Η γειτονιά ως σχέση
Η γειτονιά ως σχέση
Ιστορίες εξευγενισμού στις γειτονιές μας
Δεκαετία του ‘90, ίδρυση της ΕΑΧΑ. Το πρόγραμμά της για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της πόλης. Χάρτης από το Αρχείο Σχεδίου Πόλεως του Δήμου Αθηναίων. Πηγή του χάρτη: Athens Social Atlas.
Σημειώσεις
1. Υπουργείο Παιδείας-Μητροπόλεως, Παλαιό Εφετείο-Σωκράτους, κτίριο ΙΚΑ-Πειραιώς, Χρηματιστήριο Αθηνών-Σοφοκλέους, www.kathimerini.gr/ 389088/article/epikairothta/ellada/ktiria-tsimentenioi-deinosayroi-perimenoyn-na-3anazwntaneyoyn
2. Συγκεκριμένα αυτός του ο ρόλος ως ο κόμβος των υπηρεσιών, των μεγάλων εταιριών, του κέντρου των αποφάσεων, αποδομήθηκε σταδιακά με την ανάπτυξη της πόλης προς τα προάστια. Πλέον τα νέα κτίρια σύμβολα χτίζονται εκτός του κέντρου και οι περισσότερες μεγάλες εταιρίες έχουν την έδρα πάνω σε κάποιον μεγάλο οδικό άξονα (Κηφισίας, Μεσογείων, Συγγρού, κ.α.).
3. Ως τόπος παραγωγής, εμπορίου και κατοικίας των εργαζομένων και των επιμέρους σχέσεων μεταξύ τους, η βιομηχανική πόλη αποτύπωνε αυτούς τους συσχετισμούς στην οργάνωση και στην ανάπτυξή της.
4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί απόσπασμα από το πόρισμα για «Ένα σχέδιο για το Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας» του 2010 της ειδικής μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος: «Τα ποσοστά κατοίκησης στο Ιστορικό Κέ-ντρο αγγίζουν το μόλις 3-4%, ενώ η υπερσυγκέντρωση μεταναστών με νόμιμα ή μη έγγραφα γίνεται χωρίς να υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές». Δηλαδή και πολύ μικρή κατοίκηση και υπερσυγκέντρωση. Μαγικό!
5. Βλέπε και «RethinkAthens και η ιδεολογική/συμβολική σημασία του αθηναικού κέντρου». Μπροσούρα που κυκλοφόρησε από το αυτοδιαχειριζόμενο στέκι της αρχιτεκτονικής.
6. Γεωβάση Αττικής: Η εξέλιξη του Λιανικού εμπορίου 1978-2010. Οργανωτική-Λειτουργική αναδιάρθρωση και χωρο-κοινωνικές επιπτώσεις, Τομέας Γεωγραφίας και περιφερειακού Σχεδιασμού της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ, ΕΣΕΕ-ΙΝΕΜΥ, 2012.
7. ΕΣΥΕ (2009), Απογραφή πληθυσμού-κατοικιών,18 Μαρτίου 2001. Πειραιάς. Διαθέσιμο στο dlib.statistics.gr/Book/ GRESYE_02_0101_00098 .pdf.
8. ΕΛΣΤΑΤ-ΕΚΚΕ (2015), Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011. Διαθέσιμο στο panorama.statistics.gr.
9. Αυτή η διαδικασία αποτελεί κομμάτι της ευρύτερης διαχρονικής οικιστικής πολιτικής του κράτους.
10. Για περισσότερα σχετικά με τον ανταγωνισμό των πόλεων δες Sashia Saschen, 1991, The global city:
New york, Tokyo, London: Priston
University Press.
11. Το Πρόγραμμα της ΕΑΧΑ Α.Ε. είναι ένα κοινό πρόγραμμα των υπουργείων ΠΕΧΩΔΕ και Πολιτισμού που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό παρεμβάσεων σε έξι περιοχές του ιστορικού κέντρου της Αθήνας: 1.Κεραμεικός - Πειραιώς - Ιερά Οδός - Γκάζι - Θησείο / 2.Αρχαία Αγορά - Ρωμαϊκή Αγορά και Βιβλιοθήκη Αδριανού - Πλάκα / 3. Ακρόπολη - Άξονας Διονυσίου Αρεοπαγίτου-Αποστόλου Παύλου - Φιλοπάππου - Μακρυγιάννη / 4. Ακαδημία Πλάτωνος - Μεταξουργείο - Ψυρρή / 5.Εμπορικό Τρίγωνο (Σταδίου - Μητροπόλεως - Ερμού - Αθηνάς) - Μοναστηράκι / 6. Ολυμπιείο - Ζάππειο - Στάδιο - Αρδηττός.
12. Ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελεί και η αλλαγή στη διαδικασία παραγωγής του χώρου μέσω της εκχώρησης δικαιωμάτων διαχείρισης, σχεδιασμού, εκτέλεσης και εκμετάλλευσης σε μεικτά σχήματα δημοσίου-ιδιωτικού τομέα.
