top of page

Flora Filopappou

 

Ένα βιβλίο, μια διαμαρτυρία και μια περιπλάνηση στον ομορφότερο κήπο των γειτονιών μας.

lofosmnimeio.jpg

Πνύκα και στο βάθος το μνημείο του Φιλοπάππου. Φωτογραφία από τον λόφο των Νυμφών, 1850-1870, πηγή: American Library of Congress.

Σημειώσεις

 

1. Νίκος Παπαδόπουλος, Flora Folopappou: ένα ταξίδι από την Πόλη Των Βράχων στον κήπο, κείμενα Κώστας Χριστόπουλος, Νίκος Παπαδόπουλος & Φαίη Ζήκα, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2018. Η παρούσα έκδοση συνόδευσε την ομότιτλη έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Εϋνάρδου στην Αθήνα από τις 9 Μαΐου έως τις 28 Ιουλίου 2018.

Μέσα στον Φεβρουάριο έκαναν την εμφάνισή τους στις γειτονιές μας αφίσες με κεντρικό μήνυμα: «Το πράσινο στο Φιλοπάππου κινδυνεύει», καλώντας την Κυριακή 17 Φλεβάρη 2019 σε συγκέντρωση έξω από την Υπηρεσία της Αρχαιολογίας, στην Ακρόπολη. Η συντονιστική επιτροπή της λαϊκής συνέλευσης για τον λόφο του Φιλοπάππου, με αυτό το κάλεσμα, πήρε την πρωτοβουλία να ενεργοποιήσει το ζήτημα προστασίας της φυσικής ζωής του λόφου. Την ίδια στιγμή η Αρχαιολογική Υπηρεσία αρνείται να επιτρέψει την ελεγχόμενη δενδροφύτευση ακόμα κι από τον δήμο, γνωρίζοντας πως κάθε χρόνο χάνονται χιλιάδες δέντρα, με συνέπεια τον αργό θάνατο του οικοσυστήματος του λόφου. Με το πρόσχημα της αλλοίωσης του αρχαιολογικού χώρου αλλά και της ασφάλειας είναι διατεθειμένη να περιφράξει την περιοχή του Φιλοπάππου, αφαιρώντας τη συμβιωτική της λειτουργία.

Όσοι έχουν ζήσει ή επισκέπτονται συχνά τον λόφο θα έχουν σίγουρα παρατηρήσει μέσα στα χρόνια, τις ατομικές ενέργειες και την εμπλοκή του κόσμου με τη φροντίδα και την προστασία των φυτών και των δέντρων του οι οποίες, μάλιστα, οδήγησαν στην τοποθέτηση αυτόματου ποτίσματος από την πολιτεία. Αυτές είναι ίσως και οι μόνες προσπάθειες των τελευταίων ετών που είχαν ως στόχο τη διατήρηση της χλωρίδα του λόφου, δίνοντας σε όλους εμάς τη δυνατότητα να βρίσκουμε λίγη γαλήνη και ηρεμία σε φυσικό περιβάλλον, ξεφεύγοντας από το γκρίζο αστικό τοπίο.

Το συγκρότημα των λόφων του Φιλοπάππου δημιουργεί μια ασυνέχεια στον πολεοδομικό ιστό. Επιβλητικοί και καταπράσινοι λόφοι περικυκλωμένοι από τις γειτονιές του κέντρου της πόλης ξεφυτρώνουν, δημιουργώντας μια όαση ελεύθερα προσβάσιμη στους κατοίκους της. Ήταν όμως το φυσικό τοπίο του λόφου πάντα το ίδιο, πράσινο και ανθοφόρο με έντονο το στοιχείο της ζωτικότητας; Ένα μικρό βιβλιαράκι από τις εκδόσεις του ΜΙΕΤ [1] μας έδωσε την ιδιαίτερη αφορμή να περιπλανηθούμε νοερά στους λόφους του Φιλοπάππου και να ακούσουμε μια διαφορετική αφήγηση σχετικά με την ιστορία τους. Με αφετηρία το ερώτημα για την εικόνα του λόφου ανά τους αιώνες, ο καλλιτέχνης Νίκος Παπαδόπουλος «φυτεύει τον σπόρο» της εικαστικής του σύλληψης που φέρνει στο επίκεντρο τη σχέση της φύσης με τον άνθρωπο, τα όρια ή την έλλειψή τους καθώς και τη διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Με οδηγό το προσωπικό του βίωμα ο καλλιτέχνης προσπαθεί να συγκροτήσει μια νέα γενεαλογία των Λόφων, εμπλουτίζοντας την ιστορική αφήγηση με την ιστορία του φυσικού τοπίου.

