Η γειτονιά ως σχέση
Η γειτονιά ως σχέση
Αστακομακαρονάδα με θέα την Ακρόπολη
Τις νεότερες εξελίξεις επί του θέματος, και αφού είχε κυκλοφορήσει το περιοδικό, μπορείτε να τις διαβάσετε εδώ.
Εντάξει, η πρώτη φωτογραφία δεν είναι και η πιο καθαρή, ιδίως στην ασπρόμαυρη εκδοχή της. Όλοι και όλες όμως μπορούν να σχηματίσουν μία αίσθηση για το πώς ήταν ο Διόνυσος το 1989. Για δείτε την επόμενη, αντίστοιχη, φωτογραφία του 2007. Σίγουρα πολύ πιο καθαρή. Όσο καθαρά αποτυπώνονται και οι αυθαίρετες επεκτάσεις του εστιατορίου 18 χρονια μετά. Πηγή των φωτογραφιών είναι το blog filopappou.wordpress.com.
Ένα από τα κυριότερα σημεία αναφοράς –χωρικής και βιωματικής– για εμάς που μένουμε σε αυτές τις γειτονιές είναι οι λόφοι του Φιλοπάππου. Άνθρωποι από όλες τις γειτονιές, επισκέπτονται τον λόφο για να τον περπατήσουν, να χαλαρώσουν, να συζητήσουν σε ένα άνετο μέρος, να πατήσουν χώμα και να γυμνάσουν λίγο τα έρμα τα ματάκια τους που τους έχει κλαπεί ο ορίζοντας από τη ζωή τους.
Οι λόφοι του Φιλοπάππου είναι αναπόφευκτα και ένας μεγάλος δημόσιος χώρος στο κέντρο της πόλης, με τη διαχείρισή του να αποτελεί σημείο εμπλοκής διαφόρων φορέων, οργανισμών και άλλων συναφών. Μέσα στα χρόνια έχει φανεί ότι η οπτική με την οποία αντιμετωπίζουν το λόφο είναι αρκετά διαφορετική από αυτή των κατοίκων. Δεν είναι λίγες οι φορές που το κράτος μέσω διαφόρων φορέων όπως το ΚΑΣ (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο) και την εφορία αρχαιοτήτων, ο δήμος και ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν βάλει «στο μάτι» ένα μέρος ή ολόκληρο τον λόφο με προσδοκίες περίφραξης και ελέγχου, εμπορικής και τουριστικής εκμετάλλευσης. Στο βαθμό που αυτοί οι σχεδιασμοί γινόταν πράξη, θα βλάπτονταν άμεσα το οικοσύστημα του λόφου (όπως π.χ. η, ημιτελής σήμερα, έκθεση γλυπτικής στο νταμάρι από τη μεριά του Κουκακίου), και θα περιορίζονταν η ελεύθερη κίνηση των ανθρώπων μέσα σε αυτόν (π.χ. με το κοτετσόσυρμα –όπως σκωπτικά είχε ονομαστεί από τους κατοίκους– γύρω από την Πνύκα). Από το 2002 ακόμα, όλοι εμείς οι κάτοικοι των γειτονιών μας οργανωμένοι και οργανωμένες μέσα από λαϊκές συνελεύσεις, υπερασπιστήκαμε τα χαρακτηριστικά του ίδιου του λόφου. Επιθυμόντας να μείνει ατόφιος και ακέραιος, ως ένα από τα τελευταία οικοσυστήματα της πόλης όπου ζούμε, αλλά και με σεβασμό στην ιστορικότητά του όπως αυτή αποτυπώνεται στα (αρχαιολογικά) απομεινάρια της διαρκούς και ποικίλης ανθρώπινης δραστηριότητας σε αυτόν τις προηγούμενες χιλιετίες.
Έρχεται όμως μία ιστορία που ξεκινάει κάποιες δεκαετίες πίσω να μας (απο)δείξει ότι εάν αφεθεί ο λόφος στις προθέσεις του κράτους, του δήμου και των ιδιωτών, που η μόνη τους σύνδεση με το λόφο είναι είτε οικονομική είτε διαχειριστική, τότε θα μετατραπεί σε κάτι άλλο από αυτό που είναι, σίγουρα μακριά από το βασικό χαρακτηριστικό του ως ελεύθερος χώρος. Χώρος διαθέσιμος σε κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να περιπλανηθεί σε μέρος με πεύκα, χώμα και ουρανό.