13. Το συγκεκριμένο φεστιβάλ θα σταματήσει το 2009 και η επαδιοργάνωσή του το 2012 στην Διπλάρειο Σχολή, στην πλατεία Θεάτρου, θα ενταχθεί στον λόγο και το σχεδιασμό ανάπλασης της πλατείας που αποτελεί μια «εστία εγκληματικότητας».
14. Το ξεκίνημα γίνεται το 2003 με την Athens Voice που δημιουργείται από κόσμο που δουλεύει στο ΚΛΙΚ, διεκδικώντας τη «φωνή της πόλης» όπως αποτυπώνεται στο editorial του 1ου τεύχους www.athensvoice.gr/issues/paper/1. Θα ακολουθήσουν οι LIFO, FAQ, και πολλά άλλα περιοδικά αστικού lifestyle.
15. Το BIOS είναι ένας μεταβλητός πολυ-λειτουργικός χώρος που περιλαμβάνει χώρους για live συναυλίες, μπαρ, χώρους για θεατρικές παραστάσεις και περφόρμανς, χώρους για πρόβες, δημιουργικό γραφείο, αίθουσα προβολών και χώρο εικαστικών εγκαταστάσεων, που άνοιξε το 2003, www.lifo.gr/mag/ features/649.
16. Αυτή η αποδοχή της ετερότητας μοιά-ζει αντιφατική σε σχέση με το λόγο που βγαίνει για το κέντρο της πόλης το επόμενο διάστημα, αν κανείς αναζητήσει άρθρα του συντηρητικού αστικού τύπου όπως της Λίνας Γιάνναρου στην Καθημερινή, όπου πίσω από τα έθνικ χρώματα και αρώματα βλέπουν μία ραγδαία επικίνδυνη και εχθρική περιοχή.
17. Για την συμβολή της εναλλακτικής κουλτούρας και της κατανάλωσης στον μετασχηματισμό της πόλης βλ. και το ξεχωριστό θέμα «Η λειτουργία του gentrification», σελ. 31.
18. Η απομάκρυνση των οχλούσων δραστηριοτήτων αποτέλεσε βασική συνιστώσα της πολιτικής της παρέμβασης στο εμπορικό τρίγωνο, όπως αποτυπώνεται και στην έρευνα «Η πεζοδρόμηση του εμπορικού τριγώνου, Ένα μεγάλο ξεκίνημα για το κέντρο της Αθήνας», ΕΜΠ, Τμήμα πολιτικών μηχανικών, Τομέας μεταφορών και συγκοινωνιακής υποδομής, Αθήνα,1998.
19. Παράλληλα η απασχόληση σε μπαρ και εστιατόρια στην ευρύτερη περιοχή του ιστορικού κέντρου αυξάνεται κατά 90% στη δεκαετία 1991-2001, και η απασχόληση στη βιοτεχνία μειώνεται κατά 30%.. Πηγή το ίδιο πόρισμα.
20. «Η Α.V. σκανάρει το αθηναϊκό down town. Μοιάζει με μεθυσμένο νησί. Πάρκο ψυχαγωγίας. Φιλόξενο στέκι. Mε ετερόκλητο καλλιτεχνικό παζλ. Ανοιχτή εφημερίδα. Κυκλοφορείς στους δρόμους του “νέου κέντρου” –στο Ψυρρή, το Μεταξουργείο, το Βοτανικό, το Γκάζι– και βλέπεις παντού αφίσες ή flyers από παραστάσεις, εκθέσεις, πάρτι, dj-sets και ό,τι άλλο συμβαίνει στις περιοχές που “όλο κάτι γίνεται”. Παίρνεις μια ιδέα του τι συμβαίνει στην πόλη, χωρίς να χρειαστεί να ψάξεις αλλού», Athens Voice, τεύχος 22.03.2007.
21. Η «κλασσική urban συνταγή» ενός πολυχώρου, δηλαδή «μπαρ, μπιστρό, γκαλερί, πωλητήριο» όπως δίδεται από το popaganda.gr/arage-to-thisio-zei-monaxa-tis-kyriakes.
22. «Όσο γέμιζε το Ψυρρή, τόσο ο κόσμος έψαχνε και άλλες λύσεις. Kαι το Γκάζι ήρθε να μας σώσει. Ψιλο-underground καταστάσεις, αρχικά με το καφέ-μεζεδοπωλείο της (ομώνυμης) Eυτυχίας στη Bουτάδων να σερβίρει σε ρυθμούς Iκαρίας στην αυλή, και φυσικά μέγιστη η συμβολή του Φεστιβάλ Kόμιξ της Bαβέλ που έβαλε την Tεχνόπολη στο χάρτη», «Bάλαμε φωτιά στα φρένα και μας έμεινε... το Γκάζι», Athens Voice, τεύχος 22.03.2007.
23. Για τη διαδικασία μετάλλαξης του Γκαζιού βλέπε Αlexandri Georgia, 2005, «The Gas Disctrict gentrification story»: Department of City and Regional Planning Cardiff University.
