Η γειτονιά ως σχέση
Η γειτονιά ως σχέση
Ασθενείς πόλεις
Σημειώσεις
1. Παράδειγµα τέτοιων εξεγέρσεων είναι η κινητοποίηση κατοίκων της εργατικής τάξης του Manchester το 1819 γνωστή και ως «Σφαγή του Πίτερλου» αφού 18 άνθρωποι δολοφονήθηκαν από την αστυνοµία και το ιππικό.
2. Αnatole Kopp, Πόλη και Επανάσταση: η σοβιετική αρχιτεκτονική και πολεοδοµία στα πρώτα µετεπαναστατικά χρόνια, Μετάφραση–Επιµέλεια: Π. Γ. Λαζαρίδη, Εκδόσεις Νέα Σύνορα, 1976.
3. Μετάφραση από το άρθρο του Άρη Καλαντίδη The epidemics behind urban planning: The foundations. Μάρτιος 2020.
4. Στην επιδηµία της ελονοσίας το 1835 αυτή η περιοχή είχε τα περισσότερα κρούσµατα. (Κ. Μπίρης, Αι Αθήναι, Μέλισσα, Αθήνα 2005).
5. Ενδιαφέρουσα επίσης αποτελεί η παράδοση που λέει ότι για την επιλογή της θέσης των ανακτόρων τοποθέτησαν στα υποψήφια σηµεία κοµµάτια κρέατος και σε όποιο µέρος το κρέας αλλοιωνόταν βραδύτερα σήµαινε ότι το σηµείο ήταν καλύτερα αεριζόµενο και δροσερό., Γ.Μ.Σαρηγιάννης, Αθήνα 1830-2000 Εξέλιξη-Πολεοδοµία-Μεταφορές, Συµµετρία, Αθήνα 2000.
6. Το 23% των θανάτων από φυµατίωση το 1920 στην Αθήνα αφορούσαν εργάτες.Β.Γκιζελή, Κοινωνικοί Μετασχηµατισµοί, Επικαιρότητα, Αθήνα 1984.
7. Δ. Καρύδης , Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδοµίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα 2008.
Η πανδηµία του νέου κορωνοϊού έχει επηρεάσει σε µεγάλο βαθµό την καθηµερινότητα και τις ζωές των ανθρώπων ανά τον κόσµο και συνεπώς έχει διαταράξει την λειτουργία των πόλεων όπως την ξέραµε µέχρι σήµερα. Δεν είναι όµως η πρώτη φορά στην ιστορία που οι πανδηµίες επηρεάζουν δοµικά τον τρόπο µε τον οποίο σχεδιάζονται και οργανώνονται οι πόλεις.
Η ιστορία του πολεοδοµικού σχεδιασµού έχει τις απαρχές της στις ασθένειες του 19ου αιώνα, καθώς οι πόλεις όπως τις γνωρίζουµε σήµερα διαµορφώθηκαν σε πολύ µεγάλο βαθµό από της αλλαγές που έγιναν για την αντιµετώπιση των ασθενειών. Κατά τον 19ο αι., ο επανασχεδιασµός των αστικών κέντρων υπήρξε αναγκαίος αφού µε την τεταµένη αστικοποίηση, την εξάπλωση των πόλεων και την γενικότερη αλλαγή στον τρόπο ζωής και εργασίας, οι πόλεις υπήρξαν το επίκεντρο ασθενειών και µολύνσεων. Οι εργατικοί πληθυσµοί αυξήθηκαν στα αστικά κέντρα, ζώντας σε πυκνοκατοικηµένες γειτονιές και σε άσχηµες συνθήκες. Η σκέψη µε βάση την οποία διαµορφώθηκαν από εκεί και έπειτα αρκετές πόλεις αποµακρυνόταν από το µεσαιωνικό µοντέλο του συµπαγούς αστικού ιστού και των διάσπαρτων χρήσεων επιδιώκοντας την επέκταση των πόλεων, την εγκατάσταση υδρευτικών και αποχετευτικών δικτύων και τον διαχωρισµό των χρήσεων. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης οδήγησαν στη ριζική αλλαγή των πόλεων και οι λόγοι ήταν σαφείς: από την µία η απειλή της εξάπλωσης των επιδηµιών πέρα από τις εργατικές γειτονιές και από την άλλη η πίεση από τις βίαιες εξεγέρσεις των κατώτερων στρωµάτων [1]. Η αντιµετώπιση της επιδηµίας της χολέρας και άλλων ασθενειών έθεσε παράλληλα ως στόχο την βελτίωση της ζωής και την αύξηση του προσδόκιµου ζωής στις πόλεις, κάτι το οποίο µέχρι τότε δεν αφορούσε το σύνολο των κατοίκων τους.
