top of page

Αφηγήσεις της αυλής

Σημειώσεις

 

1. Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

2. Σχετική αναφορά υπάρχει και παρακάτω.   

3. «Απλώς θεωρούνται λαϊκή περιοχή. Εγκληματικότητα εδώ δεν υπήρχε και δεν υπάρχει. Αν δεις μαυρόασπρες ταινίες θα δεις ότι αν θέλανε να απευθυνθούν για καμία καφετζού λέγανε στα Πετράλωνα. Λαϊκή συνοικία. Μένανε λαϊκοί άνθρωποι», Χαρίκλεια, καταστηματάρχης,
συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

4. «Όταν ήρθαν οι Αλβανοί στην Ελλάδα το 90, κοιτάζανε να βρούνε στον ηλεκτρικό κοντά σπίτια. Και πέσαν όλοι εδώ και ξέρεις ανεβήκανε. [...] Για λόγους πρακτικούς ψάχναν να είναι κοντά στο τρένο για να μετακινούνται για δουλειές πιο γρήγορα. Αλλά ειδικά οι Αλβανοί που δεν ξέρανε πως να κυκλοφορήσουν θέλανε στο τρένο κοντά και ψάχναν εδώ Κ. Πετράλωνα, Α.Πετράλωνα. Από κει ανεβήκαν τα νοίκια, υπήρχε ζήτηση δηλαδή». Ανδρέας, καταστηματάρχης, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.


5. Όταν η απάντηση του ιδιοκτήτη στην ερώτηση για το πώς θα φτάσουν στον κινηματογράφο ξεκινούσε με το «κατέβετε στον σταθμό των Πετραλώνων», η επιφυλακτικότητα –που μπορεί να άγγιζε και τον φόβο– γινόταν ορατή ακόμα και τηλεφωνικά, καθώς εκδηλώνονταν μέσα από ένα σωρό λεκτικά σχήματα ή επιφωνήματα.  Ο Κώστας, ιδιοκτήτης του μαγαζιού «Ο Οικονόμου» λέει ότι «τα Πετράλωνα τα είχανε υποβαθμισμένη περιοχή. Έλεγε ο άλλος, στα Πετράλωνα; Εγώ όταν ήρθα το 2000 και πήρα αυτή την επιχείρηση σε όσους έλεγα ότι πήρα μαγαζί στα Πετράλωνα γελούσανε. Έλεγαν “πόσο χαμηλά έπεσες”. Το καταλαβαίνεις;  Εδώ τότε δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα. [...] Ήταν μία περιοχή φανταστική, ήρεμη, με κόσμο τότε μόνο γηγενή. Δεν υπήρχανε, όσοι μένανε εδώ ήταν κάτοικοι των Πετραλώνων. Και μπορώ να σου πω ότι πριν μία δεκαετία άρχισαν και φεύγανε τα παιδιά των πετραλωνιτών. Αυτά που γεννηθήκανε εδώ αρχίσανε και φεύγανε και πηγαίνανε σε άλλες περιοχές γιατί θεωρούσανε τα Πετράλωνα υποβαθμισμένη περιοχή. Εγώ τα πρόλαβα τα Πετράλωνα έτσι, κατάλαβες;».

6. Η Μάρω Βουγιούκα και ο Βασίλης Μεγαρίδης στο βιβλίο τους «Πετράλωνα, μία συνοικία Άνω-Κάτω» σημειώνουν ότι «όσο και εάν φαίνεται παράξενο, με βάση τη σημερινή εικόνα της συνοικίας, τα Πετράλωνα στα πρώτα χρόνια του σχηματισμού τους αλλά και αρκετές δεκαετίες μετά, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μία “βιομηχανική” περιοχή με τα αρκετά εργοστάσια και βιοτεχνίες που λειτουργούσαν εκεί –μιλάμε, φυσικά, για ελαφρά βιομηχανία, αλλά αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα το χαρακτηρισμό που δώσαμε παραπάνω».

7. «Παλιά υπήρχε μόνο μια ταβέρνα, το Ασχημόπαπο, και μια ταβέρνα την οποία τη λέγανε Φάβα, ήταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και έφτιαχναν φάβα, το κρασί, μπακαλιάρο κάνανε αλλά ήτανε για ορισμένους, στο Ασχημόπαπο πηγαίνανε κυρίως διανόηση και φοιτητές. Επί χούντας όλο το φοιτητικό κίνημα μετά τα έπινε στο Ασχημόπαπο». Νίκος, κάτοικος Κ. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο
περιοδικό.

8. «Ψάχναμε να βρούμε μια περιοχή που να μην είναι πιάτσα. Τότε δεν ήταν τόσες πολλές οι πιάτσες αλλά υπήρχε συσσώρευση μαγαζιών τέτοιου είδους σε κάποιες περιοχές και θέλαμε να [είναι] λίγο πιο ακριτικό εμείς το μαγαζί. Να μην χαρακτηρίζεται από πιάτσα», Τάκης, καταστηματάρχης, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

9. Χαρίκλεια, καταστηματάρχης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

10. «Εδώ πάνω ο πιο μεγάλος γάτος ήταν ο Κόκκοτας. Ερχόταν με μία μεγάλη τσάντα, ψίριζε και έφευγε. Για ζάρια μιλάμε. Χυμα έτσι», Σπύρος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο
περιοδικό.

11. «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας», Γιάννης Παπακώστας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1991.

12. Κώστας, φαρμακοποιός, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο
περιοδικό.
13. Χαρίκλεια, καταστηματάρχης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

14. Κορίνα, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.
15. Στέφανος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

16. Κώστας, ιδιοκτήτης μαγέρικου
«Ο Οικονόμου», συνέντευξη ήχου
στο περιοδικό.

17. Συνοπτικά: στις 8 Νοεμβρίου του 2009 καλείται η πρώτη συνέλευση κατοίκων. Τις προηγούμενες ημέρες αρκετές από τις αφίσες/καλέσματα στη γειτονιά καταστρέφονται με μαύρο σπρέυ. Μετά το τέλος της συνέλευσης γίνεται αυθόρμητη πορεία στην Κυδαντιδών και στην Τρώων με αντιπαραθέσεις με μαγαζάτορες. Στις 21 και 22 του ίδιου μήνα έχει ανακοινωθεί διήμερο εκδηλώσεων. Μία μέρα νωρίτερα γίνεται εμπρηστική επίθεση στην είσοδο του σπιτιού, στην οδό Παλληναίων, ενός από τους κατοίκους που συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις. Μία εβδομάδα αργότερα θα γίνει μαζική διαδήλωση στη γειτονιά  για το γεγονός. Τον Μάιο του 2013 γίνεται εμπρηστική επίθεση στο σπίτι κατοίκου της οδού Τρώων η οποία επίσης είναι δραστήρια στις κινητοποιήσεις για τη βιομηχανία της διασκέδασης.

18. «Δεν πήγανε να ανοίξουν μπαρ αλλού αλλά σε αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή. Γιατί; Γιατί ήταν όμορφη. Και ήταν όμορφη γιατί οι κάτοικοι φρόντιζαν να είναι όμορφη. Η αγαπη που είχαμε για την περιοχή που γεννηθήκαμε φαίνεται, λάμπει το πρόσωπό μας όταν μπαίνουμε στα σπίτια μας, όταν βγαίνουμε έξω να καθαρίσουμε τα πεζοδρόμια και βγαίνουν οι μαγαζάτορες και μας χλευάζουν, θα πρέπει να το δείτε αυτό. Όταν καθαρίζουμε τα φύλλα από τα δέ-ντρα, “χα,χα,χα, κοίτα εκεί τί κάνουνε”. Γιατί; Γιατί δεν είναι δικό τους. Δεν είναι η αγορά, είναι η ψυχή. Δεν το νιώσανε ποτέ δικό τους το μέρος. Ήρθανε να το εκμεταλλευτούν», Ελένη, κάτοικος Α. Πετραλώνων,
συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

19. Κώστας, ιδιοκτήτης μαγέρικου
«Ο Οικονόμου», συνέντευξη ήχου
στο περιοδικό.
20. «Δεν είναι η ποσότητα, είναι η ποιό-τητα. Δηλαδή εδώ είναι πιο εύκολο να βρεθείς. Σίγουρα είναι και η γειτονιά πόλος έλξης, ανθρώπων με κάποιες αντιλήψεις κ.τ.λ. Οπότε είναι πιο εύκολο να κοινωνικοποιηθείς και να κάνεις φιλίες», Αντρέας, κάτοικος Α. Πετραλώνων,
συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

21. Σπύρος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

22. Δημήτρης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

23. Μαρία, κάτοικος Α. Πετραλώνων,
συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

24. Σπύρος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

25. Νίκος, κάτοικος Κ. Πετραλώνων,
συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

26. Μαρία, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

27. Κορίνα, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

28. Μαρία, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

29. Χαρίκλεια, καταστηματάρχης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

30. Σπύρος, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό

31. Κώστας, ιδιοκτήτης του μαγέρικου «Ο Οικονόμου», συνέντευξη ήχου
στο περιοδικό.

32. Κόσμο απορροφούν και γειτονιές γύρω από τα Πετράλωνα, όπως ο Ταύρος και το Θησείο.
33. Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος
Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου
στο περιοδικό.

34. «Δεν υπάρχει φυσιολογική τιμή για την Τρώων. Εδώ ο ορισμός της ευκαιρίας είναι η ύπαρξη του ακινήτου και θα βρεθεί κάποιος να δώσει αυτά τα χρήματα. Αν ήταν στην Δημοφώντος θα νοικιαζόταν 100 ευρώ». Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.
35. Ένα από τα πιο πρόσφατα άρθρα είναι αυτό της Vogue, με τίτλο «Is this Athen's newest cool neighborhood?»

36. Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

37. Αντρέας, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

38. Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

39. Αθανασία, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

40. Κική, κάτοικος Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

41. Αποστόλης, μεσίτης, κάτοικος
Α. Πετραλώνων, συνέντευξη ήχου
στο περιοδικό.

