Η γειτονιά ως σχέση
Η γειτονιά ως σχέση
Η έξοδος από το camp
προς το σχολείο.
Η εκπαίδευση των μεταναστών
από το 2015 και μετά
Οι πόλεμοι δια αντιπροσώπων, η οικονομική λεηλασία και οι διάφοροι τύποι κοινωνικών αποκλεισμών έχουν προκαλέσει ένα τεράστιο κύμα μετανάστευσης από χώρες της Ασίας και της Αφρικής προς την Ευρώπη. Από το 2015 και μετά εκατομμύρια άνθρωποι έχουν προσπαθήσει να περάσουν τα νότια σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αρκετούς από αυτούς να πνίγονται στα νερά του Αιγαίου ή της ανατολικής Μεσογείου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Όσοι κατάφεραν να πατήσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος είτε έφθασαν στις χώρες που επιθυμούσαν, κυρίως της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, είτε λόγω συγκεκριμένων ευρωπαϊκών (αντι)μεταναστευτικών πολιτικών παρέμειναν εντός της ελληνικής επικράτειας έγκλειστοι στα camps, στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Τα camps είναι μεγάλοι περιφραγμένοι χώροι μέσα στoυς οποίους οι μετανάστες και οι μετανάστριες ζουν υπό άθλιες συνθήκες σε σκηνές, παραπήγματα ή κοντέινερ. Εκεί τα παιδιά παραμένουν με τις οικογένειές τους, εκτός κι αν έχουν ταξιδέψει μόνα τους οπότε και μεταφέρονται σε έναν ξεχωριστό χώρο ασυνόδευτων ανηλίκων ο οποίος αποκαλείται safe place. Εάν πηγαίνουν σχολείο είναι τα μόνα που έχουν, κατά κάποιον τρόπο, μία καθημερινή δραστηριότητα, αφού οι ζωές των ενηλίκων εξαρτώνται από γραφειοκρατικές διαδικασίες, στερώντας τους έτσι τη δυνατότητα οποιασδήποτε ομαλής ρουτίνας: με αυτόν τον τρόπο δε μπορούν να δραστηριοποιηθούν σε κάτι εκτός camp. Στους χώρους αυτούς, αν και είναι δίπλα ή μέσα στις πόλεις όπου ζούμε, ο χρόνος, ο χώρος και η αίσθηση της ζωής δεν έχουν καμία σχέση με τις αισθήσεις που έχουμε στην υπόλοιπη πόλη. Οι άνθρωποι αυτοί ζουν σε τόπο και χρόνο μηδέν, εγκλωβισμένοι και προσηλωμένοι συνάμα στην επιθυμία και ανάγκη τους να φτάσουν σε κάποια χώρα της βόρειας ευρωπής κυνηγώντας το όνειρο μίας αξιοπρεπούς ζωής.
Περίπου το 40% των έγκλειστων στα camps είναι παιδιά με το ποσοστό αυτό να ξεπερνά ανά περιόδους και το 50%. Σήμερα, λοιπόν, που στην ελληνική επικράτεια ζουν περίπου 70.000 μετανάστες σε camps, μπορεί κανείς να υπολογίσει και τον ανάλογο αριθμό των παιδιών που ζουν μαντρωμένα σε αυτά τα δυστοπικά μέρη.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι οι συνθήκες (που κάθε τόσο δημοσιοποιούνται) στα camps δεν είναι και οι καλύτερες για μία ολοκληρωμένη και στοιχειώδη ποιοτική ανάπτυξη ενός ανθρώπου που γεννήθηκε δύο, πέντε, δέκα ή και δεκαπέντε χρόνια πριν από σήμερα. Δεν αναφερόμαστε φυσικά μόνο στη σωματική, αλλά εξίσου στη διανοητική και ψυχική ανάπτυξη του κάθε παιδιού. Μη ξεχνάμε ότι τα περισσότερα από αυτά έχουν βιώσει πολεμικές καταστάσεις –αν όχι κανονικούς πολέμους– με ανεξίτηλα τραύματα μέσα τους. Υπό αυτές τις συνθήκες και κουβαλώντας βιώματα εντελώς διαφορετικά από τα δικά μας το σχολείο αποτελεί μία διέξοδο από την καθημερινότητα των camps. Και όταν κάποτε αυτά τα παιδιά βγήκαν από εκεί για να παρακολουθήσουν ένα σχολείο δεν ήταν και λίγα αυτά που αντιμετώπισαν. Τα σκοτεινότερα των ενστίκτων των γονιών οι οποίοι αντέδρασαν –αλλού ως πλειοψηφίες και αλλού ως μειοψηφίες– στην παρουσία τους σε κοινές σχολικές αίθουσες με τα υπόλοιπα "δικά τους" παιδιά επικαλούμενοι λόγους... εκπαίδευσης και υγιεινής.
