως θεϊκή τιµωρία, η θεϊκή υπόσταση της υγείας, η Φύση και ο Άνθρωπος ως αδιαίρετα κοµµάτια της ενιαίας υπόστασης του Κόσµου και ο θάνατος ως βασικό στοιχείο αναφοράς είναι µερικά µόνο από τα παραδείγµατα που εννοιολογικά προσδιόριζαν την υγεία για αιώνες. Τον 17ο αιώνα ξεκινά η ρήξη της επιστήµης µε την παραδοσιακή ή και θρησκευτική ολιστική προσέγγιση µε τον καρτεσιανό διαχωρισµό του ανθρώπου σε πνεύµα και σώµα. Την ίδια περίοδο βλέπουµε µία αλλαγή στο βλέµµα της εξουσίας πάνω στην υγεία. Η εξουσία µέσα από τη µορφή του κράτους έρχεται («δικαιωµατικά» µέσα από την σύσταση των Κοινωνικών Συµβολαίων [2]) να διαχειριστεί την ίδια τη ζωή προσπαθώντας να την κατασκευάσει, να την πολλαπλασιάσει, να τη µεγαλώσει, να τη ρυθµίσει και να την ελέγξει. Έτσι, η επιστηµονική επανάσταση µέσα στο νέο κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο – όπως αυτό διαµορφώνεται στη δύση ιδιαίτερα µετά το 18ο αιώνα και µε την αλµατώδη βιοµηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη και την επικράτηση του καπιταλισµού – επιβάλλει σταδιακά µία µηχανιστική και τεχνοκρατική θεώρηση του κόσµου και του ανθρώπου. Στην ουσία, η αλλαγή αυτή στην οπτική της εξουσίας πάνω στη ζωή του ανθρώπου βασίζεται στην κεντρικότητα που έχει η ζωντανή εργασία και το σώµα στο νέο µοντέλο παραγωγής. Σχετίζεται επίσης µε την απόσχιση του ατόµου από την κοινότητα και την ένταξή του στο καπιταλιστικό σύστηµα παραγωγής. Η ευθύνη πλέον της υγείας αλλά και της αναπαραγωγής των παραγωγικών σχέσεων αναφέρεται και υπόκειται στο κράτος.
Στον δυτικό κόσµο, η ανάδυση της αστικής τάξης και η εγγυητική υπόσταση του κράτους όσον αφορά την διατήρηση της πρώτης ως άρχουσα δύναµη, άλλαξε και τους όρους µε τους οποίους οριζόταν η υγεία. Η αναλωσιµότητα των δούλων στο φεουδαρχικό σύστηµα αντικαταστάθηκε από την κρισιµότητα της υγείας του εργάτη στο εργοστάσιο καθώς ταυτόχρονα υπήρξε και µία ανάδειξη της υγείας, του σώµατος και της ζωής ως βασικά σηµεία της καπιταλιστικής (ανα)παραγωγής.
Η σηµασία του σώµατος ως αναγκαίου εργαλείου για την παραγωγική διαδικασία το καθιστά βασικό αντικείµενο µελέτης, επέµβασης και πειραµατισµού για την επιστήµη. Ο άνθρωπος-µηχανή αποτελεί το νέο πρόσφορο σύνολο στοιχείων προς διερεύνηση µε άµεσο αποτέλεσµα τον ανατοµικό κατακερµατισµό του και την ανασύσταση του ως ένα σύνολο λειτουργικών και επιτελικών υποσυστηµάτων. Η υγεία αρχίζει να προσεγγίζεται ως η σωστή λειτουργιά των επιµέρους συστηµάτων του ανθρώπινου σώµατος και έλλειψη κάποιας νόσου ή ανωµαλίας. Ταυτόχρονα, η επιστήµη της υγείας αποκτά καθοριστικό ρόλο επεµβαίνοντας στο σώµα για να αποµακρύνει ή να διορθώσει τα µη κανονικά-ζηµιογόνα στοιχεία, τις ανωµαλίες. Η πιο διαδεδοµένη προσέγγιση από την πλευρά της ιατρικής για την έννοια της υγείας επιµένει στον αρνητικό ορισµό της, ως την έλλειψη αναπηρίας ή νόσου του ατόµου. Δηλαδή, ένας άνθρωπος χωρίς συµπτώµατα φιγουράρει ως υγιές άτοµο [3].