42. Κική, κάτοικος Α. Πετραλώνων,
συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

3. Ακόμα και ο τίτλος «Lifo» αποτελεί μια τέτοια επανεγγραφή καθώς έτσι ονομαζόταν ένα γνωστό (και πολύ αξιόλογο) graffiti crew το οποίο υπήρχε από
αρκετά χρόνια νωρίτερα.

44. Κική, κάτοικος Α. Πετραλώνων,
συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

45. Κώστας, ιδιοκτήτης του μαγέρικου "Ο Οικονόμου", συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

46. Αντιγόνη, δασκάλα χορού,
συνέντευξη ήχου στο περιοδικό.

Το ερώτημα για το εάν η γειτονιά των Πετραλώνων έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια διεκδικεί από τα πριν μία πολύ συγκεκριμένη (θετική) απάντηση. Όσο συγκεκριμένη, όμως, και αν είναι η απάντηση άλλο τόσο θολή και γενικόλογη είναι η ερώτηση που προηγείται. Έχει αλλάξει προς ποιά κατεύθυνση; Και από ποιά θέση μιλάνε αυτοί που δίνουν τις απαντήσεις; Και όταν λέμε ότι έχει αλλάξει, πώς γίνεται αυτό ορατό στον δημόσιο χώρο και στις κοινωνικές σχέσεις; Συζητήσαμε μεταξύ μας εμείς που γράφουμε αυτό το περιοδικό, συζητήσαμε και με ανθρώπους της γειτονιάς αναμοχλεύοντας αναμνήσεις και βιώματα. Στις παρακάτω γραμμές θα επιχειρήσουμε να μιλήσουμε για την γειτονιά μας, πέρα από φολκλορικές ανακυκλώσεις και τοπικιστικούς εγκλωβισμούς.

Τα Πετράλωνα κυκλώνουν από τα δυτικά τους λόφους του Φιλοπάππου. Και ετεροπροσδιορίζονται σε σημαντικό βαθμό απ΄αυτόν. Αυτή η ζώνη μονοκατοικιών ή διπλοκατοικιών που έχει αναπτυχθεί δίπλα στον λόφο (και με όριο την Δημοφώντος) συμπυκνώνει ένα σύνολο εικόνων και νοημάτων μίας Αθήνας του χθες την οποία συναντάει κανείς στα μυθιστορήματα της Αθηνάς Κακούρη ή σε ασπρόμαυρες ταινίες της Φίνος Φίλμ. Η χαμηλή δομήση συνδέεται άμεσα με τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης. «Γενικά σε όλο τον κόσμο ισχύει ότι όπου υπάρχουν αρχαιολογικοί χώροι και χώροι τουριστικού ενδιαφέροντος η δόμηση χαμηλώνει ακριβώς για τον λόγο να υπάρχει ορατότητα προς το σημείο ενδιαφέροντος. Ας πούμε Ακρόπολη. Αν η Καλλισθένους έχτιζε 7όροφα δεν θα μπορούσε κάποιος να δει την Ακρόπολη από την Δημοφώντος ή την Τρώων ή την Θεσσαλονίκης. Αν παρατηρήσουμε από ψηλά βλέπουμε οι ταράτσες των πολυκατοικιών να είναι σε μία ευθεία. [...] Είναι πολύ παλιά [σ.σ. η νομοθεσία] πάντως, αυτά ισχύουν ίσως από το '70 κιόλας βλεποντας την δόμηση τί έχει χτιστεί. Και μάλιστα με τον τελευταίο πολεοδομικό νόμο έχει πέσει και ο συντελεστής κάλυψης στην περιοχή. Δηλαδή χτίζεις, μπορείς να καλύψεις το 60% του οικοπέδου και όχι το 70%. Αυτό ανεβάζει λίγο την τιμή της γης αλλά προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής. Μεγαλύτερος κήπος, μεγαλύτερος ακάλυπτος». [1]


Ταξικές ερμηνείες αφηρημένων εννοιών

Όταν τα free press της πόλης [2] ανακαλύπτουν τη γειτονιά –ένα από τα πρώτα άρθρα το συναντάμε τον Δεκέμβρη του 2008– την προσδιορίζουν μέσα από συγκεκριμένα σχήματα: μονοκατοικίες και ηλικιωμένοι να κάθονται στα πρεβάζια τους, κουτούκια βγαλμένα μέσα από το σινεμά, ξεχασμένα δρομάκια, με λίγα λόγια μία αφηρημένη λαϊκότητα. Αυτές οι αναφορές συνθέτουν την εικόνα της συνοικίας για όλα τα επόμενα χρόνια, μέχρι και σήμερα. Μέσα από ένα φολκλορικό φιλτράρισμα τα Πετράλωνα χαρακτηρίζονται λαϊκή γειτονιά [3]. Μία ευγενική αποφυγή των ταξικών υποσημειώσεων του παρελθόντος της. Των ανθρώπων που την κατοίκησαν, που την έχτισαν, που σχημάτισαν την κοινωνικότητά της. Των μικρασιατών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν πρώτα στου Φιλοπάππου σε παράγκες και μετέπειτα κάποιοι στα πέτρινα σπίτια του ναυτικής σχολής πολέμου. Των οικοδόμων και των γυρολόγων, των «τουρκόσπορων» αντρών και των «παστρικών» γυναικών. Των βαλκάνιων –κατά βάση αλβανών εργατών της δεκαετίας του '90 οι οποίοι εγκαθίσταντο κοντά στους σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου για να μετακινούνται ευκολότερα εκεί όπου έβρισκαν μεροκάματο. [4] Των νησιωτών οι οποίοι μετακινούνται μαζικά στην πρωτεύουσα μαζί με τις οικογένειές τους αναζητώντας εργασία. Των λούμπεν φιγούρων που σύχναζαν στα καφενεία της περιοχής συγκροτώντας ένα περιβάλλον (μικρο)εγκληματικότητας που προκαλούσε μειδιάσματα και επιφωνήματα έκπληξης στους κυρίους και στις κυρίες των βορείων προαστίων που επιθυμούσαν να δουν καμία τανία «κουλτούρας» στον Ζέφυρο. [5] Εκείνων των ανθρώπων που ύφαιναν μία γειτονιά εργατική και κομμουνιστική, μέσα από τη συμμετοχή τους στους προλεταριακούς αγώνες της εποχής, στη σύσταση σωματείων και στην έκδοση εφημερίδων. Πολλές οικογένειες εργατών ζουν εδώ, δίπλα στον εμπορικό άξονα της Πειραιώς που ένωνε την Αθήνα με το λιμάνι του Πειραιά, ενώ αρκετά εργοστάσια βρίσκονταν και μέσα στην γειτονιά (τα πιλοποιεία Πουλοπούλου και Άντζακα, τα υφαντήρια Μαραγκοπούλου, τα εργοστάσια λαμπτήρων Lux και Osram, το Σκαγοποιείον, η κορδελοποιΐα Παπαδόπουλου, η στρωματοποιΐα Νεοστρόμ, η καραμελοποιΐα των αδελφών Ατσάρου, η μακαρανοποιΐα Σακελαριάδη, το εργοστάσιο πλαστικών Σοπέογλου, η φανελοποιΐα Sisser-Palco, η σοκαλοτοποιΐα Παυλίδης, η φαρμακοβιομηχανία Κόπερ –τα δύο τελευταία υπάρχουν και σήμερα). [6] Οι σειρήνες των εργοστασίων για την έναρξη, την παύση και την λήξη της βάρδιας είναι το soundtrack της γειτονιάς. Αυτή η προς-τα-αριστερά σφυρηλατημένη γειτονιά κατά τη διάρκεια του δεύτερου αντάρτικου βρισκόταν σε μία διαρκή και ένοπλη αρκετές φορές αντιπαράθεση με τους χίτες του Θησείου (όπου ήταν και η έδρα της φασιστικής οργάνωσης «Χ»). Ενώ οι διάφορες μικροανταρσίες κατά τη διάρκεια της χούντας προκαλούσαν συχνά-πυκνά τις εισβολές της αστυνομίας (βλέπε και αναφορά «Η πλατεία είχε τη δική της ιστορία», σελ. 40-41). [7]


Α. Τα πρώτα βήματα της βιομηχανίας της διασκέδασης

Αρχικά, μία σειρά συμπτώσεων (επανα)τοποθετεί τα Πετράλωνα στο κέντρο της ζωής της πόλης. Η θρασύς γειτνίαση με το πράσινο και την ησυχία ενός λόφου μία ανάσα από το πολύβουο κέντρο της Αθήνας. Τα κουτούκια που είχαν ξεμείνει και (ξανα)ανακαλύφθηκαν από τους γραφιάδες της πόλης ως χώροι μίας χαμένης αυθεντικότητας και μπρουτάλ λαϊκής διασκέδασης. Και η επιχειρηματική κίνηση του ανοίγματος ενός νεολαιΐστικου μπαρ που ακολουθούσε όλους τους κανόνες του εναλλακτισμού που είχε αρχίσει τότε να εμφανίζεται δημόσια σαν κουλτούρα. Πέρα από τις συμπτώσεις είχαμε και ένα πολύ συγκεκριμένο γεγονός. Το έργο της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων μέσω της πεζοδρόμησης της Αποστόλου Παύλου και της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.