Οι τότε αντιδράσεις ήταν μία από τις αφορμές που μας έκανε να σταθούμε στο θέμα της εκπαίδευσης των παιδιών των μεταναστών. Παιδιών που ζουν στον ίδιο τόπο με εμάς και τα γέννησε μία μάνα όχι κατώτερη από τη δική μας. Τελικά εκείνες οι προ δύο χρόνων αντιδράσεις δεν αποτελούσαν μία κακιά παρένθεση, καθώς όσο προετοιμάζαμε αυτό το άρθρο, στην Σάμο, μία δράκα ρατσιστών γονέων έκλεισε το δημοτικό σχολείο στο Άνω Βαθύ για να μην λειτουργήσει η ΔΥΕΠ. Οι συνεντεύξεις παρακάτω λοιπόν είναι κάτι περισσότερο από επίκαιρες. Μιλήσαμε με δύο ανθρώπους οι οποίοι έζησαν, ο καθένας από τη δικιά του μεριά, όλη αυτή τη διαδικασία που λέγεται ένταξη ανήλικων προσφύγων στο εκπαιδευτικό σύστημα. Τον Νίκο και τον Αποστόλη. Ο Νίκος Γρ. εργάζεται σε camp της Αττικής και στο πόστο του έρχεται σε καθημερινή επαφή με τα μεταναστάκια που ζουν εκεί. Ο Αποστόλης Σ., την επίμαχη περίοδο που εφαρμόστηκε πρώτη φορά το πρόγραμμα ένταξης ήταν πρόεδρος του Συλλόγου γονέων και κηδεμόνων στο 72ο δημοτικό σχολείο στο Θησείο, το οποίο και είχε συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα.
Οι σκέψεις μας για το (παρόν) κλείσιμο
Τα δυτικά (ευρωπαικά) κράτη που έχουν χτίσει το μεταπολεμικό προφίλ τους γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα ξεχνούν να μας πουν ότι το συμφέρον τους (σε δύναμη και λεφτά) είναι ανώτερο στην αξιακή τους ιεραρχία, ακόμα και από τις ζωές (και τους θανάτους) των προσφύγων που προσπάθησαν να εξαντλήσουν μία πιθανότητα στοιχειώδους ζωής εντός των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι μετανάστες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν ξεριζωθεί από τους τόπους όπου γεννήθηκαν εξαιτίας διακρατικών γεωπολιτικών αποφάσεων από τρεις-τέσσερις μεγάλους παίχτες, εκ των οποίων βασικός είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τελευταία λοιπόν φρόντισε να οργανώσει την κοινή ευρωπαική της πολιτική για τους μετανάστες με το κλείσιμο των εξωτερικών της συνόρων, με την μετατροπή της ελληνικής επικράτειας σε ένα απέραντο στρατόπεδο καθώς και την αλήστου μνήμης συμφωνία με την Τουρκία για ανταλλαγές που αφορούν ανθρώπινες ζωές σαν να είναι κούτες σε κοντέινερ. Η διαχείριση του μεταναστευτικού έγινε από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς με όρους αποτροπής, απαγόρευσης και ακραίας εκμετάλλευσης της υποτιμημένης εργατικής δύναμης ανθρώπων ξεριζωμένων. Οι όποιες πιθανότητες ένταξης πνίγηκαν στις ατέρμονες γραφειοκρατικές διαδικασίες της υπηρεσίας ασύλου. Και έτσι όχι μόνο το ταξίδι προς την ευρώπη αλλά και μέσα σε αυτή αποτελεί για τα παιδιά ένα ακόμα τραυματικό γεγονός.
