Η γειτονιά ως σχέση
Η γειτονιά ως σχέση
ΑΘΗΝΑ
Όταν τα μητροπολιτικά σπλάχνα της συναντούν την τουριστική βιτρίνα της
Πάρκο Βουτιέ, Άνω Πετράλωνα. Τον Οκτώβριο του 2018 καλέστηκε συνέλευση κατοίκων για ενημέρωση και ανάληψη δράσεων γύρω από την ανακίνηση παλαιότερων σχεδιασμών του υπουργείου Πολιτισμού και της Εφορείας Ακροπόλεως για περίφραξη των λόφων του Φιλοπάππου. Φωτογραφία και γράφημα παρακάτω: Γραμμή 15.
Σημειώσεις
1. Στις 16 Αυγούστου 2018 ένας νεαρός, ο Νίκος Μουστάκας, θα πέσει από έναν γκρεμό στον λόφο απ’ την πλευρά του Κουκακίου, ύστερα από απόπειρα ληστείας εναντίον αυτού και μιας
φίλης του.
2. Η δήλωση αυτή ανήκει στον Χρήστο Τεντόμα, δημοτικό σύμβουλο και έναν από τους αντιδημάρχους της Αθήνας, ο οποίος θεωρεί ότι ούτε οι οικογένειες με τα παιδάκια τους πηγαίνουν πια βόλτα στους λόφους, ούτε και οι ερωτευμένοι. Επειδή τόσο εμείς όσο και πολλοί, λιγότερο ή και περισσότερο φίλοι μας, κυκλοφορούν με τα παιδιά τους ή ερωτεύονται στους λόφους θα τον παρακαλούσαμε -όπως λέει και ο ίδιος στο τέλος του κειμένου του- να αρκεστεί στις συσκέψεις στα γραφεία με τους (δεξιούς) συμβούλους του και να βγάλει το σκασμό.
3. Όλοι οι τίτλοι προέρχονται από την ειδησεογραφία των ημερών. Λίγο περισσότερο από τους άλλους, ο Ελεύθερος Τύπος -(και) μέσα από την αρθρογραφία του διευθυντή σύνταξής του ή αρχισυντακτών του- αφιερώθηκε εκείνες τις ημέρες σε μια εκστρατεία παραγωγής φοβικών συνδρόμων γύρω από τη ζωή στους λόφους, ζητώντας την περίφραξή τους. Ο τίτλος που παρατίθεται και από τον οποίο αφορμάται αυτή η υποσημείωση είναι ενδεικτικός.
4. Κλεφτόγιαννη Ιωάννα, Το πεπρωμένο ενός φόνου, με αρχαιοφύλακες σε ρόλο... παρκαδόρου, 30/08/2018, www.news247.gr/koinonia/to-pepromeno-enos-fonoy-me-archaiofylakes-se-rolo-parkadoroy.6643641.html
Σε αυτόν τον τόπο, ο λόγος των μίντια και της δημόσιας τάξης έχει χτίσει τα δικά του θέσφατα και έχει σκιαγραφήσει σίγουρες διαδρομές, φτιάχνοντας μια αστείρευτη δεξαμενή πρώτων υλών. Όλα αυτά, μεστά και επαναλήψιμα, πάντα έτοιμα να αναλάβουν δράση μετά από ένα γεγονός. Με περίσσιο θράσος όταν αυτό το γεγονός αγγίζει την ακραία συνθήκη του θανάτου, μέσα στην πληροφοριακή ερημιά του Αυγούστου.
Δημόσια τάξη: Δεν είναι απλά δύο χιλιοειπωμένες λέξεις που στο τέλος τους μπαίνει είτε ερωτηματικό ή χρησιμοποιούνται για να επικυρώσουν με πάταγο, τις κρατικές πολιτικές διαχείρισης του πλήθους και επίβλεψης του δημόσιου χώρου. Η ιδεολογία της ασφάλειας, σε μια κοινωνία που οι αντιθέσεις της συμπυκνώνονται σε ένα αυστηρά κάθετο σχήμα αναπαράστασης, έχει δεκάδες καθημερινές μοριακές και συλλογικές διόδους έκφρασης. Παρόλο που θα μπορούσε να καυχιέται για τη καθολικότητά της, χρειάζεται εκείνες τις στιγμές / ορόσημα για την επικαιροποίηση του περιεχομένου της. Αλλά και για τη συντήρηση ενός συλλογικού ασυνείδητου, ενεργοποιημένου απέναντι σε κάτι που παρουσιάζεται ως πρόβλημα και που προκύπτει έτσι η ανάγκη αντιμετώπισής του. Ο θάνατος ενός παιδιού το καλοκαίρι που μας πέρασε στου Φιλοπάππου, κατά τη διάρκεια ληστείας, ήταν μια τέτοια στιγμή ορόσημο [1].