Α1. Τα υπερτοπικά Άνω Πετράλωνα

Το μπαρ «Βραζιλιάνα» ανοίγει στην πλατεία Μερκούρη το 2008. [8] Ανασύστασε και ανασύστησε τα Πετράλωνα. Την ίδια χρονιά εμφανίζονται δειλά-δειλά οι πρώτες συγκεκριμένες αναφορές των free press. Η πλατεία Μερκούρη είναι η νέα άγονη πιάτσα η οποία λειτουργεί αποσυμπιεστικά για το lifestyle της διασκέδασης, αφού το Γκάζι και του Ψυρρή έχουν κορεστεί. «Πρώτα-πρώτα ήρθε νέος κόσμος και από διάφορες
περιοχές. Γιατί παλιά δεν είχε ξένο κόσμο. Αν είχε ξένο κόσμο θα ήταν κανένας ταξιτζής που θα σταματούσε και θα έπαιρνε τον καφέ του και έφευγε. Ήταν ντόπιοι. Ή κανένας που έπαιζε χαρτιά, αν είχε κανέναν φίλο εδώ στα Πετραλωνα και ερχόντουσαν να παίξουνε μαζί. Ήταν όλοι ντόπιοι οι πελάτες. Από την Βραζιλιάνα και μετά... αυτοί φέρανε τον κόσμο τον ξένο στην ουσία». [9] Παράλληλα με την πλατεία Μερκούρη και η Τρώων τίθεται σε μία διαδικασία επαναπροσαρμογής στα νέα δεδομένα. Ανοίγουν νέες ταβέρνες, τα καφενεία γίνονται μεζεδοπωλεία και πλέον οι γεροντότεροι δεν χωρούν σε αυτά από κάποια ώρα και έπειτα. Όταν καταφθάνουν οι επισκέπτες για φαγητό, τα μενού αλλάζουν, ανακαινίσεις προγραμματίζονται, ο μιμιτισμός του φολκλοριστικού στυλ που προμοτάρουν τα εναλλακτικά έντυπα γίνεται απαραίτητη προϋπόθεση επιχειρηματικής επιβίωσης. Το 2014 θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι ήταν η τελευταία χρονιά που τα Άνω Πετράλωνα ήταν στο «πικ» τους.


Α2. Τα λόκαλ Κάτω Πετράλωνα

Όλα αυτά τα χρόνια τα Κάτω Πετράλωνα μοιάζουν να βρίσκονται στην σκιά των Άνω. Η Πειραιώς ως γείτονας δεν έχει και τη φήμη του Φιλοπάππου, ενώ η πυκνή και υψηλή δόμησή τους παραπέμπει σε κλασικές αθηναϊκές γειτονιές παρά σε «παλαιά Αθήνα». Ο κορεσμός των Ανω Πετραλώνων θα δώσει μία νέα ευκαιρία στον industrial εναλλακτισμό να κάνει τις προσπάθειές του. Η γειτνίαση με το Γκάζι δίνει προοπτικές στα μαγαζιά και οι εγκαταλελειμένοι βιομηχανοί χώροι σε μία σειρά εναλλακτικών δραστηριοτήτων, από στούντιο χορού μέχρι θεατρικούς χώρους και χώρους για πάρτυ. Το πρώην εργοστάσιο της Sisser-Palco που μετατράπηκε σε πολυχώρο εκδηλώσεων και σε loft διαμερίσματα έχει δημιουργήσει γύρω του μία hipster πιάτσα που ξεκινάει από τα burger της «Λόλας» και φθάνει στα κοκτέιλ του «Upupa Epops».

 

Β. Η αλλαγή των σχέσεων
Β1. Τα καφενεία που γίνονται μεζεδοπωλεία


Τα καφενεία, τα κουτούκια, είναι τόποι κοινωνικότητας. Και από τη στιγμή που η αλλαγή μία γειτονιάς οδηγεί στην μετάλλαξη ή στον αφανισμό τους αναπόφευκτα επηρρεάζει και τις κοινωνικές σχέσεις. Τα Πετράλωνα φημιζόντουσαν για τα πολλά καφενεία τους. Εργατική γειτονιά, το καφενείο ήταν χώρος σχόλης, ενημέρωσης αλλά και οικονομικών δωσοληψιών ή αναζήτησης δουλειάς. Και τζόγου. [10] Το τάβλι, τα χαρτιά (μαζί με το ντόμινο και τα μπιλιάρδα) δεν υπάρχουν δευτερευόντως σε αυτούς τους χώρους αλλά σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα αποτελούν και το απαραίτητο συμπλήρωμα ενός σύχγρονου, πολυτελούς καφενείου. [11] Όπως έχουμε ήδη σημειώσει τα καφενεία ακολουθώντας το νέο περιβάλλον γύρω τους μετατρέπονται σε μεζεδοπωλεία ή σε ταβέρνες. Οι παλιοί θαμώνες του καφενείου (και οι συνήθειές τους) είτε περιορίζονται σε αόρατους, διαχωρισμένους χώρους μέσα σε αυτό (π.χ. στο καφενείο της πλατείας Μερκούρη) είτε από κάποια ώρα και μετά γίνονται ανεπιθύμητοι καθώς οι πελάτες/επισκέπτες της περιοχής κάθονται για να φάνε (π.χ. το καφενείο  στην Τρώων, προτού γίνει αποκλειστικά ταβέρνα). «Υπήρχε ένας συμβιβασμός πελάτη και καταστηματάρχη. Ο καταστηματάρχης να μην πετάξει έξω από το καφενείο τελείως το τάβλι, τον τζόγο και το κάνει καθαρά εστιατόριο που οικονομούσε, σεβόμενος τους παλιούς. Αλλά δεν μπορούσε να τους έχει μέσα να τρώει και άλλος δίπλα με το τάβλι να φωνάζει. Έφτιαξε έναν χώρο από πίσω, το πρωί που δεν έχω κίνηση τις καθημερινές μπορείτε να παίζετε μπροστά όπως παλαιότερα, αλλά το βράδυ ή τα σaββατοκύριακα θα πηγαίνετε πίσω σε εκείνον τον χώρο. Και βρέθηκε μία ισορροπία. [...] Στην Τρώων δεν υπάρχει καθόλου καφενείο, δεν υπάρχει το τάβλι, ο τζόγος. Αυτό [σ.σ. το καφενείο στην Τρώων] έγινε καθαρά εστιατόριο. Ενώ τα άλλα εδώ αφήνουν ένα περιθώριο». [12] «Τότε ήταν διαφορετικό το μαγαζί, τώρα είναι στο πίσω μέρος. Τότε είχε τέσσερις τσόχες και έρχονταν να πιάσουνε σειρά. Μετά το ευρώ άρχισε να πέφτει, καφενεία κλείσανε πάρα πολλά, εμείς καταφέραμε να συντηρηθούμε ως εξής. Άρχισα εγώ να φτιάχνω δύο φαγητά. Κάτι κεφτεδάκια, λίγο κρέας. Και κρατήσαμε τον κόσμο με καμιά μπύρα... Συντηρήθηκε το μαγαζί. Αλλιώς θα έπρεπε και εμείς να είχαμε κλείσει. Γιατί τα χαρτιά κόπηκαν.  [...] Όχι, κουζίνα κανονική.... Τώρα πάει το καφενείο, τελείωσε. Έχω μόνο φαγητό. Δεν έχω και άδεια καφενείου τώρα πια. [...] Αναγκαστηκα να προσαρμοστώ. Γιατί όπως σου είπα εγώ έφτιαχνα φαγητά για να συντηρηθώ, απλά πιο λίγα. Να τρώει και κάτι για να μπορέσει να συντηρηθεί γιατί το καφενείο με χαρτί και τέτοια έπαψε να υπάρχει». [13]

 

Η αίσθηση του καφενείου γίνεται ορατή με τον δικό της τρόπο και σε νεότερους κατοίκους της γειτονιάς. «Το πιο έτσι έντονο που θυμάμαι είναι ότι υπήρχε μόνο το καφενείο στην πλατεία, που έφτιαχνε η κυρία Χαρά δύο φαγητά και άμα σ’ αρέσανε και ήταν το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας μόνο παππούδες και μεγάλοι άνθρωποι και εμείς αισθανόμασταν και λίγο σαν τη μύγα μες το γάλα, το να πας στο καφενείο. Τώρα το καφενείο έχει γίνει ταβέρνα. Έχει εκατό φαγητά, η κυρία Χαρά φοράει σκουφάκι, έχουν ανοίξει άλλα πόσα στην πλατεία». [14]


Η νέα συνθήκη της γειτονιάς απαιτεί αναπροσαρμογή από τους ανθρώπους της. Τουλάχιστον από αυτούς που έχουν το κουράγιο ακόμα να αναζητούν μία συλλογική κοινωνικότητα. «Βεβαίως [σ.σ. έχουμε χάσει τα στέκια μας]. Και εμένα προσωπικά με ενοχλεί αυτό. Αυτό είναι αναντικαταστάτο. Γιατί τώρα τί συμβαίνει; Έχω εγώ τον φίλο μου τον Σπύρο, πάμε εκεί πέρα πίνουμε εναν καφέ, έρχεται ο Σπύρος σε μένα. Δεν έχουμε το στέκι που είχαμε, πριν τον Αγγελάκη που είπαμε υπήρχε ο Φίλης, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, μαζί με τον κυρ Γιάννη και εδώ γινόντουσαν όλα. Δηλαδή το ραντεβού μας να ξεκινήσουμε να πάμε σινεμά, τον φίλο μας που θα βρούμε εδώ. Ήταν οικογενειακό το περιβάλλον [...] Έπαιζαν χαρτιά, μαζευόντουσαν, να μην ενοχλούν... Να, εδώ ο Αγγελάκης είχε την αίθουσα στην μέσα μεριά, δεν ενοχλούσε κανέναν». [15]


Β2. Από τα κουτούκια στην μαζική εστίαση

Τα Πετράλωνα είχανε από παλιά κουτούκια. «Η γειτονιά είχε κουτούκια, είχε ταβέρνες [...] Μάζευε τον κόσμο, τους μικρασιάτες που είχαν έρθει εδώ, φέρανε μαζί τους μια δικιά τους κουλτούρα, αυτή του ποτού. Τα πιο πολλά μαγαζιά είχαν βαρέλια με κρασί. Μιλάμε για 10-12 τόνους κρασί το κάθε μαγαζί. Και να φευγει. Ρετσινα. Που τώρα ρετσίνα βάζουμε ένα βαρελάκι 200 ευρώ και δεν μπορούμε να το διώξουμε. Είχε κόσμο που μάζευε. Και σιγα-σιγά από τη δεκαετία του '60-'70 άρχισε να έρχεται και άλλος κόσμος στην περιοχή». [16] Κάπου στο 2008 τα νέα, ακόμα τότε, free press της πόλης προσπαθούν να κερδίσουν αναγνωστικό κοινό, διαφημιστική πίτα στον χώρο των έντυπων εκδόσεων και αναζητούν ύλη. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωσή τους είναι όχι μόνο να παράγουν αλλά και να δημιουργούν ένα lifestyle ανακαλύπτωντας γειτονιές της πόλης, γράφωντας γι΄αυτές, οριοθετόντας τις πολύ συγκεκριμένα. Η βιομηχανία του επισιτισμού (ανοιχτή σε ρίσκα και σε φθηνό αναλώσιμο υλικό) γίνεται το μέσο με το οποίο διάφορες γειτονιές αποκτούν «ταυτότητα» και γίνονται πιάτσες, διαφορετικές ανά περίσταση και περίπτωση. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τα Άνω Πετράλωνα πιάτσα.