Η εκπαιδευτική πολιτική για τους μετανάστες συνδέεται άμεσα με τη συνολική πολιτική διαχείριση του μεταναστευτικού από την Ε.Ε.. Εδώ όμως έχουμε τη γνώμη ότι η ευθύνη δεν είναι μία και ευρωπαϊκοκεντρική αλλά το κάθε κράτος έχει μία μικρή αυτονομία στον χειρισμό του θέματος. Από τα στοιχεία που διαβάσαμε και τα λόγια που ακούσαμε το ελληνικό κράτος ως διαχειριστής των ευρωπαϊκών κονδυλίων και ως άμεσος οργανωτής της εκπαίδευσης αυτών των παιδιών ακολουθεί την ίδια πολιτική αορατότητας με τους ενήλικους πρόσφυγες. Δηλαδή τα αφήνει και αυτά κλεισμένα και περιθωριοποιημένα μέσα στα camps. Και όταν τα δέχτηκε στα σχολεία, που είναι η μόνη ευκαιρία κοινωνικοποίησής τους με την υπόλοιπη κοινωνία, το έκανε σε ώρες διαφορετικές από τα υπόλοιπα παιδιά.
Ελάχιστοι πόροι διατέθηκαν και καμία σοβαρή οργάνωση δε λειτούργησε. Αποτέλεσμα τα παιδιά να αφεθούν στην τύχη τους τον πρώτο καιρό χάνοντας έτσι πολύτιμο σχολικό χρόνο στα πιο σημαντικά χρόνια της ζωής τους με σίγουρες αρνητικές συνέπειες στη διαμόρφωση και ανάπτυξη του εσωτερικού και εξωτερικού τους κόσμου. Έχουμε την αίσθηση πως ό,τι θετικό συνέβη έγινε από πρωτοβουλίες ατόμων και ομάδων που αυτενεργώντας προσπάθησαν να σώσουν και να διορθώσουν ό,τι μπορούσαν.
Σε έναν θεσμό όπως το σχολείο, η υποστελέχωση και η ανοργανωσιά δεν οφείλονται σε ατυχείς συγκυρίες ή κωλυσιεργίες συγκεκριμένων ατόμων, αλλά είναι κεντρική πολιτική επιλογή του φορέα που οργανώνει την εκπαίδευση. Και αυτός δεν είναι άλλος από το υπουργείο Παιδείας και κατ΄ επέκταση την κυβέρνηση.
Το ελληνικό κράτος και τα μέσα ενημέρωσης διαχειρίστηκαν το μεταναστευτικό ζήτημα συνολικά, αλλά και το θέμα των ΔΥΕΠ ειδικά, ως μία ακόμα κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ως τέτοιο θα λυνόταν κιόλας. Ας αναλογιστούμε τι σημαίνει αυτή η αντιμετώπιση για τη ζωή και τις μέρες των ίδιων των υποκειμένων μετανάστες. Πάλι καλά που δεν ανέλαβε η FRONTEX ή ο στρατός να διδάσκει τα παιδιά. Από αυτού του είδους τη διαχείριση του μεταναστευτικού από την κυβέρνηση, απορρέει και η δομική επιλογή άρνησης δικαιωμάτων των μεταναστών ως πολίτες, άρα και υποχρεώσεων από μεριάς του κράτους.