«Μέχρι τότε τα προβλήµατα υγιεινής σε κλίµακα ολόκληρης πόλης, τους απασχολούσαν πολύ λίγο. Αλλά από τη στιγµή που έγινε αντιληπτό πως τα µικρόβια δεν δίστασαν καθόλου να διασχίσουν τα όρια που χώριζαν τις περιοχές όπου κατοικούσαν οι πλούσιοι, τα µεγάλα υδρευτικά και αποχετευτικά έργα έγιναν αντικείµενο ειδικού ενδιαφέροντος ενώ µέχρι τότε παραµελούνταν συστηµατικά.» [2]
Το πολεοδοµικό σχέδιο του Παρισιού όπως διαµορφώθηκε από τον βαρόνο Haussmann (1853-1870) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα. Οι παρεµβάσεις πραγµατοποιήθηκαν σε µία περίοδο που ο πληθυσµός είχε αυξηθεί σηµαντικά µε µε-γάλο µέρος του να εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα προσπαθώντας να επιβιώσει. Χρησιµοποιώντας νόµο που επέτρεπε την απαλλοτρίωση κατοικιών όταν συντρέχει ζήτηµα έλλειψης υγιεινής, κατεδάφισε ολόκληρες περιοχές κατοικίας κυρίως χαµηλότερων στρωµάτων ανοίγοντας νέες λεωφόρους, πλατείες ακτινικής διάταξης και πραγµατοποιώντας έργα υποδοµής (ύδρευσης και αποχέτευσης). Ο Haussman πέτυχε την ασφαλή υδροδότηση της πόλης καταργώντας την παροχή νερού από τον µολυσµένο Σηκουάνα, πέτυχε όµως και κάτι ακόµα: την εύκολη πρόσβαση των στρατευµάτων στο κέντρο της πόλης για την καταστολή των εξεγέρσεων. Σύντοµα η πόλη του Παρισιού αποτέλεσε το παράδειγµα της πόλης που µετασχηµατίστηκε και κατάφερε να ξεπεράσει τα προβλήµατα των αστικών κέντρων εκείνης της περιόδου.
Το σχέδιο του James Hobrecht για την επέκταση και σχεδιασµό της πόλης του Βερολίνου την ίδια περίοδο, πραγµατοποιήθηκε την περίοδο της χολέρας όπου θεωρήθηκε αναγκαίος ο επανασχεδιασµός της πόλης για την βελτίωση της υγείας των κατοίκων της αλλά και την παροχή κατοικίας στους πληθυσµούς που µετακόµιζαν στην πρωτεύουσα.Ο Hobrecht ακολούθησε µία αρχή σχεδιασµού όπου προέβλεπε οι φτωχότερες τάξεις να κατοικούν στα ίδια συγκροτήµατα µε τις εύπορες ενώ οι χώροι κατοικίας και εργασίας βρισκόντουσαν στο ίδιο οικοδοµικό τετράγωνο για αποφυγή µετακινήσεων.
«Υπάρχει ένα κοινωνικό όραµα πίσω από αυτήν την έννοια, βασισµένο στην φιλελεύθερη αστική αντίληψη της εποχής, σύµφωνα µε την οποία οι κατώτερες τάξεις µαθαίνουν από τις ανώτερες µέσω της µίµησης, ενώ οι πιο εύπορες θα λειτουργούν φιλανθρωπικά προς τους φτωχότερους µέσω της επαφής.» [3]
Στο Λονδίνο, κατά την διάρκεια της επιδηµίας της χολέρας (1854), ξεκίνησε η εγκατάσταση συστήµατος απορροής λυµάτων και νέου συστήµατος ύδρευσης µετά από µία χαρτογράφηση της επιδηµίας που πραγµατοποιήθηκε από τον γιατρό John Snow. O Snow ξεκίνησε από την φτωχή τότε γειτονιά του Soho, όπου υπήρξε έξαρση της επιδηµίας σε κατοίκους που ζούσαν σε ανθυγιεινές συνθήκες. Η χαρτογράφηση που πραγµατοποίησε συνέδεσε τα κρούσµατα της επιδηµίας µε τις αντλίες µέσω των οποίων οι κάτοικοι είχαν πρόσβαση σε νερό, το οποίο αποδείχθηκε µολυσµένο. Η έρευνα του Snow και τα συµπεράσµατα στα οποία κατέληξε, συνέβαλαν στην αντιµετώπιση της επιδηµίας της χολέρας στην Ευρώπη αλλά και στις Η.Π.Α., ενώ προώθησε τον ρόλο της θεµατικής χαρτογραφίας.