Ξεπερνώντας την τουριστική Αθήνα
Οι λόφοι του Φιλοπάππου βρίσκονται στην καρδιά της πόλης, στην τουριστική καρδιά της πόλης. Είναι (και) αυτοί που διαμορφώνουν την Αθήνα ως τέτοια, ως πόλο έλξης κάποιων δεκάδων χιλιάδων τουριστών. Αλλά αποτελούν και μια ελεύθερη έκταση 700 στρεμμάτων στην καρδιά, όχι της τουριστικής Αθήνας αλλά της μητροπολιτικής Αθήνας, αυτής που τον τελευταίο χρόνο (και) στις γειτονιές μας έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε. Μιας Αθήνας με τις αντιφάσεις της, τα λούμπεν στοιχεία της, την μικροεγκληματικότητά της, τους δικούς της διαχειρίσιμους κινδύνους. Διαχειρίσιμους γιατί την ίδια στιγμή που τη βάλλουν, γεννιούνται μέσα απ’ αυτήν και έχουν την αντανακλαστική συναίσθηση ενός αυτοάνοσου. Έκει όπου τα δημοσιογραφικά άρθρα και τα προγράμματα των υποψήφιων δημάρχων βλέπουν υποβαθμισμένες γειτονιές, εμείς συναντούμε αποκλεισμένους ανθρώπους, οικονομικά αδύναμους, ψυχολογικά ερείπια, πρόθυμους να κανιβαλίσουν για την επιβίωση, τη δική τους και των οικογενειών τους.
Οι λόφοι του Φιλοπάππου είναι χώρος κοινωνικής αναπαραγωγής για τους ανθρώπους αυτής της πόλης που τραβάνε τα ζόρια τους, τους έρωτές τους, τα τσιγάρα τους, τις μοναξιές τους. Για τους ανθρώπους που μένουνε εδώ και φτιάχνουν αυτή την πόλη, τις σχέσεις της, τους θορύβους της, τις εκρήξεις της. Επιπλέον, οι λόφοι είναι και ένας καθρέφτης του μαζικού τουρισμού της Αθήνας. Οι τουρίστες κινούνται όντας ένα ξενικό, καταναλωτικό σώμα, εκτεθειμμένοι στην πραγματικότητα μιας πόλης, την οποία δεν επιθυμούν να γνωρίσουν (και δεν θα μπορούσαν άλλωστε) αλλά επισκέπτονται για να «ζήσουν την εμπειρία», να τη φωτογραφίσουν και να την περιφέρουν πίσω σαν ανάμνηση.
Ο γλωσσικός πλούτος του φόβου
Παράπονο δεν έχουμε, για αρκετό καιρό μετά το περιστατικό του Αυγούστου οι λόφοι περιγράφηκαν με έναν πλούτο φοβικών γλωσσικών σχημάτων, θέλοντας να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι δεν ζούμε εδώ που ζούμε και δεν περπατάμε εδώ που περπατάμε. Έγιναν «σκοτεινός λόφος» ή ο τόπος ενός «εγκλήματος διαρκείας» όπου «χάνονται εδάφη εν καιρώ ειρήνης» [2]. Οι ίδιοι λόφοι φιγουράρουν στις «επτά περιοχές-γκέτο της εγκληματικότητας στην Αττική» [3]. Διαβάζοντας ωστόσο, την ειδησεογραφία των ημερών καταλάβαινες ότι το θέμα δεν (θα έπρεπε να) είναι ο λόφος αυτός καθαυτός. Μικροκλοπές γίνονταν και γίνονται όλες τις ώρες της ημέρας στους πεζόδρομους στη Δ. Αρεοπαγίτου, στην Απ. Παύλου, στην Ακρόπολη. Δημοσιογραφικά άρθρα βασιζόμενα σε αστυνομικές πηγές αναφέρουν ότι πρόκειται για τις ίδιες ομάδες ανθρώπων που κινούνται και στου Φιλοπάππου. Γι΄αυτό και πριν το περιστατικό του Αυγούστου, τον Απρίλη του 2018, το «ειδικό σχέδιο αστυνόμευσης των τουριστικών περιοχών» που είχε τεθεί σε λειτουργία δεν επικεντρώνονταν στους λόφους αλλά στην ευρύτερη περιοχή και συμπεριελάμβανε την Ακρόπολη, το μουσείο της Ακρόπολης, τους πεζόδρομους που αναφέραμε παραπάνω, τον Άρειο Πάγο, την Ρωμαϊκή Αγορά και του Φιλοπάππου. Γιατί, όμως, οι