Επισφάλεια, ένα δομικό κομμάτι της σύγχρονης εκπαιδευτικής διαδικασίας
Ποιά είναι όμως η πραγματικότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος την οποία ήρθαν να συναντήσουν οι ανάγκες εκπαίδευσης των ανήλικων μεταναστών; Χιλιάδες αναπληρωτές/τριες δάσκαλοι και καθηγητές, όμηροι και κακοπληρωμένοι εργασιακά. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η εκπαίδευση εξαρτάται από πολιτικά παιχνίδια και υποσχέσεις της εκάστοτε (και της τωρινής) κυβέρνησης, αφήνοντας ένα τόσο σημαντικό κοινωνικό ζήτημα στα χέρια των καιροσκόπων της εξουσίας. Οι τελευταίοι για να εξοικονομήσουν πόρους, φροντίζουν κάθε χρόνο να προσλαμβάνονται οι αναπληρωτές όσο πιο αργά γίνεται στη διάρκεια της χρονιάς. Με αυτόν τον τρόπο οι αναπληρωτές ωθούνται ουσιαστικά σε ημιαπασχόληση, αφού πολλοί απ' αυτούς προσλαμβάνονται Νοέμβρη / Δεκέμβρη και μετά και απολύονται κάθε Ιούνη.
Έχοντας αυτά τα γενικά δεδομένα δεν μας εκπλήσσει ότι στους σχεδιασμούς του υπουργείου προσπερνιούνται εύκολα οι ανάγκες των παιδιών των μεταναστών. Ο χρόνος που αυτά χρειάζονται για να ζήσουν, να γνωρίσουν και να λειτουργήσουν δημιουργικά με έναν άνθρωπο-δάσκαλο ως σημείο αναφοράς. Προφανώς υπάρχει πλήρης αδιαφορία για την ανάγκη ολιστικής στήριξης αυτών των παιδιών (ψυχολογική, κοινωνική, εκπαιδευτική) που βίωσαν βία στον τόπο τους, στο ταξίδι τους και τώρα στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Μόρια, του Σκαραμαγκά κ.τ.λ..
Τη δουλειά την ολοκληρώνει η πλέμπα της κοινωνίας. Οι ρατσιστές.
Πέρα από την οργανωμένη κρατική (αντι)μεταναστευτική πολιτική το "καλωσόρισμα" πολλών από αυτά τα παιδιά περιλαμβάνει και τις αντιδράσεις κάποιων από τους γονείς των μαθητών και των μαθητριών που ήδη φοιτούν στα σχολεία. Διαβάσαμε και μάθαμε για τις ρατσιστικές αντιδράσεις γονέων, σε μέρη που είναι προσφυγικοί οικισμοί: Ωραιόκαστρο, Ακαδημία Πλάτωνος, Χίος, Πέραμα, Βόλβη, Λαγκαδίκια έξω από τη Θεσσαλονίκη, Φιλιππιάδα, έξω από την Άρτα και αλλού. Τα επιχειρήματα δε που χρησιμοποιούν περί δημόσιας υγείας και πτώσης της ποιότητας της εκπαίδευσης των παιδιών τους έχουν καταρεύσει από την ίδια την πράξη, από τη συνύπαρξη των μεταναστών στα σχολεία.
Μπορούμε να μπούμε για μία στιγμή στη θέση των παιδιών αυτών που πηγαίνουν σε ένα σχολείο, το οποίο κλείνει λόγω της δικής τους παρουσίας εκεί; Είμαστε σε θέση να φανταστούμε να πηγαίνουμε ως παιδιά στο νέο μας σχολείο, στη νέα ήπειρο όπου πλέον βρισκόμαστε και να μας περιμένουν στην πόρτα ανθρωποειδή που εξωτερικεύουν τη μπόχα που υπάρχει στην καρδιά και στο μυαλό τους, βρίζοντάς μας; Νομίζουμε δύσκολα.
Η διαφορετικότητα είναι πλούτος!