Μέσα στον 20ο αιώνα, η επιστήµη της υγείας ακολούθησε πιο τεχνοκρατικές προσεγγίσεις πάντα σύµφωνα µε τις ανάγκες των εκάστοτε κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Με την εισαγωγή του φορντισµού [4] και του εργάτη-καταναλωτή, η ίδια η πραγµατικότητα δηµιούργησε µία νέα βιοµηχανία: αυτήν της υγείας. Η υγεία αποτελεί πλέον πέρα από προϋπόθεση της εργασίας και της αναπαραγωγής του είδους και προϋπόθεση της συντήρησης των κοινωνικών σχέσεων. Αποκαλύπτεται η ίδια πλέον ως εµπόρευµα και αποτελεί αναγκαίο όρο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, είναι σε θέση να οπλίζει µόνιµα και ανάλογα µε τις συνθήκες το λεξιλόγιο των κρατικών πολιτικών στον τοµέα της υγείας, αλλά και της εργασίας, του περιβάλλοντος, ακόµα και των εσωτερικών ή εξωτερικών σχέσεων.
Η προσέγγιση της υγείας αποκτά στη συνέχεια και µία ακόµη διάσταση: ο υγιής άνθρωπος είναι ο έχων πλήρη – σωµατική, ψυχική και κοινωνική – ευεξία (Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας, καταστατικό ίδρυσης, 1946), αυτός που συµµετέχει σωµατικά και διανοητικά στις κοινωνικές σχέσεις και έχει την ικανότητα να τροποποιεί ή να συµβιβάζεται µε το περιβάλλον (Καταστατικός Χάρτης Διεθνούς Συνεδρίου για την Προαγωγή της Υγείας, Οτάβα, 1986) [5]. Ο υγιής άνθρωπος πρέπει να είναι σε θέση να (ανα)παράγει, να καταναλώνει και να εντάσσεται (στο βαθµό που αυτό είναι θεµιτό για το σύνολο) στο (κοινωνικό) περιβάλλον του.
Ο Π.Ο.Υ., από τη συγγραφή του καταστατικού του και την επίσηµη ίδρυση του το 1948, αποτελεί τη διοικητική και συντονιστική αρχή για την υγεία εντός του συστήµατος των Ηνωµένων Εθνών. Παρά την αυτονοµία του όσον αφορά την ύπαρξη του, η χρηµατοδότησή του προέρχεται τόσο από τα κράτη όσο και από ιδιωτικούς φορείς. Η ίδια η ίδρυση του Π.Ο.Υ. µέσα σε µία ιστορική συγκυρία πολιτικής προοπτικής κοινωνικού κράτους, αλλά και η ιδιάζουσα σύστασή του που βασίζεται στην ύπαρξη των εθνικών συστηµάτων υγείας, αιτιολογούν τη συνεχή υποστήριξή του στα δηµόσια συστήµατα υγείας. Από την άλλη η ίδια η εξέλιξη των (περισσότερων) κρατικών πολιτικών προς µία πιο (νεο)φιλελεύθερη προοπτική ιστορικά, έχει επηρεάσει και το έργο του Π.Ο.Υ. τόσο στις προτάσεις του στην αντιµετώπιση φαινοµένων επιδηµιών όσο και στη διατύπωση βασικών εννοιών της θεµατικής της υγείας.