24. Μεγάλα διαμερίσματα με ενιαία και ανοιχτή κάτοψη που μετατράπηκαν από μικροβιοτεχνικοί χώροι σε διαμερίσματα κατοικίας πολυτελείας, σε περιοχές που υφίσταντο διαδικασίες gentrification. Αργότερα αυτονομήθηκε ως όρος περιγράφοντας τα ευρύχωρα, ενιαία διαμερίσματα, νέα ή ανακαινισμένα, που απευθύνονταν σε συγκεκριμένο κοινό αγοραστών, αυτής της μεταβιομηχανικής αισθητικής.
25. Kατάληψη Μυλέρου και Γερμανικού που εκκενώθηκε το 2009 και δημιουργήθηκε στη θέση της το πολιτιστικό κέντρο του δήμου Αθηναίων.
26. Για την περίπτωση της γειτονιάς του Κεραμεικού- Μεταξουργείου βλέπε και «Χωρικές και κοινωνικές μεταβολές στο κέντρο της Αθήνας: η περίπτωση του Μεταξουργείου», Γεωργία Αλεξανδρή, Διδακτορική Διατριβή, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Γεωγραφίας,
Νοέμβριος 2013.
Το κέντρο της Αθήνας και το ιδεολογικό του βάρος
Στη γενικότερη συζήτηση που γίνεται για την Αθήνα και το κέντρο της τα τελευταία χρόνια, αρθρώνονται πολλαπλοί λόγοι σε μια διαρκή προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της ως τον κατεξοχήν χώρο- εικόνα της ελληνικής κοινωνίας. Από τη δεκαετία της ισχυρής ελλάδας και των Ολυμπιακών αγώνων, στην ελλάδα της κρίσης, ο λόγος που αφορά στο κέντρο της πρωτεύουσας, συμπυκνώνει προσδοκίες, συγκρούσεις, και αφηγήσεις, αγγίζοντας περισσότερο την πολιτική παρά την αστική γεωγραφία. Σε αυτή την αφήγηση τα τελευταία χρόνια, η εικόνα του κέντρου μιας Αθήνας χτυπημένης από την κοινωνικό-οικονομική κρίση, ήρθε να συμπληρώσει το διάλογο για την υποβάθμιση του κέντρου που είχε ξεκινήσει με το τέλος των Ολυμπιακών αγώνων.
Το ιδεολογικό βάρος που σηκώνει το κέντρο σήμερα είναι σαφώς δυσανάλογο του κοινωνικο-οικονομικού του ρόλου, ο οποίος έχει αποδομηθεί με την φυγή όχι μόνο πολλών εμπορικών χρήσεων αλλά και υπηρεσιών –συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου τομέα [1]– που συντελούσαν στην κεντρικότητα του στο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο. [2] Παρόλα αυτά εξακολουθεί να έχει το κέντρο το κεντρικό λόγο στα ζητήματα που αφορούν την πόλη.
Αν εξετάσουμε λοιπόν τον λόγο που παράγεται για το κέντρο της Αθήνας υπό αυτό το πρίσμα, αντιλαμβανόμαστε ότι εξυπηρετεί καταρχάς τον ιδεολογικό σκοπό της δημιουργίας μιας προβληματικής κατάστασης όπου επείγεται επέμβασης . Ο κυρίαρχος παραγόμενος λόγος περιγράφει την κατάσταση στο κέντρο της πόλης ως υποβάθμιση, όπου η αποεπένδυση σε κτιριακό απόθεμα, υπηρεσίες και αστικές υποδομές, συνδέεται με την εγκληματικότητα, την παρανομία, τα περιβαλλοντικά προβλήματα και την ασφάλεια. Η απάντηση σε αυτή την υποβάθμιση που προτείνεται, δεν θα είναι μια σοσιαλδημοκρατικού τύπου κρατική παρέμβαση, όπως γινόταν τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 για την βελτίωση της ποιότητας ζωής. Η απάντηση θα έρθει μέσα από πολλαπλές προσπάθειες ενός αριθμού φορέων, μέσων ενημέρωσης, προσώπων και ιδρυμάτων να επανασημασιοδοτήσουν το κέντρο με νέες αξίες, προωθώντας ένα μερικό ή συνολικό λίφτιγνκ, είτε μέσω επεμβάσεων είτε μέσω ρυθμίσεων. Είναι άλλωστε αναγκαία η επανασημασιοδότησή του καθώς έχει αλλάξει όλη η κυρίαρχη πολιτική αντίληψη γύρω από τη θεώρηση της πόλης: από πεδίο άσκησης μιας πολιτικής συμβιβασμού και συναίνεσης –που ενσαρκώνει η βιομηχανική πόλη– [3] σε πεδίο προσέλκυσης επενδύσεων, επιχειρήσεων και κατανάλωσης –που ενσαρκώνει η μεταβιομηχανική πόλη.