Οι καθημερινοί περίπατοι του Ν. Παπαδόπουλου στον λόφο με τον σκύλο του, και η δημιουργία ενός αρχείου χλωρίδας, την οποία συνέλεξε ο ίδιος μέσα σε δύο χρόνια,  έδωσαν το έναυσμα για να ξεκινήσει ένα διεπιστημονικό εγχείρημα που συμπεριέλαβε βοτανολόγους, αρχαιολόγος και θεωρητικούς της τέχνης. Ο καλλιτέχνης εστιάζοντας το ενδιαφέρον του γύρω από τους λόφους του Φιλοπάππου ανακαλύπτει πως οι αρχαιολόγοι του 19ου αι., αναφερόμενοι στην Αρχαιότητα, συνηθίζουν να αποκαλούν τους λόφους «Πόλη των Βράχων». Αυτό αποδεικνύει πως η περιοχή των λόφων υπήρξε, για χιλιάδες χρόνια, ένας τεράστιος βραχότοπος, ο οποίος από τον 9ο έως τον 12ο αι. αρχίζει και αποκτά έναν υποτυπώδη αγροτικό χαρακτήρα για να επιστρέψει, για αρκετά χρόνια ακόμα, στην πρότερη κατάστασή του. Η φύση, λοιπόν, που σε περιβάλει μόλις μπεις στα καλντερίμια του Φιλοπάππου γίνεται αντιληπτή σαν ένας μικρός παράδεισος στην καρδιά της μητρόπολης, ο οποίος αποδεικνύεται τεχνητός.

Ο Ν. Παπαδόπουλος ακολουθεί τα ίχνη της αλλαγής που φαίνεται να αντανακλούν την ανθρώπινη εξέλιξη και ιστορία του τόπου. Η ιστορική αναδρομή που πραγματοποιεί στέκεται στην ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, από τον Χριστόφορο Κολόμβο, και αυτό επειδή παρατηρεί πως στον λόφο ευδοκιμούν πληθώρα φυτών (αγαύη, γιούκα, φραγκοσυκιά, ευκάλυπτος κ.α.) που έλκουν την καταγωγή τους από μακρινές ηπείρους. Ο «πολιτισμένος κόσμος» ανακαλύπτει τον «νέο κόσμο», σηματοδοτώντας μια χρυσή εποχή ποικίλων εμπορικών συναλλαγών αφαίμαξης αυτής της «νέας γης» και των ανθρώπων της. Μεταξύ άλλων επινοούνται τρόποι και για τη μεταφορά χιλιάδων φυτών στην γηραιά Ευρώπη μεταβάλλοντας αντίστοιχα τη χλωρίδα της.

 

Ο Παπαδόπουλος, όπως και άλλοι ερευνητές, παρατηρεί την ελπίδα που αρχίζει και ανθίζει στη Δύση να μετατρέπεται σε αντίληψη για την ανασυγκρότηση και τον επαναπροσδιορισμό του κήπου της Εδέμ. Αυτή η θέση φαίνεται να αποτελεί, εκείνη την εποχή, και τη βάση της δημιουργίας των πρώτων βοτανικών κήπων, η οποία ενισχύεται από την ιδέα πως «οι επισκέπτες χωρίς να χρειαστεί να ταξιδέψουν έχουν τη δυνατότητα να μεταφερθούν σε μέρη μακρινά, αποκτώντας την εξωτική εμπειρία μιας ανοίκειας φύσης». Έτσι συμπεραίνει πως η ιστορία ανακάλυψης της νέας γης, η οποία συνδέεται και με τη μεταφορά των φυτών, βρέθηκε να κρύβει από πίσω της μια ισχυρή ανθρώπινη φαντασίωση, αυτήν της ύπαρξης της βιβλικής Εδέμ, αλλά και μια πρώιμη διάσταση της έννοια της παγκοσμιοποίησης που πραγματώνεται με όχημα το φυτικό βασίλειο.