Από την πλευρά µας, η υγεία δε µπορεί να ορισθεί απόλυτα. Αποτελεί µία αφαίρεση, µία έννοια που παραπαίει µεταξύ ζωής και θανάτου, µεταξύ ατόµου και περιβάλλοντος, µεταξύ σώµατος και διάθεσης. Μία ολιστική αντίληψη της υγείας (όπως αυτή που επικρατούσε στο µεγαλύτερο µέρος της ανθρώπινης ιστορίας) προϋποθέτει την εναρµόνιση του ανθρώπου µε το περιβάλλον του, µε την ίδια την ιδέα του θανάτου (προσδίδοντας ίσως και µεταφυσικά στοιχεία σε αυτή τη σχέση). Η εµφάνιση της επιστήµης ως µίας νέας θρησκείας, ως µίας νέας αλήθειας, ανήγαγε τα χαρακτηριστικά της υγείας µέσα στον ίδιο τον ανθρώπινο οργανισµό και στις αιτιακές σχέσεις των πιο µικρών κατοίκων του, τόσο µεταξύ τους όσο και σε σχέση µε τα πιο µικρά σωµατίδια και την ενέργειά τους στο περιβάλλον. Σε αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλαν και οι εξελίξεις στην ιατρική µε την ανακάλυψη των µικροβίων και την παρασκευή των αντιβιοτικών, των εµβολίων κ.α.. Ο άνθρωπος ως σύνολο θωρακίστηκε µέσα στη µονάδα του και η υγεία ταριχεύθηκε µέσα σε σχέσεις σχεδόν µαθηµατικού τύπου όπου τα συµπτώµατα και η πρόληψη θεωρούνται πλέον το παν.
Η ιατρική ως απόλυτος ρυθµιστής της υγείας
Στο πέρασµα από µία ολιστική σε µία πιο τεχνοκρατική αντίληψη της υγείας, η θέση της µεταφυσικής στήριξης αναπληρώνεται από τη Ιατρική (µε την βοήθεια των θεµελιωδών εννοιών της βιολογίας) ως µία νέα θρησκεία, ως µία Αλήθεια. «Αυτή, ωστόσο, σε αντίθεση µε τη βιολογία, αρθρώνει αυτές τις έννοιες µε έναν γνωστικό-µανιχαϊστικό τρόπο, δηλαδή µε µία ακραία δυαδική αντίθεση.» [6]
Μία επιστήµη που στο πρακτικό της αποτύπωµα (την ιατρική πράξη), προϋποθέτει τη συνεργασία µε τον ασθενή ή έστω τη συναίνεση του δεύτερου. Τις περισσότερες φορές, η θεραπεία οποιασδήποτε µορφής βασίζεται στην εναπόθεση της ίδιας της ζωής από την πλευρά του ασθενή στα χέρια των επιστηµόνων. Η θυσία, το τελετουργικό του εξαγνισµού, τα πρακτικά ανταλλάγµατα στους ιατρούς στην αρχαιότητα, αντικαθίστανται από την λατρευτική παράδοση της ίδιας της ζωής στα χέρια της Αλήθειας. Ταυτόχρονα, η ιατρική πράξη περιορίζεται στη συµπτωµατολογική αντιµετώπιση της οποιασδήποτε ασθένειας µέσω της επεµβατικής ή της φαρµακευτικής θεραπείας, αδιαφορώντας για τους κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς, οικονοµικούς κ.α. παράγοντες που έχουν συνεισφέρει τόσο στην ίδια την ασθένεια όσο και στην επιλογή και τα όρια της ίδιας της ιατρικής πράξης από την πλευρά των υποκειµένων.
Η υγεία ή η ασθένεια ορίζονται άνωθεν, ετερο-προσδιορίζονται µε κριτήρια «αντικειµενικά», µαζικά, «αληθινά» απαξιώνοντας πολλές φορές την αντίληψη του ατόµου για τη σχέση µε το σώµα του και το µυαλό του. Ως επιστηµονικός, ο εκάστοτε ορισµός της υγείας «είναι» και αληθινός, δεν επιδέχεται αµφισβήτηση. Εποµένως, όσα χαρακτηριστικά των ανθρώπων βαφτιστούν από τον αρµόδιο ιατρικό ή ψυχιατρικό κλάδο ως ασθένεια µπορούν (ή θα µπορέσουν στο µέλλον) και πρέπει να «θεραπεύονται» ή και να προλαµβάνονται.