Είμαστε πάντως βέβαιοι πως μπαίνοντας ένα παιδί από άλλη ήπειρο μέσα σε μία τάξη, φέρει το ίδιο ζωντανά τη γνώση που παλεύουν οι δάσκαλοι/ες να περάσουν στα παιδιά από στεγνά βιβλία. Ξέρουμε ότι ένα παιδί μεταναστών κουβαλάει μαζί του την κουλτούρα ενός διαφορετικού, από τον ντόπιο, πολιτισμού η οποία μπορεί να εμπλουτίσει μαθήματα, διαδικασίες και δεξιότητες των εδώ παιδιών. Είμαστε σίγουρες ότι τα παιδιά τρελαίνονται να μαθαίνουν και να παίζουν νέα παιχνίδια με νέο τρόπο. Και ότι τέλος όταν τα παιδιά έρχονται σε επαφή με το διαφορετικό και το καινούριο στα νοητικά τους σχήματα, βρίσκονται σε εκείνο ακριβώς το σημείο και τη στιγμή, που η σκέψη διεγείρεται, το μάθημα και η ζωή γίνονται ελκυστικά και το βίωμα μετατρέπεται σε ανεκτίμητη γνώση και συναισθηματικό και κοινωνικό πλούτο.
ΠΑΡΑΘΕΜΑ
Τον περασμένο Νοέμβρη η Ελληνική ένωση για τα δικαιώματα του ανθρώπου διοργάνωσε μία ημερίδα για την εκπαίδευση των παιδιών των μεταναστών την οποία και παρακολουθήσουμε. Αυτό στο οποίο θα θέλαμε να σταθούμε δεν είναι τόσο τα λόγια των διαφόρων θεσμικών φορέων που βρίσκοταν στο πάνελ των ομιλητών, όσο οι τοποθετήσεις εκπαιδευτικών που βρέθηκαν στο κοινό και κουβαλούσαν την καθημερινή εμπειρία όχι κάποιων αφηρημένων σχεδιασμών αλλά της δύσκολης αλληλεπίδρασης με τα παιδιά. Ήταν συγκλονιστική η περιγραφή εκείνης της δασκάλας σε δημοτικό της Βικτώριας όταν σε μία στιγμή τσακωμού ανάμεσα σε μεταναστάκια στην αυλή του σχολείου βγήκαν οι εκπαιδευτικοί να τα χωρίσουν και τους ζήτησαν να καθίσουν κάτω στην αυλή, αυτά έκατσαν και έβαλαν τα χέρια σταυρωτά πίσω από το κεφάλι, σαν αιχμάλωτοι. Αντίστοιχες περιγραφές υπάρχουν και στη συνέντευξη του Αποστόλη Σ..
Ο Παπαγιαννάκης, αντιδήμαρχος μεταναστών και προσφύγων του δήμου Αθηναίων, παρουσίασε μία αριθμητική εικόνα του θέματος. Συνολικά στην Ελλάδα δεκαπέντε δήμοι έχουν δεχτεί παιδιά σε σχολεία, ενώ στην Αθήνα 25 σχολεία έχουν ενταχθεί στις ΔΥΕΠ. Περιγράφοντας τον δήμο της Αθήνας ως μέρος του σχεδιασμού της φοίτησης των παιδιών στα σχολεία μας πληροφόρησε ότι αυτό έγινε πρόχειρα γιατί βιάζονταν να μπουν, οπότε δεν είχαν και τον χρόνο να το οργανώσουν όπως θα ήθελαν. Παρόλο αυτά δεν παρέλειψε να σχολιάσει τα έργα και να επαινέσει τους συνομιλητές του και τους άλλους κρατικούς φορείς καταλήγοντας με ένα... λογικό (αλλά βαθύτατο πολιτικό) άλμα (;): πως οι καταλήψεις είναι άκυρες ως δομές εκπαίδευσης γιατί λειτουργούν όπως να 'ναι, έχοντας την αυτοεκπληρούμενη προφητεία της επανάστασης.