Β3. Από την συνύπαρξη, στη σύγκρουση για τον έλεγχο της περιοχής

Η χωρική συμπυκνωσή της βιομηχανίας της διασκέδασης σε συγκεκριμένα πολεοδομικά τετράγωνα όπου δεν υπάρχει ο περιορισμός της «αμιγούς κατοικίας» οδηγεί γρήγορα και στη γιγάντωσή της δημιουργώντας συνθήκες ασφυκτικές για όσους γείτονες και γειτόνισσες ζούνε σε αυτές τις ζώνες. Οι πρώτες απόπειρες δημόσιας άρθρωσης λόγου γι΄αυτή την κατάσταση μέσα από συνελεύσεις κατοίκων τον Νοέμβρη του 2009 [17] συναντάνε αντίστοιχες προσπάθειες οργάνωσης από επιχειρηματίες της περιοχής και δύο εμπρηστικές επιθέσεις σε σπίτια γειτόνων. Λεκτική και σωματική βία, πόλεμος νεύρων [18], ακόμα και επίδειξη όπλου συμπεριλαμβάνονται στην καθημερινότητα των κατοίκων που ζουν στην Τρώων, στην Καλλισθένους και στους κάθετους αυτής. Αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ κατοίκων και επιχειρηματιών της διασκέδασης κορυφώνεται κάθε καλοκαίρι. Οι επιχειρηματίες της διασκέδασης, απέναντι στην απαίτηση για ήρεμη και αξιοπρεπή διαβίωση, υπερασπίζονται τα κέρδη τους, κομπάζουν για το ποιος κάνει κουμάντο στην περιοχή ή στο οικοδομικό τετράγωνο, επιδεικνύουν τη δύναμή τους και το είμαι-ικανός-για-όλα. Αυτή η επίδειξη δεν κοιτάει μόνο προς την γειτονιά αλλά κλείνει και το μάτι στους ανταγωνιστές επιχειρηματίες της περιοχής, διαμορφώνοντας ισορροπίες και συσχετισμούς.


Με όσους συνομιλήσαμε στο πλαίσιο αυτής της έρευνας ήταν κατηγορηματικοί ότι, παρόλο που η βιομηχανία της διασκέδασης έχει διογκωθεί με διαφορετικών ειδών μαγαζιά, κυκλώματα προστασίας δεν έχουν αναπτυχθεί γύρω από αυτά. «Ξέρεις κάτι, δεν αξίζει ο κόπος. Εμείς εδώ είμαστε ψιλικατζίδικα. Τί να κάνουμε; Είμαστε ψιλικατζίδικα. Ένα μαγαζάκι που σερβίρει 40 άτομα το βράδυ». [19] Εντάξει, το γνωρίζουμε ότι δεν είναι ένα θέμα για το οποίο ανοίγεις εύκολα το στόμα σου, από τη στιγμή μάλιστα που μπορεί να είσαι εκτεθειμμένος είτε ως μαγαζάτορας είτε ως κάτοικος της περιοχής. Διατηρούμε τις επιφυλάξεις μας όμως ως προς αυτό το θέμα, και έχουμε σοβαρούς λόγους: πρώτον γιατί ζούμε χρόνια σε αυτές τις γειτονιές και θυμόμαστε τις «περίεργες» μπούκες και τα μαζικά φερμαρίσματα σε ανοιχτά μαγαζιά (τα οποία συνοδεύονταν από την εμφάνιση... καλοθελητών την επομένη που υπόσχονταν να μην ξανασυμβούν αυτά) ή τα «περίεργα» σπασίματα σε κλειστά μαγαζιά. Και δεύτερον, έχουμε δει ότι οι επιχειρηματίες της γειτονιάς αφενός ξέρουν από μαφιόζικες πρακτικές (το παράδειγμα των εμπρησμών δύο σπιτιών) και αφετέρου έχουν ένα νεολαιΐστικο τσογλανοδυναμικό (από τα Πετράλωνα και τις γύρω γειτονιές) το οποίο έχει προσοδικές σχέσεις με τα αφεντικά του και είναι πάντα έτοιμο να εκτελέσει τις εντολές τους.
 

 

Β4. Οι «παλιοί», οι «νέοι» και ο τόπος ως ταυτότητα

Την κυρά-Λένη με τις φιλενάδες της οι οποίες στήνουν καλοκαιρινές βεγγέρες στο πεζοδρόμιο λέγοντας τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, εμπνέοντας άρθρα και γεμίζοντας φωτογραφικά ενσταντανέ, σήμερα θα την συναντήσεις συνοφρυωμένη. Η πληθυσμιακή αλλαγή των Πετραλώνων δημιούργησε δύο γειτονιές, την παλιά και τη νέα, δύο συμπλέγματα σχέσεων, προσδιορισμένα αυστηρώς ηλικιακά. Από τη μία οι νεολαίοι κάτοικοι των τελευταίων 7 χρόνων οι οποίοι δημιούργησαν τους δικούς τους χώρους κοινωνικοποίησης (μπαράκια, πλατεία Μερκούρη) και που δεν τους συνέχουν αποκλειστικά και μόνο οι σχέσεις γνωριμίας που δημιουργούνται στη γειτονιά. [20] Τα Πετράλωνα συνδέονται τόσο με ένα εναλλακτικό lifestyle όσο και με ένα πολιτικό lifestyle. «Ήρθε κόσμος της ηλικίας της δικιάς σου περίπου και παιδιά έτσι που εμείς τα ονομάζουμε αναρχοκουλτουριάρηδες. Καλά παιδιά». [21] «Τί είναι αυτό που τους πείραξε; Η προπαγάνδα. Α, ήρθανε οι μαλλιάδες, ήρθανε οι έτσι με τα γένια, με τα αλλιώς. Ίσα-ίσα όλες οι περιοχές αναβαθμίστηκαν». [22] Και από την άλλη οι μεσήλικες οι οποίοι είδαν τα δικά τους στέκια να αλλάζουν, τις συνήθειές τους να πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της γειτονιάς. «Μπορεί να μη συνδέονται η παλιά γειτονιά με τη καινούρια τόσο πολύ , να έχουν αυτοί που μέναν εδώ από παλιά μία αίσθηση γειτονιάς και αυτοί που ήρθαν να έχουν μία άλλη αίσθηση γειτονιάς και αυτές οι δύο, να είναι όπως είναι πολλές φορές στην επαρχία, να μη συνδέονται και πολύ καλά ας πούμε. Να είναι σαν δύο διαφορετικοί κόσμοι παράλληλοι. [...] Οι παλιοί θέλουν να έχουν το αμάξι έξω από την πόρτα τους κι άμα δεν το έχουν γίνεται χαμός. Θέλουν περισσότερη ησυχία με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό, είναι πιο φιλήσυχοι. [...] Οι νέοι, έχουνε πιο πολύ αγκαλιάσει το έξω της γειτονιάς και ως προς τα μαγαζιά και ως προς το δρόμο και τα Πετράλωνα έχουνε κι αυτό το χαρακτηριστικό, έχουνε κι αυτό του δρόμου». [23]


Οι μεσήλικες θα μας διηγηθούν χαρακτηριστικές παλιές ιστορίες οικειότητας και εμπιστοσύνης. «Εμένα εκείνο που μου λείπε παρόλο που δεν είχα σχέση με ποτά και χαρτιά, υπήρχαν άνθρωποι που τους έβλεπες εδώ στο δρόμο και σου λέγανε: πήγαινε να πάρεις ένα μπουκάλι κρασί από τον Βαγιάτη. Ήταν άνθρωποι που πίνανε συνεχώς, το κρασί δεν τους έλειπε. Και μαθαίναμε πιο ήταν το πιο αστέρι κρασί. [...] Ήταν οικογενειακό το περιβάλλον. Δηλαδή δεν θα έβρισκες άνθρωπο... Σήμερα μπορεί να βρεις έναν άνθρωπο να σου πει “το καλύτερο κρασί το έχει αυτός” και να πάς και να είναι πετρέλαιο. Τότε δεν υπήρχε, ήταν διαφορετικά τα πράγματα». [24] «Όταν γίνεται η πολυκατοικία απομακρύνονται οι άνθρωποι. Τα παλιά Πετράλωνα με τις μονοκατοικίες ήξερε ο ένας τον άλλον, βαριόμουνα να χαιρετάω τον κόσμο. Στη διαδρομή προς το σπίτι πλησιάζοντας έναν δύο δρόμους, άρχιζα να χαιρετάω. Όπως σου είπα ήτανε χωματόδρομοι και ο κόσμος έβγαινε έξω με καρέκλες ή σκαμνάκια σχεδόν σε κάθε σπίτι όταν ήταν καλή η μέρα και μετά χαιρετούσες, δεν μπορούσες να περάσεις χωρίς. Αλλά ήξερες όλον τον κόσμο, αν γινόταν κάποιο επεισόδιο αμέσως τρέχανε από δεκαπέντε σπίτια, να δουν τι γίνεται, τους χωρίζανε. Γινόντουσαν επεισόδια, σαν άνθρωποι εκεί που σήμερα μπορεί να σκοτώσει κάποιος κάποιον, εκείνη την εποχή τους προλαβαίνανε. Υπήρχε κοινωνική αλληλεγγύη, υπήρχε ασφάλεια τότε, κοιμόμασταν στην αυλή το καλοκαίρι. Σήμερα διπλοκλειδωνόμαστε, βάζουμε σύρτες». [25]