Ο λόγος βέβαια αυτός παράγει συγκεκριμένες πολιτικές που συνδυάζονται με το όραμα ενός «καθαρού», «ανανεωμένου» και «αναβαθμισμένου» κέντρου, στις οποίες όμως δεν χωράνε διαδικασίες βελτίωσης της ποιότητας ζωής των κατοίκων του. Για αυτό και το κέντρο εμφανίζεται σε αυτόν τον λόγο ως «εγκαταλελειμμένο», χωρίς κατοίκους, ξεκόβοντας με αυτό τον τρόπο την συζήτηση για βελτίωση υπηρεσιών και αστικών υποδομών. [4] Αυτό γίνεται αορατοποιώντας ουσιαστικά ολόκληρες γειτονιές που σφύζουν από κατοίκους (και τα μαγαζιά τους) οι οποίοι όμως είναι κατά κύριο λόγο μετανάστες/τριες. Ταυτόχρονα προβάλλεται μια εικόνα ανασφάλειας, εγκληματικότητας και παραβατικότητας η οποία συνδέεται ευθέως με την ορατή παρουσία των μεταναστών είτε στο δημόσιο χώρο είτε ως δίκτυα υποστήριξης είτε ως καταστήματα. Μέσω ενός δίπολου αορατοποίη-σης τους ως κατοίκους και προβληματοποίησης τους ως φυσική παρουσία, προαναγγέλλεται μια διαδικασία εκτοπισμού και εκδιώξεων τους που θα καθαρίσει ουσιαστικά τον δρόμο για τις αναπλάσεις και τις νέες χρήσεις. Είναι εμφανές άλλωστε και από τη διαλεκτική για την «επιστροφή» και την «οικιστική αναγέννηση» του κέντρου. Από την «Αθήνα 2004» μέχρι τις σημερινές ιδεολογικές πλατφόρμες όπως τα «Rethink», «Remap», «reactivate» ο λόγος αυτός λειτουργεί ως ο κύριος μηχανισμός υποτίμησης της συμβολικής αξίας του κέντρου, και της ανάγκης για ριζική επέμβαση. [5]
Ταυτόχρονα ο κυρίαρχος αυτός λόγος τείνει να επισκιάζει, να παραγνοεί και να μην εξετάζει όλες τις παραμέτρους που έχουν συντελέσει στις μεταλλάξεις του κέντρου. Εστιάζει στις περιοχές που παρουσιάζει ως υποβαθμισμένες αγνοώ-ντας τις αλλαγές που έχουν γίνει τόσο σε όλο το κέντρο όσο και σε επιμέρους γειτονιές του, αλλοιώνοντας πλήρως την συνολική εικόνα.
Ο μετασχηματισμός του κέντρου
Ακολουθώντας αυτή τη συζήτηση αναζητούμε τα σημεία που έχουν συμβάλλει στο μετασχηματισμό του κέντρου τα τελευταία 30 χρόνια, καθώς αποτελούν κομμάτι ενός ψηφιδωτού που συνθέτει την εικόνα του σήμερα.
Το πρώτο σημείο αφορά στην μετάλλαξη του χαρακτήρα, που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ‘90 με την εγκατάλειψη του από τις εμπορικές χρήσεις και από τα μικροαστικά στρώματα που «αναβαθμιζόταν» μετακομίζοντας στα προάστια. Η μεγάλη φυγή των κατοίκων του κέ-ντρου προς τα προάστια, τάση που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ‘80 και συνεχίστηκε τις υπόλοιπες δεκαετίες, αποτυπώνεται τόσο σε μελέτες όσο και στα πληθυσμιακά στοιχεία. Σε διάστημα δέκα μόλις χρόνων, ο πληθυσμός του Δήμου Αθηναίων μειώνεται από 885.737 το 1981 σε 772.072 το 1991. Ταυτόχρονα η διάρθρωση και χωροταξική κατανομή του λιανικού εμπορίου αλλάζει παράλληλα με τη δημιουργία νέων γειτονιών και νέων κέντρων, καθώς και με την έλευση των πολυκαταστημάτων. [6] Το χαμηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης και η αποεπένδυση άφησαν στις κεντρικές περιοχές του Δήμου Αθηναίων ένα μεγάλο οικιστικό απόθεμα, παλαιωμένο, απαξιωμένο και φθηνό, που οδήγησε και σε πτώση των τιμών των ακινήτων και των ενοικίων. Το κενό που άφηνε πίσω της αυτή η διεργασία, καλύφθηκε εν μέρει με νέες χρήσεις και νέους κατοίκους σε νέες μορφές κατοίκησης. Αυτό συνέβη κυρίως λόγω της εγκατάστασης μεταναστών αρχικά από χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ μετά το 2000 προστίθεται ένας σημαντικός αριθμός κυρίως από χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Το ποσοστό τους στο σύνολο πληθυσμού του Δήμου Αθηναίων υπολογίζεται περίπου στο 17,5% για το έτος 2001 (ΕΣΥΕ 2009, 47) [7] και στο 16% για το έτος 2011 (ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ 2015). [8] Αντίστοιχα στις περιοχές που εγκαθίστανται σταδιακά, ένα κομμάτι των μεταναστών/τριων αναπτύσσει και εμπορική δραστηριότητα που απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε μετανάστες, δημιουργώντας νέα δίκτυα και σχέσεις, συμβάλοντας τελικά στην μετάλλαξη του χαρακτήρα του κέντρου. Οι δυνατότητες όμως επένδυσης στις περιοχές του κέντρου περιορίστηκαν σημαντικά, καθώς οι νέοι κάτοικοι και δραστηριότητες, μεταφέρθηκαν κυρίως λόγω φτηνού οικονομικού κόστους ενώ δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια οικονομική δυναμική που θα μπορούσε να αναχαιτίσει την συνολική φυγή κεφαλαίων από το κέντρο. Συγκράτησαν παρόλα αυτά την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στις κεντρικές γειτονιές.