Η κυρίαρχη αντίληψη για την ασθένεια, έχοντας ενσωµατώσει το αρχαϊκό δίπολο «Καλό-Κακό», της αποδίδει ένα οντολογικό-δυαδικό περιεχόµενο, κατά το οποίο η ασθένεια είναι το «ξένο σώµα» που εισχωρεί στον «υγιή» οργανισµό. Η κανονιστική λειτουργία της υγείας είναι ευανάγνωστη: κανονικό είναι το Καλό, αµόλυντο σώµα και η ασθένεια είναι το µη κανονικό που πρέπει να εξαφανιστεί. Στο δεύτερο µισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου , αυτή η ποιοτική αντίληψη για την ασθένεια θα ανταγωνίζεται µία αντίστοιχη ποσοτική (καταρχήν στους κόλπους της επιστηµονικής κοινότητας). Διαµορφώνεται, λοιπόν, µία θεωρία «για τις σχέσεις ανάµεσα στο κανονικό και το παθολογικό, σύµφωνα µε την οποία τα παθολογικά φαινόµενα των ζωντανών οργανισµών δεν είναι τίποτα περισσότερο από ποσοτικές παραλλαγές, αυξοµειώσεις των αντίστοιχων φυσιολογικών φαινοµένων» [7]. Έτσι, η έννοια του υγιούς ή του ασθενούς όταν δεν εσωτερικεύεται, επιβάλλεται, αφήνοντας όλο και λιγότερο χώρο στο υποκείµενο για αυτοπροσδιορισµό, αυτοδιάθεση του σώµατος και του νου του και αναζήτηση µίας ισορροπίας βάσει του άµεσου βιώµατος µέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον.
Κάθε άνθρωπος κατηγοριοποιείται ως υγιής ή ασθενής για περιορισµένη ή όχι χρονική περίοδο, και µάλιστα στη δεύτερη περίπτωση υπό-κατηγοριοποιείται ανάλογα µε το βαθµό µη ικανότητας του ή ακόµα και επικινδυνότητας του σε σχέση µε τους άλλους ή τον εαυτό του. Η ασθένεια όµως ακολουθεί διαδροµές παράλληλες µε τις κοινωνικές και πολιτισµικές συνθήκες. Ανάλογα τις περιβαλλοντικές συνθήκες, τη διατροφή, την πρόσβαση στο νερό, των συνθηκών εργασίας και κατοικίας αλλά και τις πολιτισµικές συνθήκες όπως ήθη, έθιµα και θεσµοί, οι ασθένειες εµφανίζονται και εξαφανίζονται [8]. Η λέπρα τον 14ο αιώνα, η πανώλη τον 15ο, η σύφιλη τον 16ο, η ιλαρά τον 17ο και 18ο, η φυµατίωση τον 19ο, η γρίπη αλλά και το AIDS τον 20ο αιώνα. Η διεπα-φή δε πολιτισµών, ειδών και οικοσυστηµάτων που δεν είχαν επαφές συνοδεύεται πάντα από ασθένειες µε χαρακτήρα επιδηµίας [9]. Κάθε εποχή έχει τις δικές της ασθένειες και κάθε ασθένεια αναπαρίσταται και βιώνεται διαφορετικά σε κάθε εποχή, καθοριζόµενη από τις µορφές του κοινωνικού ανταγωνισµού αλλά και από το περιβάλλον ως πολιτισµικό πλαίσιο.
Η επιδηµία και η υγεία ως σύστηµα – Η Δηµόσια Υγεία
Μέσα στους αιώνες, από την αρχαιότητα µέχρι και το 19ο περίπου αιώνα, οι επιδηµικές λοιµώξεις αποτελούν την κυρίαρχη µορφή ασθένειας (πανώλη, λέπρα, ελονοσία, φυµατίωση κ.ά.). Οι επιδηµίες όπως και οι πανδηµίες καθιστούν την ασθένεια ένα συλλογικό φαινόµενο που αφορά όλον τον πληθυσµό µίας κοινότητας. Ταυτίζονται µε το Κακό και τη θεία τιµωρία, προκαλούν το φόβο και η αντιµετώπιση τους δεν είναι απαραίτητα θεραπευτική αλλά πολλές φορές (και) κατασταλτική.
Η επιδηµία νοείται ως η έξαρση µίας ασθένειας µαζικά σε ένα συγκεκριµένο πληθυσµό σε µία συγκεκριµένη χρονική στιγµή. Η γρήγορη και πιο ευρεία σε πληθυσµό έξαρση της ασθένειας σε µία ευρύτερη περιοχή ή και όλο τον πλανήτη αποτελεί την πανδηµία. Ξεπερνώντας αυτόν τον ορισµό, οι δυο αυτές έννοιες δεν µπορούν να ειδωθούν µόνο υπό το πρίσµα µίας ιατρικής-βιοστατιστικής δυναµικής. Αποτελούν πολιτικές έννοιες και προϋποθέτουν συγκεκριµένες πολιτικές και πολιτισµικές διαδικασίες και βάσεις για την εµφάνιση και την ανάπτυξή τους. Υπό αυτό το πρίσµα δεν µπορούµε να παραβλέψουµε την πολιτική διάσταση της οργάνωσης και διαχείρισης της δηµόσιας υγείας µέσα στα χρόνια από την πλευρά των κρατών.