 

Αυτές οι σχέσεις σήμερα έχουν διαφορετικό τρόπο έκφρασης, ίσως πιο μοριακό και μάλλον εντοπίζονται χωρικά στην μικροκλίμακα σημείων της συνοικίας όπου κατοικούν κατά βάση οι παλιοί πετραλωνίτες. «Έξω από την πόρτα εδωπέρα είναι όλο πιτσιρίκια, είναι σας το στέκι τους. Τώρα άμα δεις μας έχουν αφήσει σημείωμα για καλά Χριστούγεννα. Αράζουν στα σκαλάκια εδώ απ έξω. Ναι χαιρετιόμαστε, τα βλέπουμε να μεγαλώνουνε, μας βλέπουνε να μεγαλώνουμε , είναι ωραία. Και με τα ονόματά μας χαιρετιόμαστε, είναι πολύ ωραίο». [26] «Σε αυτόν το δρόμο που μένουμε, υπάρχει μια παρέα μεγάλη παππούδων, οι οποίοι βγαίνουν έξω από το σπίτι. [...] Είναι Αρκάδων [σ.σ. ο δρόμος]… όταν έχει καλό καιρό [σ.σ. οι παππούδες] βγάζουν την καρεκλίτσα απέξω από το σπίτι, και κάθονται και μαζεύονται παρέες στο πεζοδρόμιο και είτε παίζουν τάβλι, είτε μιλάνε. Αυτό για μένα είναι μια φοβερά καλή εικόνα και με καθησυχάζει τρομερά. [...] Ναι, περνάς ας πούμε, λες καλημέρα. Ξέρεις έτσι ότι οι παππούδες δεν είναι ο καθένας κλεισμένος στο σπιτάκι του απέναντι από την τηλεόραση, αλλά μαζεύονται παρεάκια και μιλάνε… [...] ήταν ένας από τους λόγους που ήθελα να έρθω σε αυτή τη γειτονιά. Γιατί σκεφτόμουν και γω τον παππού μου. [...] Θα μου στοιχίσει πολύ [σ.σ. αν σταματήσουν να μαζεύονται]. Σκέφτομαι ότι θα παίρνω τη  καρέκλα να βγαίνω εγώ απ' έξω». [27]

Γ. Αντιθέσεις εντοπιότητας

Η πιο ακραία έκφραση αυτής της αντίθεσης είναι ο τοπικισμός, ο οποίος λειτουργεί σαν καταφύγιο άμυνας και επίθεσης συνάμα. Στις συχνές αντιπαραθέσεις μεταξύ επιχειρηματιών της διασκέδασης και κατοίκων, ένα από τα τετριμμένα επιχειρήματα (;) των πρώτων είναι ότι αυτοί που διαμαρτύρονται είναι «ξένοι», μη πετραλωνίτες, και «εμείς», οι πετραλωνίτες δεν μπορεί να κατηγορούμαστε ότι θέλουμε το κακό της γειτονιάς όπου μεγαλώσαμε. Γύρω από αυτή την επιχειρηματολογία συσπειρώνεται είτε ένας συγγενικός κύκλος των ντόπιων επιχειρηματιών της διασκέδασης είτε όλοι εκείνοι οι οποίοι έχουν μία προσοδική σχέση μαζί τους. Ο τοπικισμός γίνεται ιδεολογία η οποία αναζητά «εχθρούς» για να μπορεί να τροφοδοτείται, η γειτονιά θεωρείται τσιφλίκι και κατ΄επέκταση ο ντόπιος βρίσκει πεδίο άσκησης εξουσίας. Είναι αυτός που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε διάφορα θέματα είτε αφορούν τον θόρυβο ενός μπαρ που ενοχλεί, είτε αφορούν διάφορες προστριβές σε μικροκλίμακες καθημερινότητας στις πολυκατοικίες, στον δρόμο, στα καφενεία. Ο ντόπιος δεν κρίνεται στη βάση των πεπραγμένων του αλλά στη βάση του τόπου, ο οποίος λειτουργεί σαν μια ενοποιητική ταυτότητα που απαιτεί ανοχή και αναγνώριση καλών προθέσεων.


Ο τοπικισμός αγνοεί σκόπιμα την πραγματικότητα του εδώ και τώρα, την πραγματικότητα της γειτνίασης, καθώς σε διαφορετική περίπτωση τα γυάλινα πόδια πάνω στα οποία στέκει θα γκρεμιστούν με έναν πάταγο. Ο «ξένος» θα πρέπει –γυμνός από λαλιά και άποψη– να πληρώνει το (υπετιμημένο αρκετές φορές) ενοίκιό του στους ντόπιους ιδιοκτήτες και να καταναλώνει στην τοπική αγορά συντηρώντας την σε καιρούς οικονομικής κατήφειας και σε κάποιες περιπτώσεις επεκτείνωντάς την (π.χ. σουβλατζίδικα). «Νομίζω ότι είχανε μία αίσθηση τα Πετράλωνα ότι ανήκουν σε αυτούς που μένουν εδώ, δεν ξέρω αν έχει να κάνει με την ιδιοκτησία των σπιτιών ή με την παλαιότητα, αν έχουν ζήσει/γεννηθεί εδώ . Το οποίο τώρα σπάει αναγκαστικά, γιατί και αυτοί πουλάν τα σπίτια τους ή τα νοικιάζουνε για μπαρ, είναι και λίγο..απ τη μια δεν αρέσει απ την άλλη μπαίνουν κι αυτοί σ αυτό, κάποιο μέρος των ανθρώπων αυτών, σ αυτή τη διαδικασία να δώσουν τα σπίτια τους πιο ακριβά ή να δώσουν τα ισόγεια για μαγαζιά». [28] «Εν τω μεταξύ οι παλιοί δεν ενοχλούνται. Εμείς είμαστε πολλά χρόνια εδώ, το ανοίξαμε από το ‘76. Οι απο πάνω ή από δίπλα δεν έχουν τηλεφωνήσει ποτέ στην αστυνομία. Τηλεφωνεί μία από εδώ απέναντι που πήρε το οικόπεδο πριν 10 χρόνια και ενοχλείται. Της είπα και εγω μια μέρα, ήρθες και μας βρήκες. Όταν πας σε μία πλατεία ξέρεις που πας...». [29] Μόνο η εθελοτυφλία μπορεί να δικαιολογήσει την άποψη ότι ο μη πετραλωνίτης είναι το πρόβλημα της γειτονιάς, τη στιγμή που η Αθήνα γιγαντώνεται χωροταξικά, η καθημερινότητά μας κυλά με φρενήρης ρυθμούς και οι κοινωνικές σχέσεις διαμεσολαβούνται από τη σχέση εμπόρευμα, μία σχέση που αναζητά νέα ] πεδία αναπαραγωγής της. Επιπρόσθετα, η εστίαση στην εντοπιότητα αποπροσανατολίζει τη συζήτηση από το εάν τελικά εκτοπίζονται κάτοικοι της περιοχής λόγω της βιομηχανίας
της διασκέδασης.

 

 

Δ. Ακίνητα
Δ1. Αναζητώντας το άλλο μισό του νόμου της ζήτησης


Ανοίγοντας μία συζήτηση για το ύψος των ενοικίων στα Πετράλωνα θα πρέπει να ξεκινήσουμε με μία παραδοχή που είναι γνωστή και στη σχετική πιάτσα. Ότι αυτή τη στιγμή είναι δυσεύρετα τα σπίτια ή τα διαμερίσματα τα οποία διατίθενται προς ενοικίαση ή πώληση. Αυτή η «σπανιότητα», αυτή η έλλειψη από τη μία και η μεγάλη ζήτηση από την άλλη, είναι που τραβάνε και τις τιμές προς τα επάνω.

 

Οι αρχικά θαμώνες των μαγαζιών σύντομα θα γίνουν (ή θα επιδιώξουν να γίνουν) και κάτοικοι της περιοχής. Τα ίδια υποκείμενα που καταναλώνουν το εναλλακτικό και νεολαιΐστικο lifestyle, την ίδια στιγμή το παράγουν κιόλας. Η πλατεία Μερκούρη γίνεται νεολαιΐστικος χώρος συνάντησης και αράγματος, αρχικά ως προέκταση των μαγαζιών που βρίσκονται τριγύρω και από ένα σημείο και έπειτα, όταν αρθρώθηκαν οι πρώτες κριτικές απέναντι στη βιομηχανία της διασκέδασης, ως ένας αυτόνομος τόπος. «Μαζευτήκανε πολλοί που θέλανε να μείνουν γύρω από την πλατεία. Οπότε υπήρξε ζήτηση.  Και όταν υπάρχει ζήτηση... δηλαδή ένα δυάρι που νοικιάζεται στα Κάτω Πετράλωνα δύο κατοστάρικα εδώ το βρίσκεις με δυόμιση και τρία. [...] Πάρε την Αρκάδων που την ξέρω εγώ». [30] «Ανεβήκανε οι τιμές, τιμές εξωφρενικές. [...] Υπήρξανε οι άνθρωποι που λένε τώρα είναι ευκαιρία να τα πάρουμε, υπήρξανε και οι άνθρωποι που με το που κάνανε αυτή την κίνηση, αφού υπάρχει ζήτηση λέει πόσο θα το έδινα, 100, ε, τώρα θα το δώσω 200. Και το έδινε τόσο και μετά ψαχνόταν να μαζέψει τα ενοίκια, να κάνει και να ράνει». [31]
 

Γιατί, όμως, υπάρχει αυτή η χαμηλή προσφορά σπιτιών; Τα Πετράλωνα ως μία από τις παλιές συνοικίες της Αθήνας κουβαλάνε στην καμπούρα τους και διάφορες ιδιαιτερότητες: σπίτια χτισμένα από παλιά τα οποία δεν έχουν χρέη δανειοδότησης, νεότερα σπίτια τα οποία είναι επιβαρυμένα με δάνεια τα οποία ξεπερνούν την εμπορική αξία τους και επομένως δεν αξίζει να πουληθούν και μονοκατοικίες που μαραζώνουν στο περιθώριο κληρονομικών αντιδικιών.
 