Τον 20ο αιώνα, παρότι σε αρκετές πόλεις είχαν πραγµατοποιηθεί έργα για την βελτίωση της υγιεινής των κατοίκων, το πρόβληµα δεν λύθηκε, ιδιαίτερα σε εργατικούς πληθυσµούς που, όπως στο Παρίσι, ουσιαστικά εκδιώχθηκαν από τα αστικά κέντρα. Το µοντέρνο κίνηµα που ακολούθησε, πρότεινε τον επανασχεδιασµό των πόλεων µε την κατανοµή των χρήσεων σε ζώνες, ενσωµατώνοντας υπαίθριους χώρους και χώρους πρασίνου επιδιώκοντας τον καλό αερισµό και ηλιασµό τόσο για την αποφυγή µετάδοσης των ασθενειών, όσο και για την γενικότερη βελτίωση της ζωής στην πόλη.
Η πρόταση του Burnham για την πόλη του Σικάγο, το 1909, συγκροτήθηκε για να δώσει λύση στα προβλήµατα της εποχής που αποτελούσαν οι κακές συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής σε συνδυασµό µε την άναρχη και πυκνή δόµηση. Η οργάνωση της πόλης γίνεται σε ζώνες χρήσεων οι οποίες εκτείνονται γύρω από το κέντρο µε εµφανείς κοινωνικούς διαχωρισµούς, αφού ορίζονται οι περιοχές κατοικίας των εργατών, των µεταναστών και των εύπορων - αστών που αποµακρύνονται σιγά σιγά από το κέντρο προς τα προάστια.
Οι προτάσεις του µοντέρνου κινήµατος για την λειτουργική πόλη και την κατανοµή της σε ζώνες: κατοικία-εργασία-ελεύθερος χρόνος-κυκλοφορία, συνοψίστηκαν στις προτάσεις του Le Corbusier που µεγέθυνε την κλίµακα προτείνοντας πόλεις για εκατοµµύρια κατοίκους, διαχωρίζοντας τις χρήσεις, οραµατιζόµενος µία ευάερη και ευήλια πόλη η οποία φυσικά θα απευθύνεται σε µία «ιδεατή» υγιή και ενεργητική για εκείνον κοινωνία επικεντρωµένη γύρω από την εργασία, τον αθλητισµό και την κατοικία. Αυτός ο µετασχηµατισµός στον τρόπο αντίληψης του αστικού µοντέλου, βασίστηκε στην ανάγκη να δοθούν λύσεις για πιο «ανθρώπινες» συνθήκες διαβίωσης στις µεγαλουπόλεις, διευρύνοντας ταυτόχρονα την παραγωγή µαζικής κατοικίας ως κρατική παροχή. Στις ευρωπαϊκές πόλεις υπήρξε εκτεταµένη ανοικοδόµηση µεγάλων block κατοικίας διαµορφώνοντας γειτονιές και ενσωµατώνοντας υπαίθριους κοινόχρηστους χώρους και χώρους πρασίνου.
Το ελληνικό µοντέλο εξέλιξης της πόλης και το παράδειγµα της Αθήνας είναι διαφορετικό από αυτό των δυτικών πόλεων στον τρόπο που τελικά αναπτύχθηκε, όµως ο αρχικός της σχεδιασµός ως πρωτεύουσα δανειζόταν πολλά χαρακτηριστικά από τις ευρωπαϊκές πόλεις.