Δεκαετίες πίσω η αρχαιολογική υπηρεσία προέβλεπε να μην υπάρχει πολεοδομικός ιστός ανάμεσα στου Φιλοπάππου και τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης. Οι ελάχιστες μονοκατοικίες που υπήρχαν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το εστιατόριο (13 στρέμματα) απαλλοτριώθηκαν το 1958 από τον δήμο χαρακτηρίζοντάς τα «άλσος και πλατεία». Ο ΕΟΤ το 1961 χωρίς πολεοδομική άδεια χτίζει τον Διόνυσο στα 5 από τα 13 στρέμματα. Αρχικά ένα τουριστικό περίπτερο και μετέπειτα ένα ακριβό εστιατόριο εικόνα της καλής αστικής κοινωνίας –τόπος συνάντησης της ελίτ και τόπος τραπεζώματος ξένων επίσημων προσκεκλημένων. Ολα αυτά τα χρόνια ο Διόνυσος επεκτείνεται είτε με υπόγειες ανασκαφές είτε με κατασκευή άλλων αυθαίρετων κτισμάτων, συνολικά 600 τ.μ. όπως θα παραδεχθεί η ίδια η πολεοδομία στις αυτοψίες της. Συγχρόνως ο ΕΟΤ προσπαθεί επανειλημμένα να εγγράψει αυτά τα 13 στρέμματα στην περιουσία του. Ενώ το 1993 σε διαπιστωτική πράξη του Οργανισμού αναφέρεται (έστω) ότι το οικόπεδο το διεκδικεί και ο δήμος Αθηναίων, το 2014 σε άλλη (τρίτη) διαπιστωτική πράξη αναφέρεται ότι «το κτίσμα βρίσκεται πάνω σε χώρο που έχει απαλλοτριωθεί υπέρ ΕΟΤ». Εδώ καταγράφεται η πρώτη συγκεκριμένη και καθαρή απόπειρα του ΕΟΤ να γίνει ιδιοκτήτης του χώρου. Γιατί αυτή η πρεμούρα; Αφενός γιατί η περιουσία του ΕΟΤ έχει μπει στο ΤΑΙΠΕΔ, είναι προς «αξιοποίηση», δηλαδή προς πώληση, σε ιδιώτες επιχειρηματίες με πρόσχημα το περίφημο χρέος του ελληνικού κράτους. Αφετέρου γιατί ο δήμος της Αθήνας επισταμένως «ξεχνάει» να εγγράψει αυτά τα 13 στρέμματα στο περουσιολόγιό του.
Δεν θα σταθούμε στο αστείο της υπόθεσης ότι το υπουργείο Πολιτισμού που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση του λόφου, ενώ με πρόσχημα τη διασφάλιση και τη προστασία των αρχαιοτήτων, προσπαθεί από το 2002 να τον περιφράξει με κάγκελα και να βάλει εισιτήριο εισόδου, στην περίπτωση του Διονύσου κάνει τα στραβά μάτια και ποιεί την... μουγκαμάρα. Μιλάμε γι΄αυτή την περίπτωση όπου σε έκταση 126 τ.μ. έσκαψαν υπόγεια, 3 μέτρα βάθος πάνω σε αρχαία, για την επέκταση του εστιατορίου! Αλλά δεν εκπλησσόμαστε. Η ιστορία του Διονύσου είναι η ιστορία ενός διεφθαρμένου γραφειοκρατικού μηχανισμού, είναι μία μικρή ιστορία των σχέσεων της επιχειρηματικής και της πολιτικής ελίτ αυτού του τόπου. Γιατί εάν παρατηρήσουμε καλύτερα την υπόθεση του Διονύσου θα δούμε ότι όλες αυτές τις δεκαετίες έχουν περάσει όλων των ειδών οι κυβερνήσεις (από τη χούντα και τη δεξιά μέχρι την σοσιαλδημοκρατία και την αριστερά) και καμία δεν αγγίζει το θέμα.
Με όλα αυτά τα δεδομένα μας εξάγονται δύο συμπεράσματα: το πρώτο είναι ότι για ακόμα μία φορά μας γίνεται σαφές πόσο υποκειμενική είναι η σημασία των λέξεων δημόσιο και δήμος. Ως παιδιά στο σχολείο μας είχαν μάθει ότι δημος είναι ο λαός και δημόσιο κάθετι που προσφέρεται και είναι διαθέσιμο σε όλους/ες. Βλέποντας τα πράγματα γύρω μας καταλαβαίνουμε ότι το κράτος λειτουργεί πιο αφαιρετικά, εφαρμόζοντας ένα μείγμα εργαλείων διαχείρισης (νομολογία, φορείς, περιφράξεις) στα οποία δεν έχουν πρόσβαση οι κάτοικοι αλλά τα διάφορα είδη συμφερόντων.. Από την άλλη ο δήμος είναι ένας οργανισμός που επιχειρεί να παίξει ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ συμφερόντων διαφόρων μορφών κεφαλαίου (μικρού και μεγάλου), χωρίς να λογοδοτεί στους κατοίκους των περιοχών που επηρεάζει. Οπότε οι ανάγκες και η γνώμη των κατοίκων που ζουν εκεί, για αυτά που τους προσφέρει το μέρος αυτό, αν δεν αποτελούν κομμάτι αυτής της διαμεσολάβησης, αν δεν μπορούν να «αξιοποιηθούν», δεν έχουν θέση σε αυτούς τους σχεδιασμούς.
Για εμάς είναι ξεκάθαρο ότι στου Φιλοπάππου η σύγκρουση είναι διττή: από τη μία είναι εκείνη η μορφή ζωής που έχει μεταλλάξει την ύπαρξή του σε εμπορευματικές αξίες, περνώντας ό,τι συμβαίνει στη ζωή από το φίλτρο του υλικού και οικονομικού συμφέροντος. Και από την άλλη είναι εκείνη που επιμένει να αναζητά στη ζωή ελεύθερο χρόνο και χώρο, μην έχοντας ξεχάσει να εκφράζεται, να διεκδικεί συλλογικά, να περπατάει, να συνυπάρχει, να μυρίζει το χώμα και τα λουλούδια, που έχουν άνθισει και αυτήν την άνοιξη.