Με βάση τις τιμές των ενοικίων θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τη γειτονιά σε διάφορες ζώνες. Τα Κάτω Πετράλωνα απορροφούν όσους και όσες αδυνατούν να βρουν σπίτι στα Άνω. Παρακάμπτεται η επί δεκαετίες οριοθέτηση της γειτονιάς από τις γραμμές του ηλεκτρικού και τίθεται μία νέα οριοθέτηση -αυτή του εμπορεύματος και του εναλλακτικού lifestyle- στην Ηούς. [32] Όσο ανεβαίνουμε προς του Φιλοπάππου, με σημείο εκκίνησης την Ηούς, τα ενοίκια ανεβαίνουν σχηματικά 10 ευρώ ανά δρόμο. «Ένα σπίτι με 3 υπνοδωμάτια, με αυτόνομη θέρμανση, με πάρκινγκ και αποθήκη στο κομμάτι που είναι Δημοφώντος και πάνω 700 ευρώ μπορεί να νοικιαστεί πολύ έυκολα και να θεωρηθεί και χαμηλή τιμή. Πέριξ της πλατείας Μερκούρη και μέχρι τα προσφυγικά. Το ίδιο σπίτι κατεβαίνοντας από την Δημοφώντος πάει στα 600 ευρώ και πλησιάζοντας προς Χαμοστέρνας εκεί η τιμή μπορεί να γίνει 500 ή 550 ευρώ. Πάλι θα βρεθεί κάποιος να τα δώσει γιατί πάλι είναι Α. Πετράλωνα, πάλι είναι μικρες οι αποστάσεις. [...] Ένα τέτοιο σπίτι [σ.σ. δυάρι των 70 τ.μ.] νοικιάζετε 300 ευρώ εφόσον είναι σε καλή κατάσταση. Αν είναι αξιοπρεπές σε καλή κατάσταση το σπίτι και το διαμέρισμα καθαρό, όχι βαμμένο, περιποιημένο, να ανοιγοκλείνουν οι ντουλάπες, συντηρημένο, πάει 300 ευρώ τουλάχιστον. Στα Α. Πετράλωνα σε αυτό το κομμάτι. Και 350 και 380 μπορεί να πάει. Αντίστοιχη τιμή στα Κ. Πετράλωνα την πιάνει πολύ δύσκολα. 300, 320 είναι το πάνω όριο στα Κ. Πετράλωνα. Ενώ το 300-320 είναι το κάτω όριο. Προς τις γραμμές του τρένου το ενοίκιο στο ίδιο σπίτι πάει 320-330. Δηλαδή όσο ανεβαίνουμε προς τον λόφο ανεβαίνουμε 10 ευρώ τον δρόμο, να στο πω χοντρικά. Από Θεσσαλονίκης
ανεβαίνοντας, 300 ευρώ Θεσσαλονίκης, 310 Τριών Ιεραρχών, να στο πω έτσι χοντρικά για να γίνει πιο κατανοητό». [33]

 

Στους δρόμους γύρω από την πλατεία Μερκούρη –τη νέα πιάτσα της περιοχής– και στην Τρώων –την παλιά πιάτσα που εξελίχθηκε και γιγαντώθηκε– τα ενοίκια συχνά παιχνιδίζουν με την λογική. Αγγελία του περασμένου Γενάρη έγραφε για ανακαινισμένη ημιυπόγεια γκαρσονιέρα στην οδό Τρώων, 25 τ.μ., τιμή ενοικίασης 250 ευρώ. Δηλαδή 10 ευρώ το τετραγωνικό! [34]
 

Η έρευνα έδειξε ότι οι επαγγελματικοί χώροι πέριξ της πλατείας διατηρούν ένα λογικό, ενοίκιο. Το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μαγαζιών προϋπήρχανε είναι ένας βασικός παράγοντας. Ένας άλλος, πιο περιπτωσιολογικός, είναι η συγγενική σχέση που μπορεί να υπάρχει μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή, θέτοντας διαφορετικούς όρους στις διαπραγματεύσεις για τα συμβόλαια ενοικίασης. Για την Τρώων δεν καταφέραμε να συγκεντρώσουμε συγκεκριμένα στοιχεία, τα στόματα ήταν πιο προσεκτικά.
Κάποιες σκόρπιες αναφορές κατοίκων και καταστηματαρχών θέλουν τα ενοίκια εκεί να παραμένουν υψηλά.

 

 

Δ2. Εναλλακτικές πλατφόρμες για εναλλακτικούς ανθρώπους

Η Ακρόπολη αποτελεί έναν σταθερό τουριστικό προορισμό για όλους τους μήνες του χρόνου. Οι γειτονιές μας, συμπυκνώνοντας όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ήπιας διαβίωσης, δηλαδή μικρών αποστάσεων και συγκοινωνιακών επιλογών, αποτελούν και μία ιδανική επιλογή προσωρινής διαμονής για τους τουρίστες που έρχονται στην Αθήνα. Εάν τα οργανωμένα γκρουπ των ταξιδιωτικών πρακτορείων κατευθύνονται σε συγκεκριμένα ξενοδοχεία στο Σύνταγμα, στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι, τα Πετράλωνα, το Θησείο και το Κουκάκι θα προσελκύσουν μεμονωμένους τουρίστες. Η πλατφόρμα του Airbnb, της υπενοικίασης δηλαδή δωματίων ή ολόκληρων διαμερισμάτων για κάποιες ημέρες σε τουρίστες, έχει συνδράμει καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Οι γειτονιές μας έχουν να προσφέρουν κάτι ακόμα «εναλλακτικό». Αυτή τη φορά όχι στους ντόπιους νεολαίους, στους καλλιτέχνες ή στους χίπστερ αλλά σε εναλλακτικούς τουρίστες που αναζητούν εναλλακτικές διακοπές. Σε διάφορους σχετικούς ξενόγλωσσους οδηγούς και sites τα Πετράλωνα και το Κουκάκι εμφανίζονται ως προτάσεις με όλες τις σχετικές οδηγίες και συμβουλές. [35] Και η ανέυρεση διαμερίσματος γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. «Η τάση της ενοικίασης, της αγοράς έχει ανοδική πορεία ειδικά την τελευταία διετία εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης από τον τουρισμό, πολλά σπίτια νοικιάζονται στο rbnb ή σε άλλες πλατφόρμες που νοικιάζουν τα σπίτια τους για τουριστικά καταλύματα, έχει ανοδικές τάσεις, οπότε ο κόσμος δυσκολεύεται πάρα πολύ να βρει σπίτι ή τα σπίτια είναι ακριβότερα από αυτά που μπορεί να σηκώσει ο μέσος όρος». [36]


Δεν είναι όμως μόνο το εναλλακτικό της υπόθεσης. Το Airbnb έχει ζεστά λεφτά, ικανά όχι μόνο να καλύψουν ολόκληρο το ενοίκιο ενός μήνα, αλλά να αποτελέσουν και ένα γρήγορο και σίγουρο εισόδημα για τον ιδιοκτήτη. Έτσι, διαμερίσματα τα οποία ξενοικιάζονται δεν θα συνοδευτούν από το γνωστό κίτρινο αυτοκόλλητο στην είσοδο της πολυκατοικίας, αλλά από την ηλεκτρονική καταχώρησή τους στην πλατφόρμα του Airbnb. «Εντάξει, αυτό μπορείς να το διαπιστώσεις απλά περπατώντας, είναι ελάχιστα τα ενοικιαστήρια σχετικά με άλλες περιοχές ας πούμε. Στον Πειραιά, ας πούμε, είναι άπειρα τα ενοικιαστήρια, εδώ πολύ σπάνια». [37]


«Δεν έχουν την ίδια ζήτηση [τα Πετράλωνα] ή τις ίδιες αποδόσεις όπως έχει η Ακρόπολη ή το Κουκάκι. Σαφώς χαμηλότερο, χαμηλότερες τιμές αλλά παρόλο αυτά έχει ζήτηση. Ιδίως το κομμάτι των Α. Πετραλώνων και το κομμάτι των Κ. Πετραλώνων κοντά στις γραμμές έχει ζήτηση, αλλά όχι όπως το Θησείο. Η διανυκτέρευση για το άτομο μπορεί να είναι 10 και 15 ευρώ φθηνότερα [...] οι τουρίστες που έρχονται δεν τους απασχολεί μία παραπάνω στάση. Πάνε low badget τουρισμό, θα πάνε και λίγο πιο μακρυά προκειμένου να πληρώσουν λιγότερα χρήματα. Και δεν έχουν λιγότερα να προσθέσουν τα Πετράλωνα πέρα από το 10-15 λεπτά ποδαρόδρομο ή τα 3 λεπτά με το τρένο από το Θησείο. Έχουν αρκετά να προσφέρουν τα Πετράλωνα σε διασκέδαση, σε περίπατο, σε πρόσβαση σε αρχαιολογικούς χώρους». [38] Παγκόσμιες φάτσες κυκλοφορούν στα Πετράλωνα βλέποντας στο βλέμμα τους ότι κάπου, κάπως έχουν χαθεί.