Παράλληλα, ανάλογα µε κάθε εποχή, αλλά και ασθένεια διαµορφώνεται και επιλέγεται και η αντίστοιχη αντιµετώπιση. Έτσι, ενώ η λέπρα αντιµετωπίστηκε µέχρι και τον 19ο αιώνα κυρίως µέσω του αποκλεισµού και της εξορίας από το χώρο (δηµόσιο και ιδιωτικό), άλλες περιπτώσεις ασθενειών αντιµετωπίστηκαν µέσω του περιορισµού (εγκλεισµού) και ελέγχου του ασθενή (π.χ. στην περίπτωση της πανούκλας). Σε αυτές τις περιπτώσεις παρατηρούµε την πραγµατικά διαφορετική αντιµετώπιση που µπορεί να υπάρξει απέναντι σε δυο επιδηµίες, κάτι που οφείλεται τόσο στον «χαρακτήρα» της ίδιας της ασθένειας, όσο και στην πολιτική και επιστηµονική επιλογή που συντελείται πάντα µέσα στην αναδιαµόρφωση των κοινωνικών σχέσεων και δυναµικών.
Συνοπτικά, θα µπορούσαµε να πούµε ότι οι επιλογές αντιµετώπισης των επιδηµιών που ακολουθούνται τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πάψει να λειτουργούν στην δυναµική ενός οριστικού στιγµατισµού και της απόστασης-διωγµού του ασθενή από τον κοινωνικό χώρο, αλλά βασίζονται όλο και περισσότερο στην ταυτόχρονη υγειονοµική εγγύτητα και κοινωνική αποστασιοποίηση εντός του αστικού ή µη χώρου. Δηλαδή από τη µια έχουµε το υγειονοµικό βλέµµα που πρέπει να βρίσκεται παντού και να ελέγχει διάφορες πτυχές της καθηµερινότητας του (εν δυνάµει) ασθενή και από την άλλη πρέπει να υπάρχουν αυτές οι συνθήκες αποστασιοποίησης και καραντίνας του, ώστε να λειτουργήσει το σχήµα αυτό. Έτσι ενώ στην περίπτωση της λέπρας βλέπαµε την εξορία του ατόµου για την κάθαρση του πληθυσµού, πλέον περνάµε στην µέριµνα για τον πληθυσµό µέσω του ελέγχου του ατόµου. [10]
Η δηµόσια υγεία αποτελεί ένα σύνολο επιστη-µών (από τη βιολογία και την ιατρική µέχρι τη στατιστική και την πληροφορική) που ασχολείται µε την προστασία και τη βελτίωση της υγείας των ανθρώπων και των κοινοτήτων τους, κάτι που πετυχαίνει µε την προώθηση συγκεκριµένων τρόπων ζωής, την έρευνα πρόληψης ασθενειών και τραυµατισµών και την ανακάλυψη, πρόληψη και αντιµετώπιση λοιµωδών ασθενειών. Ερχόµενοι στο ελληνικό παράδειγµα, δεν µπορούµε παρά να επισηµάνουµε την πολιτική διάσταση που (όπως και σε άλλα κράτη) ενέχει η δηµόσια υγεία, κάτι που µπορούµε να συµπεράνουµε και από τον ορισµό που δίνεται από την πλευρά της πολιτείας: «Η δηµόσια υγεία είναι επένδυση για τη διατήρηση και βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας. Ως δηµόσια υγεία ορίζεται το σύνολο των οργανωµένων δραστηριοτήτων της πολιτείας και της κοινωνίας, που είναι επιστηµονικά τεκµηριωµένες και αποβλέπουν στην πρόληψη νοσηµάτων, στην προστασία και την προαγωγή της υγείας του πληθυσµού, στην αύξηση του προσδόκιµου επιβίωσης και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής [...] Η δηµόσια υγεία είναι, πρωτίστως, άσκηση δηµόσιας πολιτικής και γίνεται µε την ευθύνη του κράτους.» [11]
Προσπαθώντας να βρούµε τις απαρχές των συστηµάτων υγείας και των εννοιών των κοινωνικών σχέσεων της υγείας και της ασθένειας ιστορικά, συναντάµε τις επιδηµίες και τις ασθένειες µέσα σε ένα σχετικά πυκνοκατοικηµένο αστικό τοπίο. Η επιδηµία, η πόλη, το στρατόπεδο, το εργοστάσιο είναι λέξεις και σηµεία συνυφασµένα στην ιστορική τους δυναµική. Οι κοινωνικοί µετασχηµατισµοί, οι σχέσεις παραγωγής, οι χρόνιες πολεµικές καταστάσεις και οι µετακινήσεις πληθυσµών έχουν αποτελέσει αιτίες ή και συνεπακόλουθα ασθενειών ή και επιδηµιών.