Το δεύτερο σημείο αφορά στις επεμβάσεις που σχεδιάζονται από το κράτος ως απάντηση σε αυτήν την μετάλλαξη. Η προσπάθεια μετασχηματισμού του κέ-ντρου της Αθήνας ξεκίνησε το 1995 με την επέμβαση στο λεγόμενο εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας μέσα από μια σειρά ρυθμίσεων, αναπλάσεων και έργων που άλλαξαν τη φυσιογνωμία του. Ως τότε τα διάφορα έργα, πλην των οδικών, που γινόντουσαν στην πρωτεύουσα εστίαζαν περισσότερο στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής στις γειτονιές, διαδικασία που ξεκίνησε από τα μέσα του ‘70 και συνεχίστηκε καθ’ όλη τη δεκαετία του ‘80. [9] Την δεκαετία του ‘90 παρατηρείται μια στροφή διεθνώς σε σχέση με την φιλοσοφία των επεμβάσεων και τον ρόλο της πόλης εν γένει, με την εισαγωγή του λόγου για τον ανταγωνισμό των πόλεων, [10] του ρόλου της πόλης ως κέντρο προσέλκυσης επενδύσεων και των αναπλάσεων ως μέσο που θα την καταστήσει ελκυστική στους επενδυτές. Η Αθήνα θα μπει σε αυτή τη διαλεκτική με την επέμβαση στο εμπορικό τρίγωνο, σε μια προσπάθεια αντιστροφής μιας κατάστασης φυγής δραστηριοτήτων και κεφαλαίου από το κέντρο της πρωτεύουσας. Το ενδιαφέρον των επεμβάσεων εφεξής στρέφεται από τις γειτονιές σε πιο κεντρικές παρεμβάσεις και σε μεγάλη κλίμακα. Η ανάληψη της Ολυμπιάδας του 2004 ενισχύει αυτήν την αναπτυξιακή στροφή και την τάση των μεγάλων επεμβάσεων και των αναπλάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργείται ο φορέας της Εταιρίας Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας (ΕΑΧΑ Α.Ε.) με στόχο την υλοποίηση του σχεδίου που είχε συνταχθεί σε πρωθύστερο χρόνο, για την ενοποίηση των κύριων αρχαιολογικών χώρων της πόλης (βλέπε και εικόνα στην σελίδα 25). [11] Η έμφαση που δόθηκε από την αρχή ήταν στο κέντρο και το πρώτο δείγμα που δημιούργησε ουσιαστική ε-ντύπωση και επίπτωση στην πόλη υπήρξε η πεζοδρόμηση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου το 2001. Η ιδέα του αποκλεισμού του αυτοκινήτου από το κέντρο που υπήρξε διαχρονικό όραμα των πολεοδόμων παίρνει εν μέρει σάρκα και οστά. Ταυτόχρονα αλλάζει ριζικά η χωροταξία της Αθήνας, με την υλοποίηση 2 νέων γραμμών μετρό και νέων οδικών αξόνων που ισχυροποιούν το κέντρο της ελαχιστοποιώντας τις αποστάσεις. Η στόχευση πλέον αφορά στην πόλη ως οικονομική δραστηριότητα, ως τόπο προσέλκυσης επενδύσεων και οι επεμβάσεις από διαδικασία συναίνεσης μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων τις δεκαετίες του’70 και του ’80, μετατρέπονται σε «μοχλό ανάπτυξης». [12]
Το τρίτο σημείο αφορά σε μια άλλου τύπου διαδικασία που έρχεται να μεταμορφώσει την γεωγραφία της πόλης. Ως και τα τέλη του ‘80 η εικόνα της πόλης που αναπαράγεται μαζικά είναι αυτή της χαβούζας, του χάους, της βρωμιάς και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης (ένα τηλεοπτικό παράδειγμα της εποχής είναι η σειρά του Δαλιανίδη «Το Ρετιρέ» που προβλήθημε για δύο χρονιές –1990-92– στην πρώιμη τότε ιδιωτική τηλεόραση). Η Αθήνα αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης για την ποιότητα ζωής των κατοίκων και οι αθηναίοι φαίνεται να μην αγαπάνε την πόλη τους και να αποφεύγουν το κέντρο της. Στα μέσα όμως της δεκαετίας του ‘90 ξεκινώντας από κάποια μικρής εμβέλειας γεγονότα αρχίζει να αλλάζει αυτή η εικόνα της πόλης επηρεάζοντας βαθιά την αστική κουλτούρα. Εκκινώντας από μια επαναδιαπραγμάτευση στοιχείων της υποκουλτούρας όπως το graffiti, το skate, οι μουσικές και τα κόμικς, νέοι φορείς κουλτούρας εγκαθιδρύονται αλλάζοντας τον τρόπο που αντιλαμβάνοταν ένα σταδιακά αυξανόμενο κοινό την πόλη. Μέσω θεσμών όπως το Φεστιβάλ Κόμιξ της Βαβέλ [13] που έφερε την υποκουλτούρα στο νεόανακαινισμένο τότε Γκάζι, δημιουργώντας μια πιο αστική εκδοχή του πολιτισμού, αλλά κυρίως μέσω των free press περιοδικών πόλης [14], αναδύεται μια εναλλακτική κουλτούρα που κερδίζει έδαφος. Ταυτόχρονα μαγαζιά, ξεκινώντας από το BIOS [15] που φέρνει το «βερολινέζικο» στυλ στην Αθήνα, προσφέρουν την «αστική εμπειρία» ως κομμάτι της ταυτότητας τους προς κατανάλωση. Πρόκειται για μια μεταμοντέρνα στροφή προς μια ανάγνωση της πόλης ως ενός συνόλου εμπειριών και τόπων, διαχωρισμένου από τις συνθήκες παραγωγής τους. Αυτή η στροφή ταιριάζει στο χαρακτήρα της μεταβιομηχανικής πόλης που η κατανάλωση αποκτά κεντρικό χαρακτήρα τόσο από οικονομική άποψη για την πόλη, όσο και για τις διαδικασίες παραγωγής του χώρου. Μια θεαματοποίηση της πόλης όπου μετατρέπει επιμέρους τόπους σε πολιτιστικό κεφάλαιο, και όπου η κατανάλωση εμπειριών παίζει κυρίαρχο ρόλο. Σε αυτή την αφήγηση οι επιμέρους κουλτούρες, σημασίες και τόποι, ενοποιούνται σε ένα ενιαίο σύνολο εμπειρίας πάνω στον καμβά της πόλης, όπου γκράφιτι, αστικά κενά, skate και κακόφημες ιστορίες, μπλέκουν με αρώματα από ανατολικά εστιατόρια, γκαλερί και καφε-μπαρ. [16] Η πόλη και η κουλτούρα της γίνεται κτήμα όλων και όλοι αποκτούν το δικαίωμα να βιώσουν την εμπειρία της. [17]
Όλες αυτές οι συνιστώσες που συμβάλλουν στο μετασχηματισμό του κέντρου επιδρούν διαφορετικά στην κάθε επιμέρους περιοχή του, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της και τη σχετική της θέση στο πολεοδομικό συγκρότημα. Ενώ, λοιπόν, μπορούμε να διαβάσουμε την όλη διαδικασία μετασχηματισμού ως μία, τα αποτελέσματα της διαφέρουν ανά περιοχή.
Οι περιοχές του κέντρου αλλάζουν
Η περιοχή του εμπορικού τριγώνου, που υφίστανται μετά το 1995 έντονες παρεμβάσεις σε θεσμικό επίπεδο και επεμβάσεις (πεζοδρομήσεις, λίφτινγκ όψεων, κ.α.), αλλάζει χαρακτήρα στρεφόμενη αποκλειστικά στην κατανάλωση μέσω της εξάπλωσης των πολυκαταστημάτων και των μαγαζιών ένδυσης, αποκλείο-ντας σταδιακά άλλες εμπορικές (σπάνιο και εξειδικευμένο εμπόριο) και μικροβιοτεχνικές (επιδιορθώσεις, κ.α.) χρήσεις. [18] Ο αποκλεισμός του αυτοκινήτου αποτελεί το βασικό μοχλό εκτοπισμού αυτών των χρήσεων, συνοδευόμενο από τα υψηλά νοίκια. Ιδίως μέχρι την περίοδο που αναπτύσσονται περιφερειακά μεγάλα πολυκαταστήματα, το «shopping» ταυτίζεται με το κέντρο.