«Εγώ ξεκίνησα να το κάνω επειδή δεν έβγαινε το ενοίκιο και ήθελα να μαζέψω και λεφτά. Πήγε πάρα πολύ καλά, ήταν ένα σπίτι με πολύ καλή τοποθεσία για τους τουρίστες. Πολύ εύκολο, πιστεύω είναι σπίτι για rbnb [...] Την πρώτη χρονιά που ήμουν ψαρωμένη το είχα βάλει 18 ευρώ, την ημέρα το δωμάτιο. Την ίδια χρονιά όμως το πήγα στο 32, μετά στα 36. Τον δεύτερο χρόνο επειδή έβλεπα ότι πήγαινε καλά το έβαλα 50 ευρώ. Ήταν το 2014 και το 2015 [...] Σήμερα δεν θα το έβαζα παραπάνω από 50 ευρώ, λιγότερο μάλλον γιατί υπάρχουν αρκετά σπίτια που το κάνουν. [...] Το ένα καλοκαίρι που ήταν στο φουλ το σπίτι είχα βγάλει 1500 ευρώ». [39] «Καλά, εμείς όσο το σκεφτόμασταν και μπαίναμε στην λογική και πριν γίνει ο χαμός με το rbnb σκεφτόμασταν να το βάλουμε λίγο ακριβά, 50-60 ευρώ την βραδυά. [...] Είχε γιγαντωθεί τόσο πολύ οπότε η προτεινόμενη τιμή από το rbnb ήταν 35 ευρώ, οπότε το βάλαμε 30-35. Εντάξει ήταν. Και όμως υπάρχει τόσος ανταγωνισμός που σε πρώτη φάση δεν μπορούσαμε να το έχουμε ακριβά. Για να σε βγάλει το Airbnb μπροστά, για να φαίνεσαι, πρέπει να κινείται το πράγμα, να έχεις reviews, δεν είσαι στις πρώτες επιλογές. Επίσης, όντως Πετράλωνα και όχι Ακρόπολη ή Σύνταγμα θα πρέπει ο άλλος να τα ψάξει τα Πετράλωνα, να ανοίξει τον χάρτη και να έρθει προς τα εδώ. Εμείς ξεκινήσαμε Ιούνιο ή Μάη, η πρώτη κράτηση ήρθε 20 μέρες, ένα μήνα μετά. Δούλεψε κάπως τον Ιούλιο, ελάχιστα τον Αύγουστο και αρκετά τον Σεπτέμβρη. Και μετά είχα μία καλή κράτηση από μία αμερικανίδα που δούλευε στον Ερυθρό Σταυρό και δούλευε στο Σκαραμαγκά στους πρόσφυγες, το κράτησε για 1, 5 μήνα μέχρι 10 Νοέμβρη, μας βόλεψε, και μετά το κλείσαμε». [40]


Εταιρείες ακινήτων συστήνονται, διαμερίσματα ή σπίτια νοικιάζονται, ανακαινίζονται και υπενοικιάζονται. Οι ίδιες ή άλλες εταιρείες αναλαμβάνουν τη συντήρηση και τον καθαρισμό των σπιτιών που είναι στην πλατφόρμα του Airbnb. Για τα μεσιτικά γραφεία ανοίγει ένας νέος προσοδοφόρος κύκλος εργασιών καθώς καλούνται να εξυπηρετήσουν όχι κάποιους μεμονωμένους ενοικιαστές που ψάχνονται αλλά ολόκληρες εταιρείες που αναζητούν κάποιες δεκάδες ή εκατοντάδες διαμερίσματα για να τα νοικιάσουν και να τα βάλουν στο Airbnb. Περισσότερα και πιο σίγουρα χρήματα. «Κάποιοι ψάχνουν κτίρια για να τα ανακαινίσουν. Να τα διαμορφώσουν σε μικρά διαμερίσματα, να μπορούν να τα νοικιάσουν. [...] Είναι πάρα πολλές. Υπάρχει και εταιρεία που διαχειρίζεται 200 ακίνητα. [...] Ναι υπάρχουν [σ.σ. και εδώ στην γειτονιά]. Όταν λέμε υπάρχουν εταιρείες που έχουν τα σπίτια δικά τους, τα νοικιάζουν αυτοί και τα νοικοιάζουν ή διαχειρίζονται το σπίτι σου. Και παίρνουν ένα ποσοστό επί του τζίρου. Κυμαίνεται το ποσοστό από 10-20%, παιρνάνε το σπίτι στην πλατφόρμα, καθαρά σεντόνια, βάζουν τα φρούτα, παραδίδουν τα κλειδιά, κάνουν τον καθαρισμό. Η ίδια εταιρεία μπορεί να έχει δικά της σπίτια αγορασμένα, δικά της νοικιασμένα που να τα υπενοικιάζει και άλλα που να τα διαχειρίζεται, σπίτια τρίτων [...] Οι τιμές συνήθως είναι 10-15% ακριβότερα από τις τιμές αγοράς. Όταν πάει η τάδε εταιρεία να νοικιάσει ένα σπίτι, θα το νοικιάσει 400 ευρώ και θα το δώσει 450. Μην φανταστείς ότι δίνουν τεράστια νούμερα, κατεβάζουν το κοστολόγιό τους. Και το βασικό τους κοστολόγιο είναι το νοίκι που πληρώνουνε. Εκτός αν είναι σούπερ-ντούπερ σπίτι που είναι δίπλα στο μετρό, βλέπει Ακρόπολη...». [41]


Το Airbnb πέρα από μία καινούργια πλατφόρμα υπενοικίασης διαμερισμάτων ή δωματίων είναι και μία καινούργια σχέση. Μεσολαβείται από το εμπόρευμα, έχει επίδικο το εύκολο χρήμα μακρυά από τους παραδοσιακούς τρόπους αναζήτησης και πρόσληψης σε μία δουλειά, επαναθέτει καινούργιους όρους στη σχέση του καθενός και της καθεμιάς με τον ιδιωτικό του χώρο και την ιδιωτικότητα του εαυτού του εν γένει. Η Κική μας λέει ότι «πρέπει να διαμορφώσεις κάτι που είναι δικό σου, προσωπικό, για να αρέσει στους άλλους –και εμείς δεν μένουμε εκεί μέσα, αλλά το βλέπουμε σε άλλους, αρχίζεις βάζεις πράγματα για να αρέσουν στους άλλους, θες να αρέσει σε αυτόν που θα έρθει να μείνει– είναι πολύ προβληματικό η λογική αυτή της οικονομίας του διαμοιρασμού. Ή είχαμε τα γενέθλια του Φώτη 1η Αυγούστου και έπρεπε να σκεφτούμε πώς δεν θα ενοχλήσουμε τους αμερικάνους που έμεναν από κάτω. Τελικά τους καλέσαμε. Και τώρα σκεφτόμουν ότι δεν θέλω να τους πω να έρθουν, δεν είχαμε αποκτήσει και κάποια σχέση». [42] Πολύ διαφορετικά είναι τα πράγματα εκεί όπου δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ ιδιοκτήτη/ενοικιαστή και υπενοικιαστή.

Ε. Κατασκευάζοντας ταυτότητες.
Free press και πόλη


Για να δώσουμε μία απάντηση στο ερώτημα εάν τα Πετράλωνα τα «φτιάξανε» τα free press της πόλης προϋποθέτει να σκιαγραφήσουμε την ταυτότητά τους. Το πρώτο (η Athens Voice) εμφανίστηκε τον Οκτώβρη του 2003 και το δεύτερο (η Lifo) τον Δεκέμβρη του 2005. Με δωρεάν διανομή σε κάποιες εκατοντάδες σημεία μέσα στην πόλη (από σταθμούς του μετρό και του ηλεκτρικού μέχρι μπαρ) επαναχάραξαν τις καθημερινές διαδρομές των ανθρώπων της, μόνο και μόνο για να προμηθευτούν τις εφημερίδες κάθε Πέμπτη. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο από την αρχική έκδοσή τους τα τιράζ θα διπλασιαστούν, οι αναγνώστες σχεδόν θα τριπλασιαστούν, η διαφημιστική πίτα θα μεγαλώσει. Καταγράφο-νται στον χώρο των έντυπων εκδόσεων σαν εναλλακτικά πειράματα, με εκδότες ανθρώπους έμπειρους και συνεργάτες νέους, άπειρους, ανθρώπους καθημερινούς, της πόλης. Είναι μία καλή μαγιά για να μιλήσεις για την πόλη. Τα μάτια μερικών δεκάδων νεαρών συνεργατών, χωρίς να χρειάζεται να πάνε ντε και καλά μακρυά –αρκεί εκεί όπου κατοικούν–, γίνονται το εργαλείο για την πρώτη ύλη αυτών των εκδόσεων. Βιώματα μετατρέπονται σε κουίζ (π.χ. «πόσο αθηναίος είσαι;», «πόσο extreme είσαι;», «πόσο fashion victim είσαι;») και φιγουράρουν στα –κάθε φορά– καλύτερα μέρη ή οδηγούς της Αθήνας (π.χ. «10 μέρη για φιλιά στην Αθήνα», «οι γεφυριστές, νυχτερινές βόλτες στις γέφυρες της Αθήνας», «διαδρομές του έρωτα στην Αθήνα», «χριστουγεννιάτικος οδηγός για πάρτυ άνιμαλς»). Οι αρχικές, αθώες, εμπνεύσεις που έδιναν εμπειρικό υλικό για πετυχημένα άρθρα σε λίγο καιρό θα αρχίσουν να επανεγγράφουν την ιστορία της πόλης. [43] Η «μεγάλη μυστική Αθήνα που ως τώρα λούφαζε», όπως την χαρακτηρίζει ο Τσαγκαρουσιάνος κομπάζοντας για την επιτυχία της έκδοσής του, φωτίζεται μέσα από τις σελίδες των free press και νοηματοδοτείται, η ατομική εμπειρία, οι προσωπικές μνήμες γίνονται συλλογικά κεκτημένα χάνοντας την μοναδικότητά τους, το ατόφειο του άγνωστου. Αυτή η πόλη είναι ωραία γιατί σε κάθε γωνιά που θα στρίψεις κουβαλάς και το ενδεχόμενο της συνάντησης με το αναπάντεχο, το άγνωστο, το απρόβλεπτο (είτε είναι οι άνθρωποί της, είτε είναι τα ντουβάρια της). Και αυτό το αναπάντεχο έπαψε από ένα σημείο και έπειτα να αποτελεί ενδεχόμενο, αλλά έγινε μία δεδομένη πραγματικότητα (ακόμη και οι λακούβες της πόλης!) επειδή το έγραψαν τα έντυπα πόλης, μία πραγματικότητα την οποία πλέον ψάχνεις καταρχήν να την επιβεβαιώσεις και μετέπειτα να την καταναλώσεις.