 

Μέσα σε αυτήν τη παγκόσμια τάση φτάνουν και στη χώρα μας γύρω στα πεντακόσια, κυρίως τροπικά φυτά, τα οποία εισάγονται από τη βασίλισσα Αμαλία και εμπλουτίζουν τον Εθνικό Βασιλικό Κήπο του Ζάππειου. Στην καρδιά της πόλης το τοπίο αρχίζει να αλλάξει και να πρασινίζει, ενώ οι Αθηναίοι, σταδιακά, εξοικειώνονται μαζί του. Παρόλα αυτά σε περιγραφές αυτής της περιόδου, ο Λόφος των Μουσών περιγράφεται ως ένα τοπίο γυμνό και βραχώδες, όπου σύμφωνα με τον Ιρλανδό περιηγητή Έντουαρντ Ντόντουελ: «μόνο αραιά χαμόκλαδα και ρίζες σκυλοκρόμμυδου φαινόταν να ανθίζουν». Αξίζει να σημειωθεί πως με τη διάνοιξη των δύο νταμαριών, το ένα δίπλα στο άλλο, αλλάζει έντονα η τοπιογραφία του, ενώ ο λόφος αρχίζει να τροφοδοτεί με οικοδομικό υλικό το χτίσιμο των νεοκλασικών της Αθήνας. Αυτό συνεχίζεται μέχρι το 1842, όταν ο Όθωνας απαγορεύει τη λατόμηση και κηρύσσει τα υψώματα των λόφων του Φιλοπάππου εθνική ιδιοκτησία. Το 1900 η βασίλισσα Σοφία οργανώνει την πρώτη «εορτή πρασίνου», μια εκστρατεία φύτευσης του λόφου. Η συμμετοχή των Αθηναίων είναι εντυπωσιακή. Το ένα τρίτο των κατοίκων της πόλης ανταποκρίνονται στο κάλεσμα και μέσα σε μια μέρα φυτεύονται στον λόφο τουλάχιστον πεντακόσια δέντρα, αλλάζοντας ριζικά την εικόνα του.

Η ιστορία της χλωρίδας του λόφου αποτελεί το εύφορο έδαφος για την έρευνα του Παπαδόπουλου που φέρνει στο φως το γεγονός ότι η σημερινή εικόνα των Λόφων του Φιλοπάππου πρόκειται για ανθρώπινο δημιούργημα, ενώ μέσα στα χρόνια δημόσιες και ιδιωτικές πρωτοβουλίες εμπλούτισαν κι άλλο το φυσικό περιβάλλον. Μια από τις σημαντικότερες παρεμβάσεις ήταν, αδιαμφησβήτητα, η κατασκευή που περιβόητου περιπάτου του Φιλοπάππου που ξεκίνησε το 1957 και υλοποιήθηκε υπό την επίβλεψη του Δημήτρη Πικιώνη. Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα, τότε πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεγάλη δενδροφύτευση στην ευρύτερη περιοχή Ακροπόλεως και Φιλοπάππου, όπου μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών φυτεύτηκαν 20.456 φυτά. Τη δεκαετία του 1980, επί δημαρχίας του Δημήτρη Μπέη, γίνονται οι τελευταίες επίσημες επεμβάσεις στον λόφο με παρεμβάσεις κυρίως αισθητικού χαρακτήρα.

Από τότε μέχρι σήμερα ο λόφος συνεχίζει να ανθίζει όπως ένας κήπος, υποβοηθούμενος από τους κατοίκους της περιοχής. Ο Ν. Παπαδόπουλος εισάγει ένα ακόμα ενδιαφέρον επίπεδο στη δική του γενεαλογία. Επιχειρώντας την παρομοίωση του λόφου με κήπο, και παρουσιάζοντας την έννοια ως το ενδιάμεσο περιβάλλον ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό αφενός τονίζει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του, αφετέρου παρουσιάζει τον λόφο ως μια κατασκευή που πετυχαίνει να συνυπάρχει αρμονικά με το φυσικό περιβάλλον. Νέα είδη φυτών προστίθενται στο νταμάρι και σε άλλα σημεία που με πολύ προσοχή και σεβασμό φροντίζουν οι άνθρωποι που μένουν στις γύρω περιοχές και επισκέπτονται τον λόφο. Δημιουργώντας μια εντός «ορίων» ουτοπία, ο λόφος εμπλέκει τους επισκέπτες του σε μια διαδικασία φροντίδας και ενασχόλησης και μετατρέπεται σε κοινό τόπο για τους κατοίκους της πόλης.