Με την πεζοδρόμηση της Αποστόλου Παύλου το 2001 και τη δημιουργία του «μεγάλου περιπάτου» το Ψυρρή και το Θησείο, περιοχές που συνορεύουν άμεσα, αλλάζουν δραστικά χαρακτήρα. Και στις δυο περιπτώσεις η ένταξή τους σε ένα εκτεταμένο δίκτυο πεζοδρόμων, με κέντρο (και φόντο) την Ακρόπολη, ευνοεί την ανάπτυξη χώρων εστίασης και διασκέδασης. Οι χρήσεις βιοτεχνίας και μικροεμπορίου εξοστρακίζονται από την περιοχή του Ψυρρή ενώ στο Θησείο ασκούνται περαιτέρω πιέσεις στην κατοικία από την εξάπλωση των μαγαζιών και την δυσκολία στις μετακινήσεις. Στου Ψυρρή σύμφωνα με το πόρισμα για «Ένα σχέδιο για το Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας» του 2010 της Ειδικής μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος, από το 1994 ως το 2002 τα εστιατόρια θα αυξηθούν από 6 σε 57 (αποτελώντας το 53% των καταστημάτων). [19] Το Θησείο θα γίνει μια κλειστή συγκοινωνιακά γειτονιά η όποια επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο τα σαββατοκύριακα από όσους αθηναίους και αθηναίες έρχονται για την βόλτα ή την έξοδό τους. Με την ολοκλήρωση του μεγάλου περιπάτου όλες αυτές οι περιοχές εντάσσονται σε ένα ενιαίο δίκτυο, μια ενιαία εμπειρία, όπου πλέον αποκτά χαρακτήρα υπερτοπικού πόλου αναψυχής και διασκέδασης για όλη την Αθήνα.
Με την καθιέρωση του κέντρου ως υπερτοπικού πόλου αναψυχής και με την διασύνδεσή του με όλη την Αθήνα μέσω και της εξάπλωσης του δικτύου του μετρό, αρχίζουν να αλλάζουν και οι συνήθειες των αθηναίων. Η πολυκεντρικότητα της Αθήνας και οι διαφορετικοί τόποι διασκέδασης που έχουν καθιερωθεί επηρεάζονται άμεσα, ενώ παρατηρείται μια βαθμιαία αύξηση της ελκτικότητας του κέντρου. Η διασκέδαση γίνεται σιγά-σιγά ένα φαινόμενο μαζικό, και η παραγωγή και η κατανάλωση ε-μπειριών, βασική συνιστώσα της. Οι τόποι διασκέδασης προσφέρουν ένα ψηφιδωτό βιωμάτων και συνθέτουν έναν ενιαίο αστικό χαρακτήρα με επιμέρους παραλλασσόμενες εκφάνσεις του ίδιου μοτίβου. Απαραίτητο στοιχείο των νέων αυτών τόπων διασκέδασης, αποτελεί ο σχεδιασμός (design) του χαρακτήρα τους, που αντλεί έμπνευση από θραύσματα πολλαπλών, έτερων καταστάσεων, στη κάθε του λεπτομέρεια. Η ενσωμάτωση χαρακτηριστικών της υποκουλτούρας (graffiti, κόμικ), του παρελθόντος («ρετρό»), της πολυπολιτισμικότητας («έθνικ») μαζί με στοιχεία μοντερνισμού, δημιουργεί τα νέα πολιτιστικά υβρίδια. [20] Ταυτόχρονα μια πληθώρα φορέων της εναλλακτικής κουλτούρας, συνηγορούν στην καθιέρωση τόσο των καταναλωτικών αυτών προτύπων όσο και των νέων περιοχών που μπορεί κανείς να βιώσει αυτές τις εμπειρίες. Σύντομα αυτή η διαδικασία παραγωγής και κατανάλωσης αυτού του μίγματος πολιτισμού και διασκέδασης, μετατρέπεται σε μια μαζική βιομηχανία που αναζητεί νέα στυλ, νέες περιοχές, νέα χαρακτηριστικά να αφομοιώσει και να ενσωματώσει. [21]
Με τον «κορεσμό» του Θησείου και του Ψυρρή, νέες περιοχές έρχονται στο προσκήνιο, το Γκάζι και στη συνέχεια το Μεταξουργείο. [22] Στο Γκάζι προηγούνται μεγάλες επεμβάσεις, η μετατροπή του πρώην εργοστασίου του Γκαζιού σε βασικό πολιτιστικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων, το πλαίσιο αναμόρφωσης του άξονα της Πειραιώς, η συνέχεια της πεζοδρόμησης της Ερμού από το Θησείο, και η δημιουργία του σταθμού του μετρό, οι οποίες αλλάζουν εντελώς το χαρακτήρα της περιοχής. Πρόκειται για μια λαϊκή και εργατική περιοχή κατοικίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (60% των κάτοικων είναι μουσουλμάνοι από τη Θράκη και τσιγγάνοι), η οποία είχε ήδη πληγεί από το κλείσιμο διαφόρων βιομηχανικών και βιοτεχνικών χρήσεων πέριξ της Πειραιώς. Η διαδικασία αυτής της μετάλλαξης εκτόπισε μεγάλα κομμάτια των κατοίκων.