λόφοι έγιναν το επίκεντρο της αντιεγκληματικής ρητορικής; Γιατί υπάρχουν διάφορα επίδικα ανοιχτά εδώ και πολλά χρόνια, όπως: η περίφραξή τους, η ελεγχόμενη πρόσβαση σε αυτούς και η επιβολή εισιτηρίου. Υπάρχει βέβαια η δικαστική και προπάντων η κοινωνική κατοχύρωση, ώστε να μην μετατραπούν αυτά τα 700 στρέμματα σε έναν στείρο αρχαιολογικό χώρο που πρέπει να αποκοπεί από τον ιστό της πόλης, να απομονωθεί και να προστατευθεί με έναν αφηρημένο τρόπο. Τέλος, η πραγματικότητα ενός πολύμορφου οριζόντιου κινήματος που μέσα από ανοιχτές συνελεύσεις έδωσε έναν αγώνα, για να ορίζει το ίδιο τη ζωή του στην πόλη, έναν αγώνα που αναμφισβήτητα έχει κερδίσει.
Εκείνες τις μέρες διάφοροι παλιοί και νέοι γνώριμοί μας, υπάλληλοι της αρχαιολογικής υπηρεσίας, φιγούραραν σε άρθρα εφημερίδων και σε δελτία ειδήσεων. Κοινή συνισταμένη τους, η ανάγκη να περιφραχτεί ο λόφος και η συκοφάντηση του αγώνα για την ελεύθερη πρόσβαση σε αυτόν. Η Ελένη Μπάνου, η προϊστάμενη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών έλεγε ότι θα ενεργοποιηθούν τα σχέδια περίφραξης και «μία είσοδος μόνο θα παραμείνει ανοικτή στο λόφο, που είναι αρκετή για τη διέλευση». Βασιλικότερη των βασιλέων που είχαμε γνωρίσει στο παρελθόν η κυρία Μπάνου! Οι προκάτοχοί της προβλέπανε τουλάχιστον επτά εισόδους πρόσβασης. Η Μαρία Ντούρου, υπεύθυνη αρχαιολόγος του λόφου, λίγο πιο προσγειωμένη, θεωρεί ότι «χρειάζονται και μέτρα πρόληψης και καταστολής, προφανώς θα διευκολύνει η περίφραξη αλλά δεν αρκεί». Ο Γιάννης Μαυρικόπουλος, ο πρόεδρος της πανελλήνιας ένωσης υπαλλήλων φύλαξης αρχαιοτήτων δεν σηκώνει συζήτηση για την περίφραξη: «Να έχει ο χώρος κανόνες λειτουργίας, παρόλο που οι κάτοικοι αντιδρούν και έχουν ρίξει όλα τα συρματοπλέγματα. Πρέπει να γίνει κανονικός φυλασσόμενος χώρος ο λόφος, όπου πρωί-βράδυ θα τον φυλάνε αρχαιοφύλακες, χωρίς να κινδυνεύουν και οι ίδιοι». Τελευταία αφήσαμε την Όλγα Βιογατζόγλου, την προϊστάμενη της αρχαιολογίας στους δυτικούς λόφους την περίοδο που την ημέρα υψώνονταν οι περιφράξεις και τη νύχτα πέφτανε, επιμένει: «περίφραξη και επιπλέον προσωπικό για τη φύλαξη», σταθερή και αμετάπειστη. Ακόμη κι αν λίγο παρακάτω, στην ίδια συνέντευξη, αναιρεί όχι μόνο τον εαυτό της αλλά και το σύνολο του μιντιακού λόγου που εκφράστηκε εκείνο το διάστημα:
«Δεν είναι ωστόσο πανάκεια η περίφραξη. Μιλάμε για 700 στρέμματα, για σημεία εξαιρετικά δύσβατα, όπου μπορεί να κρυφτεί οποιοσδήποτε και να κυκλοφορήσει ελεύθερα και παραβατικά. Ο φύλακας θα φυλάξει το μνημείο. Δεν μπορεί να σκαρφαλώσει σε όλα τα δυσβατα σημεία. Όχι, δεν θα μπορούσε η περίφραξη και η φύλαξη να είχαν σώσει τον άτυχο φοιτητή. Δεν θα μπορούσε να πάει εκεί όπου βρισκόταν το θύμα ένας φύλακας. Είναι πολύ επικίνδυνο σημείο. Επιπλέον ως ανάγλυφο, ο λόφος έχει ιδιαιτερότητες. Δεν μπορείς να βάλεις σε όλο τον βράχο περίφραξη. Ούτε στο σημείο που σκαρφάλωσε και σκοτώθηκε το παιδί μπαίνει περίφραξη. Από ένα σημείο και μετά ξεκινά και η ευθύνη των επισκεπτών" [4].