Εάν το ένα μισό αυτών των εντύπων είναι η (επαν)εγγραφή της πόλης ως σχέση, αναπόφευκτα το επόμενο μισό είναι οι ταυτότητες που παράγουν. Ο Γεωργελές στο editorial του πρώτου τεύχους της Athens Voice  προσδιορίζει ποιός (πρέπει να) είναι ο αναγνώστης τους: «Η Αθήνα αλλάζει τα τελευταία χρόνια πιο γρήγορα από εμάς. Γίνεται μητρόπολη, μεγαλούπολη με πόλεις μέσα στη μεγάλη πόλη, πολύχρωμη, πολύγλωσση, αντιφατική, νεανική, ζωντανή. Ζει ήδη στον καινούργιο αιώνα. Σε λίγα χρόνια θα είναι η πρωτεύουσα της Μεσογείου, μία Μητρόπολη του Νότου. [...] Οι αναγνώστες της Athens Voice είναι οι πολίτες της νέας Μητρόπολης. Αυτοί που ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό, την πολιτική, την τέχνη και την τέχνη της καθημερινής ζωής. [...] Η Athens Voice δεν είναι μόνο ένας οδηγός για να ζήσεις αυτή την πόλη καλύτερα. Είναι και μία νέα συνθηματική γλώσσα που φέρνει σε επαφή όσους ζουν αυτή την παράξενη πόλη που για πρώτη φορά αρχίζουμε να την αγαπάμε». Σαφέστατα. Η έκδοση της Athens Voice (πρέπει να) σηματοδοτεί τη χρονική στιγμή που αρχίζουμε να αγαπάμε την πόλη μας. Νωρίτερα μπορεί και να μη συνέβαινε, μπορεί και να συνέβαινε. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει ότι ο χρόνος αρχίζει να ξαναμετράει από τη στιγμή που το γράφει ο (κάθε) Γεωργελές. Γιατί γράφεται Εκεί.
Το editorial του δεύτερου φύλλου της Lifo μιλάει για την Αθήνα. «Η ταχύτητα με την οποία το καινούργιο συνθλίβει και σαρώνει το παλιό. Ανελέητα και άδοξα. Κι εμένα μ΄αρέσουν τα γαλήνια πράγματα, ο Ορφανίδης με τον παστουρμά, οι γέροι με τις ποδιές στα ταβερνάκια -όλα αυτά που κλαδεύει η απληστία του μεγάλου χρήματος. Όμως ζω από περιέργεια. Θέλω να δω τα επόμενα. Και σιωπηρά σκέφτομαι (διότι αυτή η σκέψη είναι επικίνδυνη) ότι τα πραγματικά άξια πράγματα ξέρουν από μόνα τους να υπερασπίζονται τον εαυτό τους». Και εάν αδυνατούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους; Μπορούν προφανώς να εξαφανιστούν, μπορούν να ασφυκτιούν μέσα στα καινούργια «πρέπει». Τα έντυπα και τα ιντερνετικά (π.χ. popaganda) περιοδικά πόλης ελαχιστοποιούν την περιέργεια-του-επόμενου του Τσαγκαρουσιάνου. Δημιουργούν πραγματικότητες σε γειτονιές και προάστια της Αθήνας. Ανάμεσά τους και τα Πετράλωνα. Και το Κουκάκι.

«Σε μεγάλο βαθμό [σ.σ. διαμορφώνουν τάσεις]. Αλλά σε συγκεκριμένους. Σε αυτούς που τα διαβάζουν. Είναι όπως το ποπαγάνδα. Ιντερνετικό free press. Αυτοί που έχουν το ποπαγάνδα οι δύο ήταν στην Athens Voice και οι άλλοι δύο στην lifo. Πήρανε ότι έμαθαν από εκεί και κάνανε την δική τους φάση. Αυτά όλα είναι περιοδικά πόλης. Αυτή είναι η ύλη τους. Ανοίγει κάτι και η Ποπαγάνδα πρέπει να το γράψει πρώτο για να προλάβει την Lifo ή την Athens Voice. Αυτός που το γράφει πρώτος κερδίζει, είναι ευτελούς σημασίας, αλλά είναι πολύ σημαντικό στο μεταξύ τους. Ποιός θα έχει την αποκλειστικότητα στο μπεργκεράδικο [σ.σ. που άνοιξε στην Μερκούρη]. Ποιός χέστηκε στην πραγματικότητα. Από την άλλη είναι πολλοί που τα διαβάζουνε, εμένα στο facebook μου έρχεται και το διαβάζω από περιέργεια. Και μετά μπαίνεις στην λογική να το δοκιμάσεις κιόλας λίγο [...] Όλα αυτά τα περιοδικά πόλης στην πραγματικότητα αφορούν ανθρώπους που είναι μεταξύ 35 με 45, ανθρώπους που βγαίνουν, κυκλοφορούν και θέλουν έναν οδηγό όπως το Αθηνόραμα –το οποίο καλά κρατεί– για να να λένε στους φίλους τους πήγα εκεί, πήγα εκεί. Και αυτό το χιπστεροκοινό. Αν πρέπει να το ορίσουμε κάπως. Δεν αφορούν τους γονείς μου, οι οποίοι ζουν χίλια χρόνια στην Νίκαια αλλά δεν θα τους επηρρεάσει αν άνοιξε το τάδε, θα πάνε την βόλτα τους, ούτε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό που ζει στην πόλη. Θα το έλεγα ότι είναι λίγο εσωτερικής κατανάλωσης. Έναν κύκλο που έχει την οικονομική άνεση να τα συντηρήσει όλα αυτά. Παρακολουθείς καθόλου instagram; Όλα αυτά το ένα φέρνει το άλλο. Πας κάπου, βγάζεις μία φωτογραφία, φαίνεται που είσαι, η μόδα δημιουργειται με πολλούς τρόπους. Ξεκινώντας από το ότι ανοίγει το μαγαζί, το γράφει κάποιος, το φωτογραφίζει ένας τρίτος. Αν το αναφέρει στο ίντερνετ ένας που έχει 1000 followers, άρα είναι επιδραστικός». [44]

Όποιος δεν χωράει στη γραμμή των αθρογράφων της πόλης απλά δεν υπάρχει. Ή δεν πρέπει να υπάρχει δημόσια. Δεν τίθεται θέμα διαπραγμάτευσης ή συζήτησης. Ο Κώστας μας διηγείται ένα περιστατικό: «Είχε κάνει ημερήσια εφημερίδα ένα ρεπορτάζ για τα Πετράλωνα. Και εγώ έφευγα το πρωί και με σταματάει μία κοπελίτσα δημοσιογράφος. Μου λέει, “συγνώμη έχετε την ταβέρνα του Οικονόμου”. “Ναι”, της λέω. “μπορείτε να σας κάνω κάποις ερωτήσεις, είμαστε από την τάδε εφημερίδα και κάνουμε ένα αφιέρωμα για τα Πετράλωνα. Πώς βλέπετε την ανάπτυξη των Πετραλώνων”; Και της λέω, “κοπέλα μου για εμένα δεν είναι ανάπτυξη αυτό, είναι υποβάθμιση”. Και μου λέει η κοπελίτσα, 25 χρονών, “ευχαριστώ, κατάλαβα, γεια σας, γεια σας”. Δεν έδωσα σημασία, φέυγω. το βράδυ μου εμφανίζονται εδώ αυτή η κοπέλα, μία άλλη κοπέλα και ένας 50άρης. Λέει γεια σας κύριε. Να καθήσω; Καθήστε. Λέω, “εσείς με ειρωνευτήκατε το μεσημέρι”. Μου λέει, “ξέρεις κάτι, πήγα στην εφημερίδα και είδα τον αρχισυντάκτη και μου λέει δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ δημοσιογράφος”. Και είχε έρθει με τον επικεφαλής της. Και μου λένε, “είναι δυνατόν; Βρήκες έναν άνθρωπο που σου λέει ότι αυτό που εσύ θεωρείς ανάπτυξη αυτός δεν τον θεωρεί, και αντί να τον ρωτήσεις, μια διαφορετική γνώμη... Και με στείλανε....”. Ήταν και ο υπεύθυνος. της λέω, “λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σας δώσω συνέντευξη και ούτε καν να με αναφέρετε, σίγουρα θα βγάλετε ένα έκτρωμα για τα Πετράλωνα”. Όπως κάνανε ένα έκτρωμα για τα Πετράλωνα. Ένα δισέλιδο και βάλανε μέσα φωτογραφία τον “φασόλια”, ο γραφικός των Πετραλώνων. Τον Νικολάκη, ένας που γύριζε εδώ στα Πετράλωνα. Είχανε όλη τη σελίδα μία φωτογραφία του Νίκου και γράφανε δίπλα για τα μαγαζιά. Βάλανε τον Νίκο να χορεύει». [45]


Τελικά τί είναι αυτά τα (έντυπα ή ιντερνετικά) περιοδικά πόλης; Είναι σίγουρα κάτι παραπάνω από το Αθηνόραμα των ‘90s. Δεν καταγράφουν απλά, αλλά παράγουν κιόλας συμπεριφορές και αγορές. Η Αντιγόνη μας έδωσε μία από τις πιο μεστές και περιεκτικές περιγραφές: «Το free press και το ιντερνετ press... Πιο εναλλακτικό και πιο unisex. Το περιοδικό του Κωστόπουλου ήταν ο άντρας και η γυναίκα. Τώρα τα free press είναι λίγο όλοι γιόγκια, γυναίκες, άντρες. Χορό όλοι. Είναι πιο unisex, ένα φύλο».46 Και κατανάλωση θα συμπληρώναμε εμείς. Κατανάλωση εμπορευμάτων, κατανάλωση νοημάτων, κατανάλωση περιοχών. [46]

petralona-by-day_i.jpg
bottom of page