[ 23] Η δημιουργία νέων μαγαζιών γίνεται με ταχύτατους ρυθμούς, ξεκινώντας από την πλατεία που δημιουργείται γύρω από τον σταθμό και επεκτεινόμενη σε όλη την περιοχή μέχρι τις γραμμές του τραίνου και την Ιερά Οδό. Τη θέση των βιομηχανικών κτιρίων παίρνουν μεγάλα κέντρα διασκέδασης με μεσοαστική απεύθυνση. Ο γραφικός χαρακτήρας της χαμηλής δόμησης της φτωχής συνοικίας γίνεται ο καμβάς που θα στηθούν οι νέες επιχειρήσεις διασκέδασης είτε αγνοώντας πλήρως αυτά τα χαρακτηριστικά (όπως σε μαγαζιά πάνω στην πλατεία) είτε ενσωματώνοντάς τα στο ύφος του μαγαζιού. Παράλληλα όμως γίνεται και μια προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου τόπου και τύπου κατοικίας στο κέντρο, με την κατασκευή πολυκατοικιών τύπου loft [24] (στη θέση των παλιών κτισμάτων) για την προσέλκυση κατοίκων μεσαίων στρωμάτων που έλκονται από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που προβάλλει πλέον το κέντρο. Η διαδικασία αυτή θα μείνει ατελής για διάφορους λόγους, είτε λόγω οικονομικής κρίσης και κατάρρευσης της αγοράς κατοικίας είτε λόγω γειτνίασης με έναν υπεραναπτυγμένο πόλο διασκέδασης που δημιουργεί όχληση. Στην περίπτωση του Μεταξουργείου-Κεραμεικού επιχειρείται μια πιο στοχευμένη παρέμβαση για την εισαγωγή της κατοικίας, συνοδευόμενη μάλιστα από ένα λόγο που αντιτίθεται στη μετατροπή της γειτονιάς σε «διασκεδαστήριο». Η όλη παρέμβαση στηρίζεται στον άξονα ισορροπίας μεταξύ της τέχνης, της κατοικίας και της διασκέδασης προσφέροντας ένα πιο ελκυστικό πακέτο, για την προώθηση του οποίου επιστρατεύονται μια σειρά από παράγοντες. Συγκεκριμένα στήνεται μια σειρά εκθέσεων-δρώμενων υπό το τίτλο RemapKM στο περιθώριο της αθηναϊκής Μπιενάλε όπου (ανα)κατασκευάζεται η εικόνα της περιοχής, ενσωματώνοντας την πολυπολιτισμικότητά της, τις αντιθέσεις της και τις φιλοδοξίες της, ενώ παράλληλα ένας μηχανισμός τύπου ΜΚΟ για δράσεις στη γειτονιά συνθέτει τον εκπρόσωπο της κοινωνίας των πολιτών. Πίσω από όλα αυτά ένας επενδυτής-εργολάβος που έχει στήσει όλο αυτό τον μηχανισμό παραγωγής πολιτισμού και συναίνεσης, αναμένει την αύξηση των αξιών της περιοχής καθώς διαθέτει ένα μεγάλο αριθμό ακινήτων και οικοπέδων στην περιοχή. Το κατασκευαστικό ενδιαφέρον έρχεται να επικυρώσει η δημιουργία, μέσω αρχιτεκτονικού διαγωνισμού μιας πολυκατοικίας τύπου loft στο κέ-ντρο της περιοχής από μεγάλη κατασκευαστική εταιρία (ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ) ενώ και ο δήμος συνδράμει με την εκκένωση μιας κατάληψης και τη δημιουργία στη θέση της, ενός μεγάλου πολιτιστικού κέντρου. [25] Οι υφιστάμενοι κάτοικοι περιορίζονται σιγά σιγά σε ένα οριοθετημένο κομμάτι, ενώ άλλοι εκτοπίζονται πλήρως. Η περίπτωση της μετάλλαξης των γειτονιών του Κεραμεικού- Μεταξουργείου και του Γκαζιού έχει περιγραφεί και ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εξευγενισμού (gentrification), χωρίς παρόλα αυτά να έχει προχωρήσει πλήρως ο μετασχηματισμός της σε μια γειτονιά μεσοαστική. [26]
Συνοψίζοντας η διαδικασία του μετασχηματισμού των περιοχών αυτών του κέντρου φαίνεται να έχει περάσει από 3 στάδια. Το 1ο στάδιο είναι αυτό της δημιουργίας και εδραίωσης του προτύπου της βιομηχανίας της διασκέδασης. Το 2ο είναι η επέκταση του σε νέες περιοχές και η διασύνδεση του με άλλες παράλληλες δραστηριότητες, όπως το κτηματομεσητικό κεφάλαιο. Στο 3ο παρουσιάζεται μια πιο ισχυρή διασύνδεση πολιτισμικού κεφαλαίου, κατανάλωσης και κτηματομεσητικού κεφαλαίου, με φορείς (του ιδιωτικού τομέα, του κράτους και της «κοινωνίας των πολιτών») που δραστηριοποιούνται στην κατεύθυνση μιας συνολικής και σχεδιασμένης παρέμβασης.