Έτσι λοιπόν, οι περιφράξεις μπορεί να μην είναι πανάκεια αλλά είναι μοναδική η ευκαιρία πάνω σε έναν θάνατο να παραχθεί ιδεολογία, μήπως και κάποτε πραγματοποιηθούν οι σχεδιασμοί τους...
Εγκληματικότητα δρόμου ή οι δρόμοι της εγκληματικότητας;
Ας μην είμαστε αφελείς, αυτό που ονομάζεται «εγκληματικότητα του δρόμου», και που τη συναντάς σε διάφορα σημεία της Αθήνας, περνάει φυσικά και μέσα από τους λόφους, εφόσον αποτελούν οργανικό κομμάτι αυτής της πόλης -ούτε καν προέκτασή της–. Όχι μόνο τον τελευταίο χρόνο, όλα τα χρόνια. Οι ματάκηδες στις σκοτεινές καβάτζες του Κουκακίου, οι φέρμες από πιτσιρικάδες σε άλλους πιτσιρικάδες, οι κλοπές, ακόμα και τα περιστατικά βιασμών (ή απόπειρών τους), που είτε καταγγέλλονται είτε όχι, ήταν και είναι εκεί. Άλλα σαν βιώματα, άλλα σαν ιστορίες. Η επικινδυνότητα γυροφέρνει στους λόφους (όπως και σε κάθε φυσικό περιβάλλον), δεδομένης της απόκρυμνης γεωγραφίας τους σε αρκετά σημεία σε συνδυασμό με το συχνό άραγμα του κόσμου σε αυτά. Η απαίτηση των ημερών για ένα φυσικό τοπίο που αν δεν μπορεί να είναι αποστειρωμένο (και το κάθε ενδεχόμενο σε αυτό αυστηρά υπολογισμένό) καλύτερα να μην υπάρχει σαν τέτοιο, προέρχεται από τα βάθη του καπιταλιστικού τρόπου οροθέτησης της ζωής στην πόλη.
Η Αθήνα κατατέμνεται σε ζώνες, χωροταξικά και κοινωνικά, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι. Τα εκατοντάδες Airbnb διαμερίσματα και τα hostel στις γειτονιές γύρω από τους λόφους του Φιλοπάππου είναι μια χωροταξική εκδοχή της τουριστικοποίησης. Η έξωση από τη γειτονιά, η αδυναμία να βρεις διαμέρισμα να μείνεις ή ακόμα και να καλύψεις τα διαρκώς αυξανόμενα ενοίκια, οι τουρίστες που περιφέρονται ακόμα και στα ξεχασμένα από τον μπαρμπα-Μήτσο στενά των Πετραλώνων, είναι οι κοινωνικές εκδοχές αυτής της τουριστικοποίησης. Τουρίστες που κυκλοφορούν με χρήμα και γκατζετάκια, μαζικά, σε άγνωστα γι΄ αυτούς μέρη, είναι δεδομένο ότι θα μαγνητίσουν τη διάσπαρτη μικροεγκληματικότητα. Αυτή μέσα από τον χωροταξικό της περιορισμό θα γίνει ακόμα πιο ορατή, επαναλαμβανόμενη και σε διαρκή ένταση. Η μικροεγκληματικότητα συγκροτείται βάσει της ασκούμενης βίας και των θυμάτων της και δεν πρέπει να εμπεριέχει εξαρχής την πιθανότητα (πιθανότητα, όχι τη δυνατότητα) αντίδρασης. Και αυτή η βία, ωστόσο, που εμπεριέχουν οι μικροεγκληματικές πράξεις παραμένει άσκηση βίας που μπορεί να καταλήξει και στο θάνατο ενός παιδιού.