Η Katharina Strutynski, καλέσμενη στο πάνελ εκπαιδευτικός που δουλεύει με παιδιά μεταναστών στο σχολείο Fritz-Karsen-Schule του Βερολίνου, δεν περιέγραψε μία πραγματικότητα πολύ διαφορετική από την ελληνική. Τα μαθήματα και τα διαλείμματα απ΄ αυτά γίνονται ξεχωριστά για τους μετανάστες από τα υπόλοιπα παιδιά, ενώ σε ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα, αυτό της γλώσσας, η καθηγήτρια αλλάζει κάθε δύο χρόνια και αυτό δημιουργεί πρόβλημα. Το σχολείο της δέχτηκε δώδεκα παιδιά τα οποία μοιράστηκαν στις τάξεις με έναν μέντορα/νονό να παρακολούθεί το καθένα. Ωστόσο δεν αποτελεί μία συνολική εικόνα. Στο Βερολίνο φοιτούν περίπου 102.000 μαθητές στην μέση εκπαίδευση με 6.100 μεταναστάκια σε τάξεις υποδοχής. Αυτό σημαίνει ότι εάν μοιράζαν τα παιδιά στις τάξεις (εννοώντας να τα εντάξουν στις ήδη υπάρχουσες τάξεις) θα αντιστοιχούσε 1,5 παιδί ανά τάξη, κάτι που δεν θα δημιουργούσε κανένα πρόβλημα. Τα γυμνάσια δεν είναι υποχρεωμένα να δεχτούν προσφυγόπουλα αλλά είναι στην ευχαίρεια του κάθε σχολείου αν θα το κάνει. Την ίδια στιγμή που οι μετανάστες δάσκαλοι δεν μπορούν να δουλέψουν, οι εκπαιδευτικοί βιώνουν ποικίλες δυσκολίες σε όλες αυτές τις διαδικασίες. Σε κάθε περίπτωση, όταν τα παιδιά γίνονται 18 ετών σταματούν το σχολείο, τους το κόβουν, οπότε παύει το κράτος να τους παρέχει και σπίτι. Η Strutynski περιέγραψε το βιώμά της με έναν πρώην μαθητή της ο οποίος την πήρε τηλέφωνο μερικούς μήνες αφού έκλεισε τα 18 από ένα γκέτο αστέγων όπου πλέον έμενε γιατί τον έδιωξε το σχολείο.
Η κατακλείδα της ήταν απλά ένας αντικατοπτρισμός της εδώ πραγματικότητας, περιγράφοντας στην ουσία την κοινή ευρωπαϊκή (αντι)μεταναστευτική πολιτική: στη Γερμανία έχουν ασυνόδευτα παιδιά με ψυχικά τραύματα από τον πόλεμο, μαντρωμένα σε δομές. Παιδιά τα οποία χρειάζονται ψυχοκοινωνική στήριξη, κανονικότητα και όχι απομόνωση. ''Ένας κοινωνικός λειτουργός αντιστοιχεί σε 50 παιδιά(!) και εννοείται ότι δε μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά'' ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο Χρήστος Στεφάνου, συντονίστης εκπαίδευσης προσφύγων στον Ελαιώνα, είναι ο μεσολαβητής ανάμεσα στους μαθητές, τις οικογένειές τους και το σχολείο. Στην τοποθέτησή του μίλησε για τα πολλαπλά προβλήματα που παρουσιάζονταν την πρώτη χρονιά (το 2016-17), τα οποία σταδιακά από την επόμενη χρονιά άρχισαν λίγο-λίγο να εξομαλύνονται. Στάθηκε στις δομές κοινωνικής και ψυχικής φροντίδας που λειτούργησαν στο πλαίσιο του προγράμματος. Επίσης μας πληροφόρησε ότι μέσα στον Ελαιώνα λειτουργεί νηπιαγωγείο με 68 παιδιά ως παράρτημα δημόσιου νηπιαγωγείου. Δεδομένου ότι οι ενήλικοι πρόσφυγες σφυρυλατούνται γύρω από το φαντασιακό μιας κεντρικής/βόρειας Ευρώπης ως τελικού προορισμού εν τέλει τα παιδιά εντάσσονται πολύ πιο εύκολα στο εδώ και στο τώρα απ΄ότι οι γονείς τους. Εμπειρική ιστορία: μαθητής 15 ετών που ζει πλέον στη Γερμανία τον πήρε τηλέφωνο και του ζήτησε να γυρίσει στον Ελαιώνα. ''Δεν μ' αρέσει το σχολείο εδώ, με κοιτάνε παράξενα'' του είπε.