Το 1835 αποφασίστηκε η ανοικοδόµηση των ανακτόρων απορρίπτοντας την θέση της Οµόνοιας (πρόταση Κλεάνθη – Schaubert) διότι αφενός η περιοχή µαστιζόταν από ελώδεις πυρετούς λόγω των στάσιµων νερών [4] και αφετέρου η περιοχή γειτνίαζε µε φτωχογειτονιές της Αθήνας. Επιλέχθηκε τελικά η περιοχή του Συντάγµατος, ως ιδανική κοινωνικά και τοπογραφικά, αφού γειτνίαζε µε την περιοχή της Πλάκας, που κατοικούσε η αστική τάξη και από εκεί πέρναγαν τα ρέµατα του Υµηττού που καθάριζαν την περιοχή. [5]
Στα τέλη του 19ου αι. η πόλη είχε εξελιχθεί, µε τις ανθυγιεινές λειτουργίες, βιοτεχνίες, εργαστήρια και βιοµηχανίες να βρίσκονται έξω από το κέντρο της. Στις αρχές του 20ου αι. η εργατική κατοικία κάνει την εµφάνισή της στις νότιες και δυτικές περιοχές, στεγάζοντας τους εσωτερικούς µετανάστες εργάτες που µετακόµιζαν στην πρωτεύουσα. Οι κακές συνθήκες διαβίωσης µε έλλειψη νερού, δικτύων αποχέτευσης και το πρόβληµα των αποβλήτων είχαν σαν συνέπεια την µετάδοση ασθενειών και την µεγάλη θνησιµότητα που έπληξε την εργατική τάξη των Αθηνών το 1920. [6]
Μέχρι το 1925 η Αθήνα είχε εξαπλωθεί, µε µέρος αυτής της εξάπλωσης να αποτελούν και οι προσφυγικοί οικισµοί που στέγασαν τους πρόσφυγες από την Μ. Ασία, στις περιοχές της Καισαριανής, του Βύρωνα, της Νέας Ιωνίας και της Κοκκινιάς. Η χωροθέτηση αυτών των οικισµών αποτελούσε χωρικό και κοινωνικό διαχωρισµό από την υπόλοιπη πόλη και µάλιστα στοιχειοθετήθηκε µε επιχειρήµατα περί οµοιογενούς κοινωνικού περιβάλλοντος και διασφάλισης των όρων υγιεινής για τον έλεγχο µετάδοσης ασθενειών. [7]
Συνοψίζοντας, αντιλαµβανόµαστε ότι ο αστικός σχεδιασµός είναι άρρηκτα συνδεδεµένος µε την υγιεινή και την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Παρ’ όλα αυτά ο τρόπος που αποτυπώνεται στο χώρο δεν µπορεί να αποκοπεί από τους κοινωνικούς συσχετισµούς και διαχωρισµούς. Σε όλες τις επιδηµίες οι ταξικές και φυλετικές ανισότητες στις πόλεις γίνονται πιο εµφανείς από ποτέ. Η µειωµένη πρόσβαση στις δοµές υγείας, οι ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, η αποµόνωση περιοχών και κοινοτήτων για να µην «µολύνουν» τους υπόλοιπους αλλά και η φυγή των αστικών ελίτ στην εξοχή για να αποφύγουν την ασθένεια, χαρακτηρίζουν την ιστορία των πόλεων µέχρι και σήµερα.
Στις σύγχρονες µητροπόλεις, µπορεί τα προβλήµατα στον γενικό πληθυσµό να µην είναι η έλλειψη δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης, για την µετάδοση του κορωνοϊού, όµως οι συµπαγείς πόλεις µε την έλλειψη δηµόσιων χώρων και χώρων πρασίνου, ο κακός αερισµός και ηλιασµός των κατοικιών και των χώρων κοινής χρήσης, συντελεί καθώς φαίνεται στην εξάπλωση του ιού. Φαίνεται λοιπόν ότι οι πόλεις µας σήµερα όχι µόνο δεν µπορούν να αντιµετωπίσουν την εξάπλωση µιας νόσου, αλλά ίσα ίσα επιδεινώνουν την διαβίωσή µας και ιδιαίτερα σε συνθήκες επιδηµίας, περιορισµών και lockdown. Όλο και πιο συχνά εν µέσω της εξάπλωσης της λοίµωξης covid19, η συζήτηση επικεντρώνεται στο ποιο θα είναι τελικά το µέλλον των πόλεων και πώς θα κινηθεί ο αστικός σχεδιασµός ώστε να αποφευχθούν µελλοντικές ανάλογες καταστάσεις.
Η βιωσιµότητα όµως των σύγχρονων µητροπόλεων κρίνεται εδώ και χρόνια και δεν αφορά µόνο τη συµβολή τους στην ενδηµική εξάπλωση. Αφορά τις επιπτώσεις στην σωµατική και ψυχική µας υγεία, στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζούµε, και δεν πρόκειται να αλλάξει αν δεν αλλάξουµε τις κοινωνικές σχέσεις και τις δυναµικές εντός τους.
Και αναρωτιόµαστε µήπως ήρθε η ώρα εµείς να σκεφτούµε πώς θέλουµε να είναι οι πόλεις στις οποίες κατοικούµε; Άλλωστε όσες και όσοι από εµάς έχουν στέγη, αυτή η στέγη δεν είναι πάντοτε στα προάστια ή σε περιοχές µε λόφους όπως οι γειτονιές µας. Απ΄ το να θεωρούµε τους εαυτούς µας τυχερούς ή άτυχους αναλόγως µε την γειτονιά όπου έχουµε βρει ένα σπίτι και την πρόσβαση που µπορεί να έχουµε σε έναν κοντινό λόφο ή πάρκο, µήπως να διεκδικήσουµε τους λόφους και τα πάρκα να έρθουν κοντά µας, δίπλα µας;