Από τον φόβο στον έλεγχο – η κρατική διαχείριση
Σε συνέχεια του φόβου που προκαλούν οι επιδηµίες (όσον αφορά την ίδια την υγεία ή την ζωή των υποκειµένων), ένα ακόµα βασικό σηµείο που αναπτύσσεται από τα κράτη σε συνεργασία µε τις νουθεσίες των επιστηµών της υγείας, είναι η δηµιουργία της ενοχής του υποκειµένου. Μία ενοχή που συντρέχει µε τη ρητορική της ατοµικής ευθύνης (που σε δύσκολες στιγµές κάθε κράτος επικαλείται) και βασίζεται πρώτα απ’ όλα στη συρρίκνωση της κοινωνικής διάστασης της υγείας. Οι κρατικές επιλογές της προσταγής και της απαγόρευσης έχουν ένα διττό ρόλο. Πέρα από την αποτελεσµατικότητα που µπορεί να έχουν τα ίδια τα κατασταλτικά µέτρα (καραντίνα, απαγόρευση συναθροίσεων, κ.α.) συµπεριλαµβανοµένου της όποιας τιµωρητικής τους µορφής, βασική είναι και η έµφαση στην αποτελεσµατικότητα της προσταγής και η υποτίµηση της ίδιας της ανάγκης του ατόµου να µείνει σπίτι, να προφυλαχθεί, να προφυλάξει άλλους, να µη νοσήσει. Το δικαίωµα και η επιλογή κάθε ατόµου υποβιβάζεται έναντι των προσταγών του κράτους, και η ασθένεια αποτυπώνεται ως η µη συµµόρφωση του ατόµου στην κρατική ή επιστηµονική προσταγή. Η ενοχή του κάθε ατόµου-ασθενή συνυφαίνεται µε την ατοµική ευθύνη (που κατά κόρον αναφέρει η σύγχρονη ιατρική) και στην πραγµατικότητα οι (εν δυνάµει) ασθενείς-δικαιούχοι φροντίδας και προστασίας (που κατά τ’ άλλα θα ήταν θύµατα µίας τυχαίας περίστασης) γίνονται υπόχρεοι συµµόρφωσης προς τις προσταγές ή εν δυνάµει δολοφόνοι.
Οι επιστήµες της υγείας εδώ και δεκαετίες αναφέρονται στην ατοµική ευθύνη και σε συνθήκες επιδηµίας η κρατική διαχείριση δε θα µπορούσε να µην την υιοθετήσει. Απέναντι στην κατάρρευση της πρακτικότητας µίας ολόκληρης βιοµηχανίας (υγεία) και την επιτελεστικότητα ενός κράτους - φροντιστή, η κυρίαρχη διαχείριση δεν µπορεί παρά να µετακυλίσει το βάρος και την ευθύνη στον έτερο του κοινωνικού συµβολαίου, τον πολίτη, το άτοµο.