Η μετάβαση του Λόφου των Μουσών από Πόλη των Βράχων σε κήπο λειτουργεί προωθητικά για τη διερεύνηση του παρελθόντος και της ιστορίας, ενώ μας βοηθά να κατανοήσουμε πως «το αυτονόητο του περιβάλλοντος που αντικρίζουμε σήμερα, δεν είναι και τόσο αυτονόητο». Με βάση το αρχείο χλωρίδας που συγκεντρώνει ο Παπαδόπουλος και με τη βοήθεια βοτανολόγων, διαπιστώνεται ότι μόνο το 30 % περίπου των φυτών είναι άποικοι, όχι απλώς του λόφου αλλά και της ευρύτερης Μεσογείου. Έτσι ο λόφος του Φιλοπάππου  μετατρέπεται για τον καλλιτέχνη σε κοινό κτήμα που επιπλέον του επιτρέπει να καλλιεργήσει τις θέσεις του για την εντοπιότητα, τη μετανάστευση και την αποικιοκρατία. Η μελέτη και καταγραφή της χλωρίδας του λόφου μας φέρνει αντιμέτωπους με το δίπολο της ξενόφερτης βλάστησης, στον αντίποδα της γνήσιας εντοπιότητας, μιας εντοπιότητας που διεκδικεί το «φυσικό», το γηγενές και αργότερα το εθνικό ως το «αυθεντικό», όπως γλαφυρά περιγράφει η Φαίη Ζήκα στο τρίτο κείμενο της έκδοσης. Η ίδια σημειώνει πως η αποδοχή της μεταναστευτικής ιστορίας των φυτών που συνυπάρχει με τους προβληματισμούς περί αποικιοκρατίας παλεύει να δημιουργήσει ασφαλή τόπο, ανάμεσα στις τοπικιστικές και ξενοφοβικές θέσεις. Η επικέντρωση στον δημόσιο χαρακτήρα και στις μεταμορφώσεις του συγκεκριμένου τοπίου –το οποίο θα συνεχίσει πάντα να αλλάζει– αποκαλύπτει την παγκοσμιοποιημένη διάσταση του κόσμου μας. Ο Λόφος των Μουσών, όπως τον φαντάζεται και μας τον παρουσιάζει ο Ν. Παπαδόπουλος τόσο στην παρούσα έκδοση, όσο και μέσα από τη δουλειά του συνδυάζει αντιθετικές έννοιες, ποικίλες χρήσεις και ανεξάντλητες δυνατότητες, δημιουργώντας έναν μικρόκοσμο που εντέλει βρίσκει την αντιστοιχία του με το όλον, ολόκληρο τον κόσμο.

 

Ενώ η ιστορία της ζωής του λόφου του Φιλοπάππου φαίνεται πως ήταν πάντα συλλογική υπόθεση, η Αρχαιολογική Υπηρεσία προωθεί την περίφραξή του και την επιβολή εισιτηρίου με στόχο τη μετατροπή του αποκλειστικά σε τουριστικό αξιοθέατο, σε έναν λόφο-μουσείο. Αυτή η συνθήκη είναι εντελώς ξένη ως προς την ύπαρξη και τη χρήση του Φιλοπάππου από τους κατοίκους της Αθήνας, οι οποίοι φαίνεται να είναι οι μόνοι που ενδιαφέρονται πραγματικά, για την τύχη ενός από τους λιγοστούς πνεύμονες πρασίνου στην καρδιά αυτής, της τσιμεντένιας πόλης. Όπως παρουσιάζεται στην έρευνα του Ν. Παπαδόπουλου αλλά και με βάση τις αφηγήσεις της λαϊκής συνέλευσης, η φροντίδα του λόφου ήταν και είναι αντικείμενο της ενασχόλησης και του αγώνα των κατοίκων, των γύρω περιοχών. Η συλλογική επιθυμία και ανάγκη να συνεχίσει ο λόφος να αποτελεί έναν ζωντανό και ανοιχτό δημόσιο χώρο είναι κάτι που πρέπει να αφουγκραστούν οι αρμόδιοι. Και αυτό γιατί, εξαιτίας της φύσης του, μπορεί και προσφέρει στους κατοίκους της πόλης μια ποιότητα που της λείπει δραματικά.

petralona-by-day_i.jpg
bottom of page