Κυκλοφορούμε σε αυτή την πόλη φυσικά, και πέρα από τις γειτονιές μας και για κάποιον περίεργο λόγο μας αρέσει να κυκλοφορούμε στα σοκάκια της, πέρα από τις κεντρικές λεωφόρους. Έτσι νιώθουμε ότι τη γνωρίζουμε περισσότερο. Ναι, δεν ήμαστε κάποια βιονικά τυπάκια που περνάμε αόρατοι. Είμαστε άντρες και γυναίκες που έχουμε φοβηθεί κι εμείς, μπορεί στον λόφο, μπορεί στην Αλόπης στα Πετράλωνα, μπορεί στην Μπελές στο Κουκάκι, μπορεί στη Βασίλης στο Θησείο, μπορεί και σ’ έναν δρόμο του “πολύ” κέντρου της πόλης. Αλλά κάπως έτσι αντιλαμβανόμαστε την ανθρωπογεωγραφία της, διαβάζουμε τους κανόνες των κοινοτήτων που χτίζονται και προσπαθούμε να ανακαλύψουμε το κατά πόσο χωράμε εκεί μέσα ή όχι. Γιατί εάν κάποιος ή κάποια πιστεύει ότι είναι πολύ πιο άγριοι οι κανόνες στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια, ας πάει ένα σαββατόβραδο μια βόλτα στην παραλιακή και ας μιλήσει μετά για την ευγένεια των κανόνων της μαφίας, της νύχτας. Η πόλη μας δεν φτιάχνεται μέσα σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα κάποιου εργαστηρίου, τη φτιάχνουν οι άνθρωποί της και αντικατοπτρίζει τους αποκλεισμούς τους, τις συμμαχίες τους, την παρανομοποίηση τους, τις κερδοφόρες μαφίες τους.
Εκείνες τις ημέρες, οποιαδήποτε αναφορά στο περιστατικό ξεκινούσε με την παράθεση της (πακιστανικής) καταγωγής των δραστών. Ξανά και ξανά, με κάθε δυνατό τρόπο, μην τυχόν και μας διαφύγει. Το να μιλάμε για τους φορείς της μικροεγκληματικότητας και όχι για την ίδια ως συνθήκη είναι σαν να εθελοτυφλούμε, ότι τώρα ανακαλύπτουμε την πόλη μας και ξαφνιαζόμαστε. Τρία στενά παρακάτω από τους λόφους, στον αστικό ιστό των Πετραλώνων και του Κουκακίου, στη μικροεγκληματικότητα δεν θα βάζαμε απαραίτητα πολυεθνικό πρόσημο μπροστά. Το να μιλήσεις για το πώς και το γιατί αλληλεπιδρά αυτή η μικροεγκληματικότητα, με τη δημιουργία τουριστικών ζωνών μέσα στην πόλη, είναι μια κουβέντα που μάλλον λοξοκοιτάζουμε γιατί αγγίζει την καρδιά της διαδικασίας της αλλαγής, αυτής της πόλης. Όσο δεν κάνουμε αυτήν τη συζήτηση με την πόλη μας τόσο θα δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τα παράγωγά της. Ας είμαστε ρεαλιστές, οι συμπεριφορές κρίνονται ανεξαρτήτως χρώματος και γλώσσας. Είτε σε έναν λόφο, είτε σε μία γειτονιά, ή σε ένα διαμέρισμα. Είναι συμπεριφορές που συντίθενται (και γίνονται ή δεν γίνονται αποδεκτές) κοινωνικά και όχι φυλετικά. Και το κοινωνικό είμαστε όλοι εμείς που ζούμε και δουλεύουμε σε αυτό τον τόπο, με τα διαφορετικά μυαλά, τις κουλτούρες, τις γλώσσες και τα χρώματά μας. Πάνε σχεδόν 30 χρόνια απ΄τις αρχές των ΄90s όταν άρχισε αυτή η ιστορία, και ακόμα γύρω μας οι περισσότεροι και οι περισσότερες ψάχνονται για ξενοφοβικές αφορμές. Και δεν είναι δύσκολο να τις βρεις αν είσαι τέτοιος. Είναι πιο εύκολο αυτό απ’ το να καθίσεις να μιλήσεις και να σκεφτείς πάνω στην κοινωνία σου, εδώ, τώρα!