Παράλληλα µε την ατοµική ευθύνη και τη δηµιουργία ενοχών στα υποκείµενα, µία σταθερή τεχνική που εντοπίζεται τόσο στην κρατική διαχείριση των επιδηµιών όσο και στη βάση των επιδηµιολογικών εκθέσεων είναι η χρήση και η προβολή της υπόθεσης της χειρότερης δυνατής κατάστασης (worst case scenario). Και µπορεί η χρήση της όσον αφορά τα µαθηµατικά µοντέλα των επιδηµιολόγων να δικαιολογείται µιας και αποτελεί µία από τις βασικές τεχνικές όσον αφορά στην εξαγωγή συµπερασµάτων, από την άλλη η θεαµατική χρήση της από την πλευρά της κρατικής διαχείρισης δεν αποσκοπεί σε τίποτα παραπάνω από την εντύπωση του φόβου στο κοινωνικό πεδίο.
Ένας διάχυτος φόβος για το χειρότερο σενάριο, ο οποίος πέρα από την εγγραφή µίας µόνιµης εν δυνάµει αιτιακής σχέσης κάθε ατοµικής κίνησης µε το σενάριο αυτό (µε την συνεπακόλουθη ένταση της ενοχής και την υιοθέτηση της ατοµικής ευθύνης), αποτελεί και εκείνο το σηµείο όπου αναγνωρίζεται η επικινδυνότητα της επιδηµίας σε έναν τέτοιο υπερθετικό βαθµό που το άτοµο αδυνατώντας να λειτουργήσει αντανακλαστικά σε ένα ευρύτερο συλλογικό επίπεδο, εναποθέτει την κατάσταση στα χέρια των ειδικών.
Η κρατική αναδίπλωση στην πολιτική του φόβου ως το µόνο εναποµείναν πεδίο απόσπασης συναίνεσης, αλλά και ο τρόπος που τελικά όλες οι εκδοχές απειλών µπορούν να αναχθούν σε µετωνυµίες του αόρατου (εσωτερικού) εχθρού µέσα σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από όλο και µεγαλύτερη πόλωση, αποτελούν τη σύγχρονη πραγµατικότητα. Μέσα από αυτό το πλαίσιο κρατικών πολιτικών και την αντίστοιχη επιστηµονική επιχειρηµατολογία, το κοινωνικό σύνολο και στη συνέχεια το άτοµο εκπαιδεύεται στο φόβο, την πειθάρχηση, την µοναχική η οικογενειακή ασφάλεια του και ατοµικά πλέον θυσιάζει δυναµικά κοµµάτια των δικαιωµάτων, των επιλογών του και των αξιών του για το «κοινό καλό».
Εντός αυτού του πλαισίου, οι απαγορεύσεις, ο περιορισµός των µετακινήσεων και η κανονικοποίηση της (υγειο)νοµικής συνθήκης έρχονται να επιβληθούν πάνω στις επιλογές των υποκειµένων. Το δικαίωµα στην ατοµική φροντίδα, την επιµέλεια και την αυτοδιάθεση του σώµατος και της υγείας αφαιρείται και µετονοµάζεται σε υποχρέωση απέναντι στο γειτονικό υποκείµενο. Πλέον δεν έχει σηµασία αν κάποιο (συλλογικό) υποκείµενο έχει επιλέξει π.χ. τον αυτοπεριορισµό του (για οποιοδήποτε λόγο), γιατί ήδη έχει προλάβει – χρονικά και δοµικά – να το επιβάλει το κράτος µέσω του Νόµου για το καλό του ίδιου και του συνόλου. Ταυτόχρονα, αυτή η υποχρέωση δεν εκλείπει στο περιεχόµενο του νόµου, αλλά (επαν)εγγράφεται ως κανονιστική αρχή στις κοινωνικές σχέσεις, τις νόρµες, την καθηµερινότητα.
Από την ρύθµιση των επιτρεπόµενων αποστάσεων και την επέκταση των υγειονοµικών κανόνων µέχρι τον προσδιορισµό, την κατηγοριοποίηση και την ιεράρχηση των ζωτικών, προσωπικών και επαγγελµατικών αναγκών, η κρατική διαχείριση της πανδηµίας εισβάλλει στα εναποµένοντα ιδιωτικά και αυτόνοµα σηµεία της ύπαρξής µας. Ταυτόχρονα, η ίδια αυτή διαδικασία µας µεταµορφώνει ex lege (από το νόµο) σε υπάρξεις µε υγειονοµικές υποχρεώσεις και δικαιώµατα σε συγκεκριµένο τόπο και χρόνο.